Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ο Ιμπραήμ Πασάς, αφού προηγουμένως είχε πολιορκήσει την Τριπολιτσά, επέστρεφε με τα στρατεύματά του στην Καλαμάτα, όπου είχε το ορμητήριό του.
Στον δρόμο, όμως, αρρώστησε από υψηλό πυρετό και μην μπορώντας να προχωρήσει άλλο, αναγκάστηκε να στρατοπεδεύσει κάτω από μια δασύφυλλη ελιά, ένα πανάρχαιο ασημόδεντρο, που ήταν ξακουστό ως η “στοιχειωμένη αγριελιά”.
Βλέποντας το γιγαντόκορμο δέντρο, ο Ιμπραήμ το θαύμασε και ρώτησε να μάθει την ιστορία του. Μερικοί ντόπιοι του διηγήθηκαν πως η ελιά αυτή κρατούσε από τον καιρό των αρχαίων Σπαρτιατών ακόμα. Του είπαν ακόμη ότι το αιωνόβιο τούτο δέντρο ήταν στοιχειωμένο από τα χρόνια τα παλιά και ότι όσοι επιχείρησαν μες στους αιώνες να την κόψουν και να τη μαγαρίσουν, έπαθαν μεγάλες συμφορές και τέλος, παράτησαν το σχέδιό τους.
Ο Οθωμανός Στρατάρχης, όμως, σκανδαλίστηκε και αντέταξε με πείσμα: “Εγώ θα τη σωριάσω κάτω! Πάει και τελείωσε!”
Τότε, διέταξε δυο μεγαλόσωμους Άραβες να ρίξουν καταγής το αγέρωχο δέντρο. Πήραν, λοιπόν, αυτοί τα τσεκούρια τους και άρχισαν να βαρούν αλύπητα τον πελώριο κορμό. Αλλά το σίδερο πεταγόταν πίσω στομωμένο και δεν κατάφερνε να πληγώσει ούτε τον φλοιό του. Από τον κόπο, από την αγωνιώδη προσπάθεια να ικανοποιήσουν τον αρχηγό τους, οι άντρες έπεσαν μισολιπόθυμοι.
Φλογίστηκε από τον θυμό του ο Ιμπραήμ και έδωσε εντολή να σωριάσουν βουνό τα θαμνόκλαδα γύρω από την αγριελιά και να τη λαμπαδιάσουν. Μα, οι φλόγες έζωναν το δέντρο και το τύλιγαν, δίχως ούτε να το τσουρουφλίσουν.
Από το κακό του, ο Τούρκος Πασάς αρρώστησε ακόμα περισσότερο και ο πυρετός του δεν έλεγε να πέσει. Σε τέτοια άθλια κατάσταση βρισκόταν, ασθενής και μανιασμένος, όταν παρουσιάστηκαν μπροστά του τρεις αδελφοί από την ανυπότακτη Μάνη. Ήθελαν να του μαρτυρήσουν κάτι σπουδαίο, όπως έλεγαν.
Ο Ιμπραήμ τους δέχτηκε και άκουσε τις προτάσεις τους. Του υπόσχονταν να του δείξουν έναν ανεκτίμητο θησαυρό, κρυμμένο σε μέρος που το ήξεραν μονάχα αυτοί, από οικογενειακή τους παράδοση. Θα του φανέρωναν, όμως, τον θησαυρό, με τη συμφωνία να τους διορίσει Δημογέροντες στο χωριό τους και να τους δώσει το ένα τρίτο από τα τιμαλφή.
Ο Πασάς τους κοιτούσε με επιφύλαξη και με άγρια σιωπή. Δεν πίστεψε στα λόγια τους και συλλογίστηκε να τους αποκεφαλίσει τους προδότες.
-Σας έστειλαν στο στρατόπεδό μου οι Γκιαούρηδες, για να με κατασκοπεύσετε! τους είπε απότομα.
-Όχι, Πασά μου! Όχι τέτοιο πράγμα! Αλίμονο! Να σου δείξουμε θέλουμε μονάχα πού βρίσκεται ο θησαυρός και αν δεν τον βρεις, τότε κάνε μας ό,τι θελήσεις! διαμαρτυρήθηκαν με μια φωνή οι τρεις Μανιάτες.
-Αυτό είναι δίκαιο, καλά λένε οι Ρωμιοί, πρόσθεσε ο Χότζας του στρατεύματος που παρακολουθούσε τον ζωηρό διάλογο.
-Και πού είναι κρυμμένος ο θησαυρός; ρώτησε ο Ιμπραήμ Πασάς.
-Κάτω από τούτη την αγριελιά, Πασά μου! απάντησαν οι τρεις αδελφοί.
Από το άνοιγμα της σκηνής του, ο κατάκοιτος Οθωμανός Στρατάρχης θώρησε τη στοιχειωμένη αγριελιά, που τόσο είχε εξερεθίσει την περιέργειά του και μπήκε σε καινούριες σκέψεις. Αν οι άνθρωποι εκείνοι του έλεγαν την αλήθεια; Γιατί να μη δοκίμαζε; Τι είχε να χάσει τάχατες;
-Και πού το ξέρετε εσείς; Μιλάτε γρήγορα! τους είπε θυμωμένα.
