Στην Αγία Ελεούσα της Καλλιθέας, τα συγκλονιστικά τηλεκινητικά φαινόμενα που λάμβαναν χώρα σ’ ένα σπίτι εκεί, το είχαν κυριολεκτικά ρημάξει. Οι ζημιές και οι καταστροφές που εκδηλώνονταν συνεχώς, το είχαν καταστήσει ερείπιο και είχε χάσει μέσα σε λίγους μήνες την αλλοτινή του αίγλη.
Σπασμένα πιάτα και γυαλικά, τζάμια και μικροαντικείμενα, κατεστραμμένος ρουχισμός και έπιπλα, διαλυμένος κήπος και ξεριζωμένα φυτά, καμένα κρεβάτια και κάθε λογής υφάσματα, υπογράμμιζαν διαρκώς τη συμφορά που βίωναν καθημερινά οι ένοικοί του.
Ξαφνικοί θόρυβοι, τριγμοί, αιωρήσεις και εκσφενδονισμοί επίπλων συνέθεταν ένα σκηνικό βγαλμένο από ταινία τρόμου. Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού, κουρασμένοι, αποκαμωμένοι, παντελώς τρομοκρατημένοι. Ανήμποροι να αντιδράσουν, ανίκανοι να καταλάβουν από πού πήγαζε όλο ετούτο το αλλόκοτο μένος. Βουβός φόβος, μόνιμη αγωνία, με μοναδικό αντίδοτο έναν μικρό σταυρό, που κουβαλούσε ο καθένας ευσεβώς επάνω του, μπας και ξορκίσει το κακό.
Το σπίτι φάνταζε κάθε μέρα και χειρότερο. Είχε μετατραπεί σε μια εμπόλεμη ζώνη εναντίον άγνωστων εχθρών. Έδειχνε λεηλατημένο, βομβαρδισμένο, ένα σκέτο ρημαδιό.
Οι αυτόπτες μάρτυρες ήταν πολλοί. Τίποτε πια δεν μπορούσε να σταθεί στη θέση του, πράγμα που έκανε τους ενοίκους, αλλά και τους διάφορους φίλους της οικογένειας, να τρομάζουν και να σταυροκοπούνται ολημερίς.
Γρήγορα και με τη συνδρομή της Αστυνομίας, όμως, έγινε κατανοητό ότι ουδείς επιτήδειος τα προκαλούσε. Αντιθέτως, η πηγή του χαλασμού και του αφανισμού βρισκόταν μέσα στις κάμαρές του.
Μάλιστα, μια βραδιά, ο Διοικητής του Τμήματος Καλλιθέας, κύριος Καρυώτης και ο Υπαστυνόμος κύριος Τσιρώνης, είχαν επισκεφτεί το εν λόγω σπίτι με αστυνομική δύναμη, για να εξακριβώσουν προσωπικώς τι συνέβαινε.
Ακόμη, κανείς τους δεν είχε πεισθεί ότι δεν επρόκειτο περί πράξεων και τεχνασμάτων γειτόνων ή εχθρών της οικογένειας, που ήθελαν να ενσπείρουν ανησυχίες και φόβους. Έτσι, η Αστυνομία έλαβε πολύ αυστηρά μέτρα, ώστε να αποκλείσει κάθε εκδοχή ότι τα μυστηριώδη φαινόμενα τα προξενούσαν διάφοροι επιτήδειοι.
Επομένως, εκείνη τη νύχτα, οι Αστυνομικοί συγκέντρωσαν όλους όσους βρίσκονταν στο σπίτι εκείνη τη στιγμή επάνω στην ταράτσα. Έκλεισαν ερμητικά όλα τα παράθυρα και όλες τις πόρτες με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να διεισδύσει στο εσωτερικό του. Τοποθέτησαν Αστυφύλακες να φρουρούν την αυλή και τα πέριξ.
Ενώ, όμως, ήταν απολύτως σίγουροι ότι τίποτε δε θα συνέβαινε, ξάφνου ένας κονδυλοφόρος από το γραφείο του ιδιοκτήτη φτερούγισε μυστηριωδώς μέχρι την ταράτσα και χτύπησε ελαφρά έναν από τους Αστυνομικούς στο στήθος.
Προφανώς, όπως τουλάχιστον αποφάνθηκαν αργότερα οι επιστήμονες που ασχολήθηκαν σχολαστικά με την υπόθεση, οτιδήποτε διαδραματιζόταν σε εκείνη την αφύσικη σκηνή του παραλόγου, οφειλόταν στον 16χρονο ένοικο του πολυβασανισμένου σπιτιού, τον μικρό Μιχάλη Ανδριανίτη.
Ο νεαρός διέθετε πιθανώς απίστευτες τηλεκινητικές ιδιότητες και κατόρθωνε να μετακινεί μέχρι και τεράστια αντικείμενα, χωρίς να το αντιλαμβάνεται ούτε και ο ίδιος.
