Οι κάτοικοι ενός χωριού της Κοζάνης ήταν ανάστατοι και τρομοκρατημένοι εξαιτίας παράδοξων φαινομένων, τα οποία λάμβαναν χώρα στο σπίτι μιας υπερήλικης γυναίκας, ηλικίας εκατό ετών, αμέσως μετά τον θάνατό της.
Μέσα στο σπίτι ακούγονταν διαρκώς υπόκωφοι κρότοι, τα έπιπλα μετακινούνταν βίαια και με πάταγο, ενώ μία χριστιανική εικόνα εκσφενδονίστηκε μόνη της από το εικονοστάσι. Λεγόταν ότι το φάντασμα της γριάς περιφερόταν με συρτά βήματα μέσα στην παλαιά οικία, έπλεκε, έσβηνε το φως της λυχνίας και συντηρούσε τη φωτιά στο τζάκι.
Έτσι, αποφασίστηκε να τοποθετηθεί φρουρά, ώστε να νιώθουν οι κάτοικοι μεγαλύτερη ασφάλεια και να ελαχιστοποιηθεί ο πανικός τους από τα συνεχόμενα απόκοσμα φαινόμενα. Αλλά, το όπλο ενός φρουρού απωλέσθη μες στη νύχτα, με τρόπο μυστήριο και ανεξήγητο, εντείνοντας τελικώς ακόμα περισσότερο τον φόβο.
Κατά τις λαϊκές δοξασίες, τα φαινόμενα αυτά οφείλονται σε βρυκόλακα, δηλαδή σε νεκρό του οποίου η ψυχή δεν αποχωρίστηκε οριστικά από το σώμα του. Γι’ αυτό ο νεκρός συνεχίζει από τον τάφο του μια ιδιότυπη μορφή ζωής, που του επιτρέπει να εξέρχεται κατά βούλησιν, ιδίως τις νυχτερινές ώρες, και να περιφέρεται, παρενοχλώντας και κακοποιώντας ανθρώπους και ζώα.
Οι δοξασίες, που σχετίζονται με τους βρυκόλακες, είναι πανάρχαιες και παγκόσμιες, καθώς απαντώνται με διάφορες παραλλαγές σε όλους τους λαούς. Η πίστη, δε, των Ελλήνων στους επανερχόμενους νεκρούς είναι πολύ συνηθισμένη.
Εξηγήσεις του φαινομένου έχουν δοθεί πολλές υπό το πρίσμα της λαογραφίας, της θεοσοφίας, των απόκρυφων επιστημών και του πνευματισμού. Σύμφωνα με την αντίληψη του ελληνικού λαού, τα αίτια του βρυκολακιάσματος είναι ποικίλα.
Ο πρόδρομος της επιστήμης της λαογραφίας στη χώρα μας, ο καθηγητής Νικόλαος Πολίτης, συλλέγοντας πλήθος λαογραφικών πληροφοριών, πίστευε ότι βρυκολάκιαζε:
α) εκείνος του οποίου το πτώμα, πριν από τη ταφή, το δρασκέλιζε, πηδώντας από πάνω του, άνθρωπος που τον μισούσε ή το δρασκέλιζε σκύλος, γάτα ή κότα.
β) εκείνος τον οποίο “δεν έθαψε ο παπάς με όλα τα χρειαζούμενα διαβαστικά”, ο αφορισμένος, τα παιδιά που πεθαίνουν αβάπτιστα, οι αλλαξόπιστοι, “όποιος βλαστήμησε τον εαυτόν του την ώρα που ψυχομαχούσε”, “όποιος βλαστημήθηκε από τον εχθρό του την ώρα που ψυχορραγούσε”.
γ) ο τοκογλύφος, ο άδικος, ο φονιάς, ο αμαρτωλός, αυτός που δεν πρόλαβε να εκπληρώσει μίαν ανειλημμένη υποχρέωση.
δ) εκείνος που υπέστη βίαιο θάνατο και επιθυμεί να εκδικηθεί, αυτός που αρνείται να αποχωριστεί ένα αγαπημένο του πρόσωπο, αυτός που “έχει μολυνθεί προηγουμένως από άλλον βρυκόλακα”.
Στη φαντασία του λαού, ο βρυκόλακας είναι προικισμένος με εξαιρετική μεταμορφωτική δύναμη, ενώ την παρουσία του την αντιλαμβάνονται πάντα οι σαββατογεννημένοι αλαφροΐσκιωτοι.
Επίσης, η δεισιδαίμων πίστη στους βρυκόλακες διευκόλυνε και την τέλεση ειδεχθών εγκλημάτων. Το 1846, οι κάτοικοι του Σοφικού Κορινθίας, έχοντας πεισθεί ότι κάποιοι άνθρωποι που είχαν πνιγεί και ταφεί, είχαν μεταλλαχθεί σε βρυκόλακες, κατελήφθησαν από πανικό. Για να ηρεμήσουν και για να γλιτώσουν από πιθανό μελλοντικό κίνδυνο, αφαίρεσαν τις καρδιές των νεκρών, τις έκαψαν και μετά έριξαν τα κακοποιημένα πτώματά τους στη θάλασσα.
Οι συγγενείς των αποθανόντων, όμως, έσπευσαν στη θάλασσα και περισυνέλεξαν τα βασανισμένα κορμιά των οικείων τους, με σκοπό να τα θάψουν. Όταν έγινε γνωστή η πράξη τους το 1849, προξένησε τέτοιο ανεξέλεγκτο φόβο και σπασμωδική φρενίτιδα στους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού, ώστε κάποιοι απ’ αυτούς πέθαναν πραγματικά από τρόμο, σίγουροι για την επέλαση των βρυκολάκων, ενώ άλλοι εγκατέλειψαν ακόμα και τα σπίτια τους και εγκαταστάθηκαν σε γειτονικά χωριά.
Όσοι παρέμειναν στον τόπο τους, συγκεντρώνονταν τις νύχτες σε ιδιότυπα τάγματα και με πυροβολισμούς, κραυγές, χτύπους χάλκινων αγγείων, έδιωχναν τα φαντάσματα που νόμιζαν πως εμφανίζονταν συχνά-πυκνά. Μάλιστα, διόρισαν και νυχτοφύλακες επ’ αμοιβή, για να επαγρυπνούν.
Σύμφωνα με την ορθή εξήγηση της εγκληματολογίας, οι ισχυρές αυτές δεισιδαιμονίες μετατράπηκαν σε πεποιθήσεις, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για κάθε είδους αδικήματα: κλοπές, φόνους, βιαιοπραγίες, υπόθαλψη εγκληματιών.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό συμβάν έλαβε χώρα στο Μάτεσι της Ολυμπίας. Εκεί, ένας γέρος που έπασχε χρόνια από παράλυση, την οποία θεωρούσε πως την του είχαν προκαλέσει οι νεράιδες, απεβίωσε τελικά. Η χήρα του, όμως, πίστευε ακράδαντα πως ο νεκρός είχε γίνει βρυκόλακας, καθώς άκουγε συνεχώς μυστηριώδεις θορύβους στο υπόγειο του σπιτιού της. Επομένως, το εγκατέλειψε και τράπηκε σε φυγή. Όταν κάποια στιγμή επέστρεψε, διαπίστωσε ότι έλειπαν πολλά από τα υπάρχοντά της. Δεν πίστεψε ποτέ ότι εκλάπησαν από υστερόβουλα άτομα, αλλά, αντιθέτως, ήταν πεπεισμένη ότι είχαν χρησιμοποιηθεί από τον βρυκόλακα σύζυγό της.
Η είδηση δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 31/01/1952…