Ο νεότερος γιος του ταβερνιάρη έμεινε εκείνο το βράδυ μόνος του στο σπίτι, εντελώς ανίδεος για τα μυστηριώδη φαινόμενα που συνέβαιναν εκεί τις νύχτες. Κουρασμένος από το ταξίδι της επιστροφής, κοιμήθηκε βαθιά από νωρίς.
Γύρω στα μεσάνυχτα όμως ξύπνησε ξαφνικά από περίεργους θορύβους, που τάραξαν τον ύπνο του και τον έκαναν να πιστέψει πως ήταν κάποιος μες στο σπίτι.
Σε λίγο, οι θόρυβοι έπαψαν τελείως και επανήλθε μια ανατριχιαστική σιωπή, που όμως κράτησε μόνο για μερικά λεπτά, ώσπου ισχυρότατοι κρότοι έκαναν το δίπατο οίκημα να τραντάζεται συθέμελα. Ο νεαρός Λάμπρου ένιωθε πως κάποιο γιγάντιο ρόπαλο γρονθοκοπούσε το κτίριο με τέτοια μανία, με αποτέλεσμα να βγει γρήγορα έξω, καθώς νόμιζε πως το σπίτι του ήταν έτοιμο να καταρρεύσει. Και τότε, σιγή… Έτσι, χωρίς να το καλοσκεφτεί, βρέθηκε να ψάχνει στο υπόγειο.
Προλαβαίνοντας να πάρει μιαν ανάσα ο νεαρός, πέρασε απ’ τον νου του η απίθανη σκέψη μήπως είχαν καταλάβει το σπίτι του φαντάσματα.
Πριν προλάβει να τελειώσει τη σκέψη του, μια δυνατή βοή σαν μονότονος, υπόκωφος συριγμός αντήχησε σε ολόκληρο το διώροφο οικοδόμημα, πείθοντας οριστικά τον νεαρό άντρα πως κάτι υπερφυσικό και ανεξήγητο είχε φωλιάσει μέσα στο πατρικό του.
Είχαν περάσει μερικές μέρες από τη νύχτα εκείνη, όταν ο Δημήτρης Λάμπρου αναγκάστηκε να γυρίσει μαζί με τον μεγαλύτερο γιο του, οπωροπώλη στο επάγγελμα, γιατί ο νεότερος γιος τούς είχε ειδοποιήσει ότι του ήταν δύσκολο να μπει μόνος του στο σπίτι, καθώς ήταν στοιχειωμένο.
Όλα τα βράδια που ακολούθησαν, ήταν ανησυχητικά τα ίδια: αναπάντεχοι κρότοι, βαριοί βηματισμοί, μακρόσυρτα βουητά και πανίσχυρα τραντάγματα που τους σήκωναν αλλόφρονες απ’ τα κρεβάτια τους.
Μια νύχτα, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Ένα ψυχρό ρεύμα αέρα τους ξύπνησε γύρω στα μεσάνυχτα, αφήνοντας τα πρόσωπά τους ξυλιασμένα από το ψύχος. Παγωμένοι καθώς ήταν, έψαχναν να βρουν το παράθυρο που είχε μείνει προφανώς ορθάνοιχτο, αλλά εις μάτην… Τα πάντα ήταν διπλοκλειδωμένα, παράθυρα και πόρτες, ενώ το κορμί τους το περόνιαζε ένα ψύχος σχεδόν θανατερό.
Εκείνη ακριβώς ήταν η στιγμή, που ο πατέρας αποφάσισε πως έπρεπε επειγόντως να βρουν κάποιον να τους βοηθήσει.
Ήταν πια ολοφάνερο. Το σπίτι είχε αποκτήσει μια δική του, αλλόκοτη οντότητα, που έμοιαζε πως κούρνιαζε στα σανιδώματά του και στους θεμέλιους λίθους του.
Έτσι, η οικογένεια αποτάθηκε προς εξήγηση του φαινομένου στον Πρόεδρο της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών, Άγγελο Τανάγρα, ο οποίος μετέβη επανειλημμένως στο σπίτι του μυστηρίου μαζί με την επιστημονική ομάδα του.
Αφού ολοκλήρωσαν μια σειρά από εκτενείς έρευνες και επιτόπιες αυτοψίες, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως το σπίτι της οικογένειας Λάμπρου ήταν πραγματικά στοιχειωμένο.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 20/05/1929…