Το πόσο μεγάλη ήταν η δύναμη που εξέπεμπε το σώμα του αγοριού, αποδεικνυόταν και από το εξής περιστατικό, το οποίο ανέφεραν και πολλοί φίλοι της οικογένειας, που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες.
Την εποχή που ξεκίνησαν να γίνονται ζημιές και στα τρόφιμα του σπιτιού, είχε γίνει ακατόρθωτο να φάει κανείς με ηρεμία. Πότε τα ποτήρια έπεφταν μόνα τους και έσπαγαν και πότε ράγιζαν τα πιάτα τους. Οι καρέκλες τους έτριζαν και το τραπέζι τους σειόταν εδώ κι εκεί, ενώ συχνά τα μαχαιροπίρουνα ανυψώνονταν και αιωρούνταν. Και πάντα, μα πάντα, τα δοχεία με το γάλα άδειαζαν.
Έτσι, η θεία του Μιχάλη σκέφτηκε να φυλάξει έστω το γάλα μέσα σε μια μεγάλη και βαριά ξύλινη ντουλάπα. Κανείς δεν πίστευε ότι θα συνέβαινε το παραμικρό μετά από τόσες προφυλάξεις. Ξαφνικά, όμως, και προς μεγάλη κατάπληξη των παρευρισκομένων, η τεράστια χειροποίητη ντουλάπα αναποδογύρισε μόνη της, ενώ δε βρισκόταν κανείς κοντά της, κάνοντας έναν εκκωφαντικό γδούπο. Το γάλα χύθηκε στο πάτωμα καυτό.
Μια μέρα, λοιπόν, ένας Αστυνομικός, που εξακολουθούσε να προστατεύει το σπίτι, έκπληκτος για τα όσα παράλογα και ανεξήγητα έβλεπε να συντελούνται στην πολύπαθη οικία, έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα των 10 δραχμών, το άφησε μπροστά του επάνω στο τραπέζι και είπε:
-Μα τω Θεώ! Θα αφήσω τούτο το χαρτονόμισμα εδώ, να δω τι θα γίνει. Θα χαθεί κι αυτό άραγε;
Την ίδια στιγμή το δεκάρικο έγινε άφαντο. Τρελάθηκαν όλοι! Μα πού πήγε μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, ενώ όλοι ήταν παρόντες; Ποιος το πήρε; Και, κυρίως, πώς το πήρε;
Αφού αναστάτωσαν όλο το σπίτι, δωμάτια και αποθήκες, κελάρια και βεράντες, το χαρτονόμισμα βρέθηκε διπλωμένο πολλές φορές, ένα τόσο δα χαρτάκι, μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτάκι, πεταμένο στα σκουπίδια.
Το φαινόμενο αυτό πια έπεισε τον καθένα, ακόμα και την Αστυνομία, ότι όλα τα συμβαίνοντα δεν οφείλονταν σε κάποια εξωτερική ενέργεια φαρσέρ, αλλά στη δύναμη του νεαρού τηλεκινητικού μέντιουμ, του Μιχάλη.
Άλλωστε, είχε ήδη παρατηρηθεί πως τα μυστηριώδη φαινόμενα συνέβαιναν στα σημεία όπου βρισκόταν το αγόρι. Αν ο Μιχάλης ήταν στην τραπεζαρία, τότε τα φαινόμενα σημειώνονταν εκεί. Αν, όμως, έλειπε από το σπίτι, επικρατούσε ηρεμία. Και όταν επέστρεφε, το κακό τον ακολουθούσε.
Τα πρώτα ανεξήγητα περιστατικά ξέσπασαν τον Δεκαπενταύγουστο του 1930. Μα, για πάνω από έξι μήνες, η οικογένεια τα κράτησε μυστικά, για λόγους ευνόητους. Δημοσιοποιήθηκαν, όταν πλέον η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο και οι ιδιοκτήτες του σπιτιού αναγκάστηκαν να επικοινωνήσουν με τον Πρόεδρο της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών, Άγγελο Τανάγρα, ο οποίος συμπέρανε πως ο νεαρός Μιχάλης ήταν ένα πρώτης δυνάμεως τηλεκινητικό μέντιουμ.
Το πόλτεργκαϊστ στην Αγία Ελεούσα της Καλλιθέας ήταν απλά τρομακτικό. Οι επιστήμονες αποφάνθηκαν πως ο έφηβος ένοικός του ήταν ο υποκινητής όλων των σφοδρών δυνάμεων, που κατέστησαν το σπιτικό του ερείπιο μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Ήταν άραγε έτσι; Ή μήπως συνέβαινε και κάτι άλλο;
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 11/03/1931…