Στις 31 Ιανουαρίου του 1947, στις 22:47, μία ισχυρή έκρηξη συντάραξε τα Νότια Προάστεια της Αττικής. Τα τηλεφωνήματα προς τις Αστυνομικές Αρχές ήταν συγκεχυμένα, καθώς οι έντρομοι πολίτες έδιναν, ο καθένας, διαφορετική προέλευση της έκρηξης.
Η αρχική πληροφορία, που δόθηκε στη Διεύθυνση της Αστυνομίας Αθηνών, ήταν ότι η έκρηξη σημειώθηκε στη Δραπετσώνα. Η Αστυνομική Διεύθυνση του Πειραιά πληροφορήθηκε ότι η έκρηξη έγινε στον Σκαραμαγκά, στην περιοχή του Ναυστάθμου, ενώ ο Αστυνομικός Σταθμός του Σκαραμαγκά πληροφορούσε τους δημοσιογράφους ότι η έκρηξη ακούστηκε στην περιοχή, αλλά η πιθανή περιοχή στην οποία σημειώθηκε, ήταν τα Μέγαρα.
Ο Αστυνομικός Σταθμός της Γλυφάδας, όπου η δόνηση που προκλήθηκε από την έκρηξη, έγινε περισσότερο αισθητή από κάθε άλλη περιοχή, έδινε την πληροφορία ότι στα ανοιχτά του Σαρωνικού, προς την Αίγινα, θεάθηκε αρχικά μία μεγάλη λάμψη και στη συνέχεια ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος.
Κατόπιν τούτου, ο τότε Πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος διατηρούσε και το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Ναυτικών, διέταξε τον απόπλου πολεμικών πλοίων προς την Αίγινα, καθώς και προς τις Φλέβες, όπου η τηλεφωνική ή τηλεγραφική επικοινωνία ήταν αδύνατη, διότι οι Γερμανοί, κατά την περίοδο της Κατοχής, είχαν αποκόψει τα καλώδια και από τότε δεν είχε αποκατασταθεί η επικοινωνία. Στις Φλέβες, επίσης, υπήρχαν αποθήκες παλιών πυρομαχικών, συνεπώς δεν αποκλειόταν το ενδεχόμενο η έκρηξη να είχε σημειωθεί εκεί.
Παράλληλα, το Ναυαρχείο είχε διατάξει τα βοηθητικά πλοία του Στόλου, “Ερμής” και “Κεφαλληνία” να βρίσκονται στον Πειραιά “υπ’ ατμόν”, έτοιμα να αποπλεύσουν ανά πάσα στιγμή. Για την περίπτωση της άμεσης μεταφοράς του Πρωθυπουργού στον τόπο της εκρήξεως, εάν αυτό κρινόταν απαραίτητο, είχε διαταχθεί να βρίσκεται σε ετοιμότητα ένα αντιτορπιλικό.
Είχε, επίσης, δοθεί μέσω ασυρμάτου γενική διαταγή, ώστε όλα τα πλοία που βρίσκονταν στον Σαρωνικό, να αναφέρουν οτιδήποτε αντιλαμβάνονταν σχετικά με την έκρηξη.
Η άποψη που διατυπώθηκε από ορισμένους, ήταν ότι λόγω της θαλασσοταραχής, ήταν πιθανό να αποσπάστηκαν νάρκες από τα αγκυροβόλιά τους και να συγκρούστηκαν μεταξύ τους, ή ακόμη και να ρίχτηκαν από τα κύματα στις ακτές των Φλεβών, όπου και εξερράγησαν. Καμία, όμως, σχετική αναφορά δεν έγινε, που να ενίσχυε αυτό το σενάριο.
Μέχρι τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου, οι έρευνες των πλοίων που “όργωναν” τον Σαρωνικό δεν είχαν αποφέρει κάποιο αποτέλεσμα. Στις έρευνες θα συμμετείχαν και αεροπλάνα κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Στις 2 Φεβρουαρίου, ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Ναυτικών, Παναγιώτης Κανελλόπουλος δήλωσε ότι οι έρευνες, τόσο από θαλάσσης όσο και από ξηράς, δεν είχαν αποφέρει αποτελέσματα. Ο ίδιος ο Κανελλόπουλος δεν απέκλειε το ενδεχόμενο η έκρηξη να προκλήθηκε από νάρκη, η οποία προσέκρουσε στην ακτή.
Καθώς το παράξενο αυτό περιστατικό έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, εκφράστηκε, επίσης, η άποψη ότι η έκρηξη θα μπορούσε να είχε συμβεί στην ακτή, ίσως κοντά στην περιοχή της Βάρκιζας, σε κάποια μυστική αποθήκη, “όπου οι κομμουνισταί είχον αποκρύψει σημαντικάς ποσότητας εκρηκτικών υλών”.
Πάντως, την επόμενη ημέρα, στις 3 Φεβρουαρίου, κανένα στοιχείο δεν είχαν οι αρμόδιες Αρχές σχετικά με τα αίτια που προκάλεσαν την μυστηριώδη έκρηξη. Διατυπώθηκε, όμως, η άποψη ότι η έκρηξη προκλήθηκε από πτώση αερόλιθου και προς αυτή την κατεύθυνση ενεργούσε πλέον έρευνες η υπηρεσία του Αστεροσκοπείου.
Η υπόθεση παρέμεινε ανεξιχνίαστη.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε σε μία σειρά από άρθρα στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, από την 01/02/1947 μέχρι τις 04/02/1947…