Τη νύχτα της 31ης Ιουλίου του 1905, ο Αστρονόμος και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, William Henry Pickering, είχε στραμμένο το τηλεσκόπιό του προς ένα ορισμένο σημείο του σεληνιακού δίσκου.
Το σημείο παρατήρησης του Δρ. Pickering ήταν ο Κρατήρας Πλάτωνας, στον οποία ξαφνικά διέκρινε μία λαμπερή ατμώδη κηλίδα. Ο καθηγητής παρακολούθησε το φαινόμενο και στις 2 Αυγούστου, του ίδιου έτους, διαπίστωσε τελικά ότι η κηλίδα εκείνη είχε εξαφανιστεί, ενώ στη θέση της είχε φανεί ένα χάσμα διαμέτρου 3200 μέτρων.
Η παρατήρηση αυτή δεν άφησε στον Αμερικάνο Αστρονόμο καμία αμφιβολία ότι στο μέρος εκείνο της Σελήνης είχε συμβεί έκρηξη ηφαιστείου. Ο Δρ. Pickering ήταν υποστηρικτής της άποψης ότι υπήρχε ενεργή ηφαιστειακή δραστηριότητα στη Σελήνη.
Ο ίδιος έγραφε το 1892:
“Είναι αναντίρρητο ότι όχι μόνο η ηφαιστειώδης ενέργεια, αλλά και η ζωή εξακολουθεί εντονότατη στη Σελήνη. Η επιμελής εξέταση διάφορων μικρών λεπτομερειών με έχει πείσει ότι η χλωρίδα στη Σελήνη είναι άφθονη. Παρά την επικρατούσα άποψη ότι στον γειτονικό μας δορυφόρο ούτε υδρατμοί, ούτε ανθρακικό οξύ υπάρχουν, οι παρατηρήσεις μου στον Κρατήρα Πλάτωνα βεβαιούν ότι όλα αυτά υπάρχουν, έστω και σε μικρή ποσότητα. Επί της Σελήνης, υπάρχει ζωή εντονότατη και εξ’ όσων γνωρίζουμε για την δραστηριότητα των ηφαιστείων της, ο δορυφόρος μας είναι νέος πλανήτης όσο και η Γη, αν μη περισσότερο”.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που παρατηρούνταν ηφαιστειακές εκρήξεις στη Σελήνη. Ο κατάλογος αυτών των παρατηρήσεων είναι μακρύς και αρχίζει από τον 17ο αιώνα. Πρώτος ο Johannes Hevelius παρατήρησε στον Κρατήρα Αρίσταρχο μια κόκκινη λάμψη, την οποία απέδωσε σε έκρηξη ηφαιστείου.
Το 1866, ο Γερμανός Αστρονόμος Johann Friedrich Julius Schmidt παρατήρησε ένα ανάλογο φαινόμενο στον κρατήρα του Λινναίου.
Άλλοι αστρονόμοι είχαν παρατηρήσει φλόγες, μεταξύ των οποίων και ο Ισπανός J. Valderrama, ο οποίος την ίδια χρονιά, το 1866, διατύπωσε την άποψη ότι υπήρχε ατμόσφαιρα στη Σελήνη.
Οι αρχαίοι αστρονόμοι και συγκεκριμένα ο Αναξαγόρας, πίστευαν ότι υπήρχαν όλοι οι όροι της ζωής επί της Σελήνης, όπως και στη Γη. Αλλά μετά την ανακάλυψη του τηλεσκοπίου, άρχισαν οι αμφιβολίες. Οι παρατηρήσεις μέσω του τηλεσκοπίου κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η Σελήνη δεν έχει ατμόσφαιρα και επομένως, ότι είναι ξερή, άγονη και έρημη.
Την άποψη αυτή ενστερνίζονταν οι περισσότεροι αστρονόμοι. Αν οι παρατηρήσεις ηφαιστειακής δραστηριότητας ήταν ασφαλείς και αναμφισβήτητες, τότε το ζήτημα περί υπάρξεως ζωής επί της Σελήνης θα είχε λυθεί. Οι ηφαιστειακές εκρήξεις στη Σελήνη, όμως, αμφισβητούνταν. Κάποιες από αυτές, αποδόθηκαν σε οπτικές πλάνες.
Κρατήρες που θεωρήθηκαν ότι δημιουργήθηκαν λόγω ηφαιστειακής δραστηριότητας, προϋπήρχαν. Ακόμη και οι παρατηρήσεις του καθηγητή Pickering αποδόθηκαν σε οπτική απάτη, λόγω σφάλματος του τηλεσκοπίου του.
Ο Pickering οδηγήθηκε στα συμπεράσματά του έπειτα και από μια άλλη παρατήρηση. Εξετάζοντας φωτογραφίες της Σελήνης, συμπέρανε ότι οι δυτικές πλευρές των σεληνιακών Απεννίνων είναι χιονοσκεπείς. Η αντίθετη, όμως, άποψη έλεγε ότι, ενώ τα Απέννινα της Σελήνης φαίνονταν χιονοσκεπή, η διακρινόμενη επ’ αυτών λευκή κηλίδα φαινόταν “απελπιστικώς σταθερά”.
Θεωρούνταν βέβαιο ότι εάν η Σελήνη είχε ατμόσφαιρα, αυτή θα ήταν ασήμαντη. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια της ημέρας θα επικρατούσε καύσωνας, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας η θερμοκρασία θα έπεφτε απότομα. Θα έπρεπε, λοιπόν, την ημέρα να βλέπαμε τα χιόνια να περιορίζονται, όπως ισχύει και με τους πάγους στους πόλους του πλανήτη Άρη, οι οποίοι μεταβάλλονται.
Συνεπώς, θεωρούνταν ως πιθανότερο το χιόνι των Απέννινων της Σελήνης να ήταν ένα παιχνίδι της ανακλάσεως του φωτός.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 29/09/1905…