Το φάντασμα του εφοπλιστή το είχαν δει, εκτός από τους δύο καμαρότους του πλοίου, τον καπετάν Μιχάλη και τη σύζυγό του Διαμαντούλα, και ένας ακόμη αυτόπτης μάρτυρας. Και ο μάρτυρας αυτός ήταν πιο αξιόπιστος από όλους τους άλλους.
Επρόκειτο για έναν επιστήμονα, έναν άνθρωπο μορφωμένο, θετικό, διόλου φαντασιόπληκτο, που δυσπιστούσε κατ’ αρχήν σε όλα αυτά τα μυστηριώδη υπερφυσικά φαινόμενα. Ο επιστήμονας αυτός ήταν ο δικηγόρος κύριος Γκίκας, που διαβεβαίωνε ότι είδε με τα μάτια του τον βρυκόλακα.
Καθόταν, λοιπόν, στο γραφείο του, σκυμμένος πάνω στα χαρτιά του, αφοσιωμένος στην εργασία του. Δεν μπορούσε, όμως, να εργαστεί με την αλλοτινή του ηρεμία. Είχε μια απροσδιόριστη, μια αλλόκοτη ανησυχία, που δεν ήξερε πού να την αποδώσει.
Αισθανόταν ότι δεν ήταν μόνος μέσα στο δωμάτιο. Ότι υπήρχε και κάποιος άλλος. Κάποια παράδοξη ανθρώπινη παρουσία, που δεν την έβλεπε. Την ένιωθε, όμως. Την ψυχανεμιζόταν…
Σηκώθηκε ξάφνου από την καρέκλα του, έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω και έπειτα ξανακάθισε ανόρεχτα. Άναψε το φως του επιτραπέζιου λαμπτήρα, εικάζοντας ότι το εντονότερο φως θα ξεδιάλυνε τις αεροβασίες και τα φληναφήματα του νου του.
Προσπάθησε να οργανώσει καλύτερα τις σκέψεις του και βάλθηκε να ολοκληρώσει την εργασία του. Σε λίγο, όμως, καθώς σήκωσε τα μάτια του, είδε να μπαίνει από τις χαραμάδες της πόρτας μια λεπτή ομίχλη, που πύκνωνε ολοένα.
Τι είναι τούτο; σκέφτηκε και πετάχτηκε επάνω.
Η ομίχλη άρχισε να στροβιλίζεται αργά, μέχρι που ύφανε μια στήλη γαλακτερή, η οποία ξεκινούσε από το πάτωμα και έφτανε μέχρι το ταβάνι. Συγχρόνως, το φως του λαμπτήρα έγινε αμυδρό και κόκκινο, σαν ένα διαβολεμένο μάτι που τον κάρφωνε απευθείας από την Κόλαση.
Σιγά-σιγά, η αινιγματική ομίχλη έλαβε ανθρώπινη μορφή. Και σε λίγο, είδε κατάπληκτος να στέκεται ολοζώντανος μπροστά του ο προ πολλού πεθαμένος εφοπλιστής. Τον ήξερε καλά και αυτό το πλάσμα που έβλεπε ενώπιόν του ήταν ολόιδιο με τον μακαρίτη. Μονάχα μια νεκρική χλομάδα στο πρόσωπό του πρόδιδε ότι δεν προερχόταν από τον κόσμο των ζωντανών.
Παραδόξως, ο δικηγόρος δεν έχασε το θάρρος του. Αλλά ετούτη η απρόοπτη οπτασία τον είχε αφήσει εμβρόντητο και αμήχανο. Δε γνώριζε τι έπρεπε να κάνει, με τι τρόπο να αντιμετωπίσει την ανέλπιστη εκείνη παρουσία.
Τότε, ένα ειρωνικό χαμόγελο άστραψε στην όψη του βρυκολακιασμένου εφοπλιστή. Κάγχασε δυνατά, τρομακτικά, με αντίλαλο και κίνησε αργά προς τη γωνιά του δωματίου, όπου υπήρχε μια μεγάλη, αναπαυτική πολυθρόνα.
Κάθισε στην πολυθρόνα φαρδύς-πλατύς, με όλη του την άνεση, εντελώς φυσικά, σαν να ερχόταν να κάνει φιλική επίσκεψη, σαν να μην είχε η αιφνίδια παρουσία του μέσα στο δικηγορικό γραφείο τίποτε το παράξενο και αφύσικο.
Τη στιγμή εκείνη, άνοιξε η πόρτα και εισήλθε στον χώρο ένας πελάτης του δικηγόρου κυρίου Γκίκα. Ο βρυκόλακας έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος της πόρτας και έγινε μεμιάς άφαντος.
Ο δικηγόρος κατέρρευσε στο κάθισμά του. Πήρε να τρίβει τα μάτια του, να αποσβέσει την αποκρουστική εικόνα.
