Το 1931, οι έρευνες για το Μεταφυσικό, χάρις στην ελληνική Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών, έπαψαν πλέον να είναι αντικείμενο αγυρτείας και προχειρολογίας. Έγκριτοι επιστήμονες, κατόπιν επισταμένων παρατηρήσεων, πείσθηκαν ότι πρέπει όλα τα ψυχικά φαινόμενα να ερευνηθούν υπό το επιστημονικό πρίσμα, για να διαλάμψει η αλήθεια και να χυθεί άπλετο φως στα μυστήρια της τηλεπάθειας, της τηλεκινησία και της διοράσεως.
Εκείνη τη χρονιά, μάλιστα, στο παρισινό συνέδριο των Ψυχικών Ερευνών συμμετείχαν επιστήμονες μεγάλου κύρους: Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί και Αμερικανοί.
Η εφημερίδα “ΒΡΑΔΥΝΗ” κατόρθωσε, χάρις στον Άγγελο Τανάγρα, να εξασφαλίσει συνεντεύξεις με τα καλύτερα μέντιουμ, με τα οποία καθημερινά γίνονταν οι διάφορες συνεδριάσεις. Σκοπός της ήταν να γνωστοποιήσει στο κοινό κάθε λεπτομέρεια των επιστημονικών εκείνων συνεδριάσεων και να εξηγήσει με τον καιρό όλα τα μεταφυσικά φαινόμενα, με τα οποία είχαν καταπιαστεί οι μελετητές.
Το σπίτι στο Αστεροσκοπείο Αθηνών
Στους πρόποδες του λόφου που υψώνεται το Αστεροσκοπείο Αθηνών, στα μέσα Οκτωβρίου του 1931, οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας “ΒΡΑΔΥΝΗ” κατέφτασαν περίεργοι ένα βράδυ σ’ ένα σπίτι στην οδό Ιουλίου Σμιθ 6. Ο Άγγελος Τανάγρας τους είχε ενημερώσει πως εκεί κατοικούσε ένα από τα καλύτερα μέντιουμ της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών, της οποίας ήταν Πρόεδρος.
Το όνομα αυτής της ξεχωριστής γυναίκας ήταν Ευαγγελία Δεληβοριά. Όταν έφτασαν, ο δρόμος ήταν ήσυχος και σκοτεινός. Στην είσοδο του σπιτιού, μυρωδιά λιβανιού τους γαργάλησε τα ρουθούνια.
Η Πόπη Δεληβοριά, αδερφή της Ευαγγελίας, τους πληροφόρησε πως σε λίγο θα μπορούσαν να δουν την αδερφή της. Πραγματικά, σε λίγο τους παρουσιάστηκε μια χαριτωμένη νεαρή, αρκετά πρόσχαρη.
-Λοιπόν, δεσποινίς, είστε μέντιουμ;
-Ναι, είπε ανάλαφρα, με ένα εγκάρδιο χαμόγελο που φανέρωνε αυτοπεποίθηση.
-Και πώς το ανακαλύψατε;
-Να σας πω… Μια μέρα, κοντά μεσημέρι, παίζαμε με την αδερφή μου. Εκείνη στ’ αστεία μου είπε: “Θα σε κοιμίσω”. Εγώ, γελώντας, της απάντησα: “Αν τα καταφέρεις, θα σου πω μπράβο”. Ξέχασα να σας πως πως η αδερφή μου εκείνη την ημέρα διάβαζε για τα μέντιουμ και τους υπνωτιστές και είχε επηρεαστεί. Για να μην τα πολυλογούμε, κατόρθωσε να με κοιμίσει. Ούτε κι εγώ ξέρω πώς. Μόλις με πήρε ο ύπνος, άρχισα να λέω πράγματα που της έκαναν κατάπληξη. Η μητέρα μου που άκουσε τα πάντα, έτρεξε στον γιατρό μας, τον κύριο Αισωπίδη. Εκείνος, άνθρωπος μορφωμένος, που είχε ασχοληθεί και με τον Πνευματισμό, καθησύχασε τη μητέρα μου και τη βεβαίωσε πως αυτό ήταν ένα δώρο θεϊκό. Μας σύστησε να πάμε στον κύριο Τανάγρα. Μια μέρα με πήρε η μητέρα μου και πήγαμε να τον συναντήσουμε. Αφού ασχολήθηκε μαζί μου ο ίδιος και η ομάδα του, πείστηκαν πως είχαν να κάνουν με ένα αληθινό μέντιουμ.
-Κι ο Άγιος Νεκτάριος που είναι πάνω από το πιάνο σας;
-Ε, τι με αυτό; Ο πατέρας μας, άλλωστε, είναι πολύ θρήσκος. Δε σας μύρισε λιβάνι;
-Ναι. Θα μπορούσατε να μας πείτε μερικές επιτυχίες σας;
-Εγώ προσωπικά δε θα μπορούσα. Πέφτω σε ύπνωση και δε θυμάμαι αυτά που λέω. Όμως, θα μπορούσε να σας αφηγηθεί κάτι η αδερφή μου.
-Ωραία, θα σας εξιστορήσω εγώ μια σπουδαία περίπτωση, με την οποία έμεινε κατάπληκτος και ο ίδιος ο κύριος Τανάγρας, απάντησε η Πόπη Δεληβοριά.
