Υπάρχουν ιστορίες για φαντάσματα ανατριχιαστικά, αλλά υπάρχουν και ιστορίες για φαντάσματα συγκινητικά και τρυφερά. Ιδού, λοιπόν, μερικές από αυτές, που έγιναν γνωστές στην Ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ήταν άνοιξη του 1875. Ένας Ευρωπαίος ευγενής είδε εκείνο το πρωί μια αποκρουστική οπτασία, την οποία δεν μπόρεσε να λησμονήσει ποτέ.
Ο ήλιος είχε ανατείλει για τα καλά, όταν αντίκρισε πάνω από την πόρτα του δωματίου του ένα απαίσιο κεφάλι, με φρικώδη χαρακτηριστικά, αλλοιωμένα και τραβηγμένα, σχηματίζοντας μια τρομακτική έκφραση, που τον έκανε να εκβάλει άθελά του μια μακρόσυρτη κραυγή.
Το ειδεχθές αυτό κεφάλι, που δε συνοδευόταν από σώμα, ήταν ανδρικό, αλλά είχε μακριά ατημέλητα μαλλιά, ανακατεμένα. Η επιδερμίδα του ήταν κοκκινωπή, τραχιά, με στόμα που έχασκε ανοιχτό και αβυσσαλέο.
Ο ευγενής ανατρίχιασε. Αλλά εκείνο που πραγματικά τον έκανε να παγώσει από τρόμο ήταν η έκφραση των ματιών του φρικαλέου κεφαλιού. Ήταν τόσο άγρια και απειλητική, τόσο φλογερή και μοχθηρή, ώστε παραλίγο να πάψει η καρδιά του να χτυπά.
Τα σατανικά αυτά μάτια τον μαγνήτισαν και του ήταν αδύνατον να στρέψει το βλέμμα του αλλού. Ένιωθε παραδομένος στις διαβολικές ορέξεις τους. Κατόρθωσε μόνο να εξέλθει από το δωμάτιό του οπισθοχωρώντας και κατόπιν, τράπηκε σε φυγή.
Δεν είπε τίποτα στους οικείους του. Δεν ήθελε να τον περάσουν για τρελό. Έτσι, ακριβώς πέντε χρόνια αργότερα, το 1880, η αδελφή του ευγενούς είδε και εκείνη το ίδιο απαράλλαχτα φρικιαστικό κεφάλι.
Η νεαρή κοπέλα έτυχε να μπει στο δωμάτιο του αδελφού της, για να δανειστεί ένα βιβλίο. Έξαφνα, αντίκρισε πάνω από την πόρτα ένα διαβολικό αντρικό κεφάλι με πυκνά μαλλιά και στόμα ερεβώδες κι ορθάνοιχτο. Τα μάτια του έμοιαζαν με κανάλια που επικοινωνούσαν με την Κόλαση. Την κοιτούσε αγριεμένα, αλλά δεν ψέλλισε ούτε λέξη.
Η γυναίκα σύρθηκε προς τα πίσω σχεδόν λιπόθυμη και πρόλαβε να ουρλιάξει, πριν σωριαστεί καταγής. Έμεινε άρρωστη για μέρες πολλές, ενώ το δωμάτιο εκείνο στη συνέχεια σφραγίστηκε.
Σε μια άλλη περίσταση, ένας Λονδρέζος ευπατρίδης είδε κάτι που δεν μπορούσε να το εκλογικεύσει και που έμελλε να τον στοιχειώνει για καιρό.
Είχε πέσει να πλαγιάσει. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, άκουσε ξαφνικά ομιλίες μέσα στην κάμαρά του και πετάχτηκε όρθιος να δει τι συνέβαινε. Τότε, είδε στην άκρη του κρεβατιού του να στέκει μια μαυροντυμένη γριά. Έντρομος, με χέρια που έτρεμαν, προσπάθησε να βρει τα σπίρτα πλάι στο κομοδίνο του.
Μόλις άγγιξε το κουτί, η ηλικιωμένη αριστοκρατική κυρία τραβήχτηκε απότομα μακριά του. Μόλις άναψε το πρώτο σπίρτο, η οπτασία της άρχισε να σβήνει, να εξαϋλώνεται, έως ότου χάθηκε εντελώς.
Αυτό που δεν μπόρεσε να ξεχάσει ποτέ ήταν πως τη στιγμή που την πρωτοείδε, η φιγούρα της φεγγοβολούσε ένα απόκοσμο φως, αν και στο δωμάτιό του επικρατούσε βαθύ σκότος, ενώ ταυτοχρόνως οι δύο σκύλοι του κάτω στην αυλή αλυχτούσαν δυνατά και πένθιμα.
Επίσης, την ίδια περίπου εποχή, στην κομητεία του Γιορκ, στην Αγγλία, ένα μικρό παιδάκι ήταν ετοιμοθάνατο. Η μητέρα του είχε πεθάνει λίγα χρόνια πριν και στο προσκέφαλό του τού παραστέκονταν η αδελφή του και μια φίλη της μητέρας του.
Μια νύχτα, λοιπόν, που το αγόρι πάλευε με τον ρόγχο του θανάτου και ενώ οι δυο αυτές γυναίκες αγρυπνούσαν ανήσυχες στο πλευρό του, ξάφνου εμφανίστηκε ολοκάθαρα μπροστά τους το φάντασμα της νεκρής μητέρας του.
Πλησίασε το κρεβάτι του γιου της που ψυχορραγούσε, τον χάιδεψε τρυφερά, τον φίλησε στο μάγουλο και αμέσως μετά, χάθηκε απ’ τα μάτια τους.
Την επόμενη ημέρα, ο ατυχής μικρός εξέπνευσε.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 19/10/1924…