Εν τω μεταξύ, τι να συνέβαινε άραγε εκείνον τον καιρό στο στοιχειωμένο μέγαρο;
Η Διαμαντούλα, η σύζυγος του καπετάν Μιχάλη του Καλύμνιου αφηγήθηκε στη χήρα του εφοπλιστή Δ. Παν… όλα όσα τρομερά και φοβερά είχε υποστεί. Μα, ο τρόμος ο καθολικός σκέπασε απ’ άκρη σ’ άκρη το μέγαρο, βουλιάζοντάς το στην απελπισία και στην αγωνία, όταν αλλόκοτα φαινόμενα άρχισαν να ξεσπούν το μένος τους.
Η κυρία Παν…, όταν άκουσε έντρομη και σαστισμένη την αφήγηση της Διαμαντούλας, την όρκισε να κρατήσει μυστικό ό,τι είδε κι έζησε, αφενός για να μη δημοσιοποιηθεί και αποτελέσει αντικείμενο σχολίων και συζητήσεων το όνομα και η μνήμη του μακαρίτη και αφετέρου, για να μην τρομοκρατηθεί το υπηρετικό της προσωπικό.
Μα, τα περίεργα φαινόμενα που σημειώνονταν στην αρχή αραιά και κατόπιν επιμονότερα και συχνότερα, ενέσπειραν τον πανικό μεταξύ των υπηρετών, οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να υποψιάζονται αορίστως από τον αιφνίδιο τρόμο που είχε κατακυριεύσει τη χήρα και την έμπιστη φίλη της, τη Διαμαντούλα, από τις παράξενες προφυλάξεις που λάμβαναν κάθε βράδυ και ιδίως, από την όλη στάση της κυρίας και των άλλων συγγενών και οικείων της οικογένειας του μακαρίτη εφοπλιστή.
Οι καθημερινές επισκέψεις στο νεκροταφείο, τα επαναλαμβανόμενα ευχέλαια και οι απανωτές λειτουργίες που προετοίμαζαν σχολαστικά, οι κρυφές συνεννοήσεις της χήρας με τη σύζυγο του καπετάν Μιχάλη, όλα αυτά ήταν πράγματα απίθανα και ακατανόητα, που τελικά δημιούργησαν μέσα στην έπαυλη μια ατμόσφαιρα τεταμένης μυστικοπάθειας.
Γιατί όλα αυτά δεν πραγματοποιήθηκαν με τέτοια ένταση τις πρώτες μέρες μετά τον θάνατο του εφοπλιστή; Γιατί όλες αυτές οι συνεχείς φροντίδες για την ανάπαυση της ψυχής του ξεκίνησαν έτσι ξαφνικά, έπειτα από τόσες μέρες μετά την κηδεία του; Κανένας δεν είχε μια λογική εξήγηση να δώσει.
Καθεμιά από τις υπηρέτριες έδινε και τη δική της ερμηνεία στα αλλοπρόσαλλα φερσίματα της κυρίας. Όλες, όμως, ήταν σύμφωνες ότι όλα αυτά δε γίνονταν δίχως λόγο. Κάτι περίεργο συνέβαινε. Αλλά τι;
Τις ανησυχίες αυτές τις ενίσχυσε προ παντός η αδιάλλακτη επιμονή της Διαμαντούλας να συντροφεύεται απαραιτήτως από κάποιον, όταν πήγαινε τα βράδια στην κάμαρά της. Πάντοτε κρατούσε μια υπηρέτρια να της κάνει παρέα καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας.
Μάλιστα, μια από αυτές τις υπηρέτριες παρατήρησε ένα βράδυ ότι το δωμάτιο της Διαμαντούλας ανέδιδε μια αφόρητη οσμή από σκόρδο. Έψαξε τριγύρω και ανακάλυψε ένα σωρό σκορδολούλουδα, πολλά από τα οποία πετάγονταν κάτω από το μαξιλάρι της.
-Μα τι τα θέλεις αυτά, κυρία Διαμαντούλα; Ζέχνει ο τόπος εδώ μέσα!
-Να, για τα μικρόβια… Διώχνει τα μικρόβια, μου έχουν πει.. Ναι, ναι, για τα μικρόβια. Κάνουν καλό, τραύλισε η γυναίκα του καπετάνιου, μασώντας τα λόγια της.
Εκείνη τη νύχτα, η δύστυχη υπηρέτρια δε σφάλισε βλέφαρο. Κάποια στιγμή της φάνηκε πως η βαριά ξύλινη πόρτα της κρεβατοκάμαρας έγινε διάφανη, σαν καμωμένη από γυαλί. Και από πίσω διέκρινε δυο πύρινα μάτια, που τη διαπερνούσαν όλη τη νύχτα, με μίσος, με κακία, με σατανική αγριάδα… Δυο πύρινα μάτια, που παραμόνευαν υπομονετικά, όπως παραμονεύει ο θηρευτής το θήραμά του…
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 07/10/1931…