-Από τον πατέρα μας και εκείνος από τον δικό του, είπαν οι δύο από τους αδελφούς και ο τρίτος πρόσθεσε:
-Εγώ, μια νύχτα που είχε ολόγιομο φεγγάρι, τον είδα τον θησαυρό με τα ίδια μου τα μάτια. Όλο ασημένια τάλαρα. Τα είχε βγάλει για βοσκή μια μαύρη πελώρια μορφή, σαν ίσκιος και τα ξαναγύρισε κατόπιν στη φωλιά τους. Είδα τη γη να ανοίγει και να τα καταπίνει, Πασά μου!
-Αυτός είναι Σαββατογεννημένος, εξήγησαν οι δύο άλλοι Μανιάτες για τον αδελφό τους, που είχε διηγηθεί το όραμα.
-Καλά, και γιατί τόσο καιρό δε σκάβατε το χώμα για να ξεθάψετε τον θησαυρό; Περιμένατε να έρθω εγώ στον τόπο σας; αναρωτήθηκε με δυσπιστία ο Ιμπραήμ.
-Μα, χρειάζονταν πολλά χέρια, ολόκληρος στρατός. Ο θησαυρός είναι βαθιά χωμένος και η δύναμη της ελιάς αυτής απέραντη, Πασά μου, αποκρίθηκαν οι Μανιάτες.
Ο Ιμπραήμ δε δίστασε πια. Διέταξε τριακόσιους στρατιώτες του να σκάψουν σύμφωνα με τις οδηγίες των τριών χωρικών. Και έσκαβαν και έσκαβαν, δίχως ανάσα, δίχως σταματημό, όλο τον τόπο γύρω από την ακατάβλητη ελιά, αλλά δεν αντίκρισαν ούτε σημάδι από τον μυστηριώδη θησαυρό.
Ο Οθωμανός Στρατάρχης έχασε πλέον την υπομονή του και ζήτησε να εκτελεστούν οι τρεις Γκιαούρηδες, επειδή του είπαν ψέματα και επειδή ήταν σίγουρα κατάσκοποι.
Σε λίγο, τα πτώματα των τριών δύστυχων αδελφών, που η αμάθειά τους τούς έκανε να πιστέψουν έναν θρύλο, κρέμονταν από τους κλώνους της αγριελιάς.
Έπειτα από την ανθρωποθυσία αυτή, ο Ιμπραήμ αισθανόταν καλύτερα και διέταξε να συνεχιστεί η πορεία του στρατεύματός του προς την Καλαμάτα, όπου έφτασε την ίδια μέρα και όπου οι ντόπιοι Τούρκοι του έκαναν μεγάλη υποδοχή.
Η παράδοση του κρυμμένου θησαυρού κοντά στη στοιχειωμένη αγριελιά σώζεται ακόμα στα περίχωρα. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, έγιναν διάφορες προσπάθειες να έρθει στο φως ο θρυλικός θησαυρός, αλλά δε βρέθηκε το παραμικρό.
Η τελευταία ανασκαφή πραγματοποιήθηκε το 1904. Ο ιδιοκτήτης του χωραφιού, μάλιστα, μέσα στο οποίο φυόταν το εντυπωσιακό δέντρο, αναγκαζόταν να αφήνει γύρω του αρκετή ακαλλιέργητη έκταση, γιατί πήγαιναν κατά καιρούς διάφοροι θησαυροθήρες και του αναστάτωναν τα γεννήματα και τα σπαρτά.
Όταν, κατά το 1848, ο σκιώδης μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος, ο οποίος “για το κράτος ήταν αγύρτης, για την επίσημη Εκκλησία απόβλητος και για τις φτωχές μάζες άγιος και προφήτης”, είχε περάσει και από τη Μεσσηνία, στάθηκε κάτω από το ιστορικό δέντρο και μαζί με διάφορες προφητείες του, είπε και την ακόλουθη:
“Βλέπετε αυτή την αγριελιά; Θα έρθει ο καιρός που εδώ το βουβάλι θα πνιγεί στο αίμα!”
Η προφητεία του αμφιλεγόμενου αυτού ανθρώπου αλήθεψε εν μέρει. Γιατί, στον καιρό των Οθωνικών, έγινε εκεί συμπλοκή των επαναστατών και του βασιλικού στρατού με λίγα, ευτυχώς, θύματα.
Ο θρύλος της στοιχειωμένης αγριελιάς στη Μεσσηνία βαστούσε τη μαγεία του για χρόνια μετά. Οι αγωγιάτες και οι οδοιπόροι, με την τρυφερή τους την ψυχή, την ανόθευτη, περνούσαν σιωπηλοί μπροστά της, μην τυχόν και η νεράιδα, που παραμόνευε στο λαξευτό κοίλωμα του κορμού της, πεταγόταν ξαφνικά και τους άρπαζε τη λαλιά τους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 23/10/1930…