Το καΐκι με το πολύτιμο εμπόρευμα
-Ένα βράδυ ήρθε στο σπίτι μας ένας πολύ γνωστός και πλούσιος έμπορος, ο κύριος Κ.Τ., για να συμβουλευτεί την αδερφή μου για την εξής υπόθεση: είχε ναυλώσει ένα καΐκι, στο οποίο είχε φορτώσει ακριβότατο εμπόρευμα. Το καΐκι ξεκίνησε από τη Ρόδο. Σε κάθε λιμάνι που έπιανε του τηλεγραφούσαν οι άνθρωποί του. Τελευταίως, είχε πολλές μέρες να μάθει νέα τους και ήταν φανερά ανήσυχος. Φοβόταν μήπως τους έτυχε κάποια συμφορά. Αφού υπνώτισα την Ευαγγελία, εκείνη ευθύς άρχισε να μας λέει:
-Βλέπω το καΐκι… Δεν έχει πανιά. Α, είναι αραγμένο. Τίποτε το σοβαρό. Βλέπω κι ένα βαρέλι. Τους ρωτώ να μου πουν τι έχει, μα δε μου λένε. Χμ, σαρδέλες!
Ο έμπορος απόρησε. Ήξερε ότι ήταν αδύνατον να μεταφέρει κάτι τέτοιο. Το είπε στην Ευαγγελία, μα εκείνη επέμενε. Τέλος, ανακοίνωσε στον έμπορο πως δε χρειαζόταν να ανησυχεί άλλο και πως σε λίγες μέρες θα μάθαινε νέα τους.
Πράγματι, σε λίγες μέρες ο έμπορος επέστρεψε περιχαρής για να ευχαριστήσει την Ευαγγελία. Όλα έγιναν όπως τα είχε πει και όντως το καΐκι μετέφερε κι ένα βαρέλι με σαρδέλες, δώρο από κάποιον στον καπετάνιο του πλοίου.
Το αυτοκίνητο με τα σβηστά φώτα
-Μήπως έχετε και κάποια άλλη ιστορία να μας αφηγηθείτε;
-Φυσικά. Ένα βράδυ, λοιπόν, κατέφτασε στο σπίτι μας με πολλές προφυλάξεις μια κυρία, για να συμβουλευτεί την αδερφή μου για κάποιο σημαντικό της ζήτημα. Την ώρα που η Ευαγγελία ήταν υπνωτισμένη, ακούσαμε τον θόρυβο της μηχανής ενός αυτοκινήτου. Ύστερα, την κόρνα. Της κυρίας της φάνηκε ότι ήταν το όχημα κάποιου γνωστού της που την παρακολουθούσε. Τρόμαξε. Ήταν έτοιμη να φύγει. Φοβόταν, όμως. Το αυτοκίνητο είχε σταθμεύσει ακριβώς έξω από την πόρτα μας. Είχε σβηστά τα φώτα. Από το παράθυρο ήταν αδύνατον να διακρίνουμε ποιος ήταν μέσα. Η κυρία, όμως, έπρεπε πια να φύγει. Η ώρα περνούσε κι εκείνη αδημονούσε. Τη στιγμή εκείνη αποφασίσαμε να μας πει το μέντιουμ. Αφού η Ευαγγελία υπνωτίστηκε, χαμογέλασε και μας είπε ότι δεν συνέτρεχε λόγος ανησυχίας και ο κύριος με το αυτοκίνητο ήταν απλώς ο γιατρός, ο κύριος Αισωπίδης. Πράγματι, ανοίξαμε το παράθυρο και είδαμε τον γιατρό.
Η πρώτη πνευματιστική δοκιμή
Οι δημοσιογράφοι επιθυμούσαν να υποβάλουν την Ευαγγελία σε μια πρώτη πνευματιστική δοκιμή. Έτσι, κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα της, διόρθωσε τα μαλλιά της και τους χαμογέλασε. Η αδερφή της, η Πόπη, στάθηκε από πάνω της, κοιτάζοντάς την ζωηρά. Σε λίγο της είπε:
-Κοιμήσου, έλα, κοιμήσου… Πες στον κύριο τι βλέπεις.
-Μπαίνω σ’ ένα αυτοκίνητο. Α, τι μεγάλο που είναι… Είμαι σε μια πλατεία τώρα… Δέντρα, δέντρα… Πολλά… Πάλι σ’ ένα αυτοκίνητο. Ένας δρόμος, ένα γεφύρι, μια ανηφοριά… Να, ένα σπιτάκι. Πλησιάζουμε. Κάτω μια ρεματιά… Σταματάμε… Περνώ μια πόρτα με κάγκελα… Μάρμαρα… Κάτι σκάλες… Ένα δωμάτιο, μια γυναίκα…
-Πώς είναι αυτή η γυναίκα;
-Κάθεται στον κήπο. Δεν είναι μόνη. Έχει και μια γάτα μαζί. Στον μυαλό της είναι οι έρωτες… Ο άντρας που είναι κοντά της δεν πρέπει να πάει στο γραφείο του… Δεν είναι σοβαρό… Μια στεναχώρια…
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 18/10/1931…