“Το πνεύμα του μακαρίτη του αδελφού σου μου είπε ότι ο τρομερός τούτος πόλεμος δε θα κρατήσει για πολύ ακόμα…”
Η περίεργη αυτή φράση περιεχόταν σ’ ένα γράμμα, το οποίο κάποια Γαλλίδα μητέρα έστελνε στον άλλο της γιο, που πολεμούσε στο Μέτωπο κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τον καιρό εκείνο, η λογοκρισία του ταχυδρομείου είχε εντοπίσει πολλές παρόμοιες επιστολές που μιλούσαν για πνεύματα, για ψυχές και για το επικείμενο τέλος εκείνης της θηριωδίας, που είχε συμπαρασύρει στον όλεθρο την Ευρώπη.
Και το μυστήριο ήταν πως όλα τα γράμματα προέρχονταν από το ίδιο μέρος της Γαλλίας. Κάτι συνέβαινε, λοιπόν, δίχως άλλο! Κάτι το ύποπτο. Και αυτό ανέλαβε να το εξακριβώσει ένας πράκτορας της γαλλικής Αντικατασκοπείας.
Είχαν περάσει τρία χρόνια από την έναρξη του πολέμου. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, το δρεπάνι του Χάρου είχε θερίσει αμέτρητα νεανικά κορμιά, ενώ η πείνα και η δυστυχία είχαν βυθίσει σε απόγνωση τους άμαχους πληθυσμούς.
Τότε, οι Γερμανοί σκέφτηκαν να μεταχειριστούν ένα αποτελεσματικό, όσο και σατανικό μέσον, για να μπορέσουν να συντρίψουν τη Γαλλία, που αντιστεκόταν σθεναρά. Ξεκίνησαν, επομένως, μια εντατική προπαγάνδα, με σκοπό να κάνουν του Γάλλους στρατιώτες να χάσουν το ηθικό τους. Συγχρόνως, προσπαθούσαν να δημιουργήσουν σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Γαλλίας μια ατμόσφαιρα απογοήτευσης και αποδοκιμασίας εναντίον του πολέμου.
Μολονότι η ψυχική αντοχή και το ηθικό τους έμοιαζαν αλύγιστα, ωστόσο η γαλλική Αντικατασκοπεία θεώρησε καλό να λάβει τα μέτρα της. Και μεταξύ των άλλων, φρόντισε να εξακριβώσει τι μυστήριο κρυβόταν πίσω από τα παράδοξα και ύποπτα γράμματα, που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Για να αρχίσει τις ενέργειές του ο Κέλλερ, όπως ονομαζόταν ο πράκτορας της Υπηρεσίας Αντικατασκοπείας της Γαλλίας, ο οποίος είχε αναλάβει να διαφωτίσει το μυστήριο, έπρεπε πρώτα να μάθει τη διεύθυνση της μητέρας εκείνης, που είχε στείλει γράμμα στον γιο της. Αν και ο Κέλλερ είχε ζητήσει τις σχετικές πληροφορίες από την Υπηρεσία Λογοκρισίας, η απάντηση που τόσο ανέμενε, αργούσε πολύ να φτάσει.
Εν τούτοις, ο Κέλλερ, μετά από αρκετούς κόπους, κατόρθωσε να ανακαλύψει μόνος του ποια ήταν η μητέρα αυτή. Κι όταν πήγε να την επισκεφτεί στην επαρχία της, βρέθηκε μπροστά σε μια αγαθή κυρία, πρόθυμη να τον εξυπηρετήσει σε οτιδήποτε ήθελε.
Πάνω στη συζήτηση, λοιπόν, η καλοσυνάτη γυναίκα ομολόγησε κοκκινίζοντας στον πράκτορα ότι τον τελευταίο καιρό είχε επιδοθεί στον πνευματισμό. Σε αυτό, όμως, δεν έφταιγε εντελώς η ίδια, όπως παραδέχτηκε. Στο σπίτι κάποιας φίλης της είχε γνωριστεί με κάποια κυρία, η οποία την είχε προσκαλέσει να παρευρεθεί σε μερικές πνευματιστικές συνεδριάσεις. Επηρεασμένη από τη ευγλωττία και από το ευγενικό παρουσιαστικό της, αποδέχτηκε την πρόσκλησή της και είχε μείνει ενθουσιασμένη με όσα είδε και άκουσε εκεί.
Από τότε, κάθε Σάββατο συμμετείχε ανελλιπώς στις πνευματιστικές συνεδριάσεις που γίνονταν στο σπίτι του μέντιουμ. Τα λίγα άτομα που έπαιρναν μέρος, γυναίκες ως επί το πλείστον, είχαν χάσει κάποιον δικό τους στον πόλεμο και λαχταρούσαν να ακούσουν το πνεύμα του αγαπημένου τους νεκρού να τους μιλάει.
Ο Κέλλερ έκρινε περιττό κι αδύνατο ίσως να πείσει την ευγενική κυρία ότι όλη αυτή η ιστορία των πνευμάτων δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια χονδροειδής απάτη. Καταλάβαινε, ωστόσο, ότι οι πνευματιστικές αυτές συγκεντρώσεις είχαν κάποιο καταχθόνιο σκοπό, τον οποίο αποφάσισε να ερευνήσει εξονυχιστικά. Έτσι, ζήτησε από τη γυναίκα να τον πάρει μαζί της την επόμενη φορά.
Την άλλη μέρα, που ήταν Σάββατο, δηλαδή η καθορισμένη ημέρα για το πνευματιστικό ραντεβού με το μέντιουμ, ο Κέλλερ βρισκόταν εκεί κατά τις 10 το βράδυ. Περίπου δεκαπέντε γυναίκες ήταν μαζεμένες σε μια μεγάλη σάλα του ισογείου.
Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα το μέντιουμ, η κυρία δηλαδή που διοργάνωνε τις συνεδριάσεις εκείνες. Όταν ο πράκτορας την αντίκρισε, είδε ότι έμοιαζε καταπληκτικά με τη διαβόητη Γερμανίδα κατάσκοπο Ζαν Κρέικ. Θυμόταν καλά το πρόσωπο εκείνο με την καμπυλωτή μύτη, τα ψυχρά γαλάζια μάτια και το μυτερό σαγόνι. Ο Κέλλερ την είχε δει αρκετές φορές σε μια φωτογραφία κολλημένη στη “Μαύρη Βίβλο των Συμμάχων”, που ήταν ένας κατάλογος, ο οποίος περιείχε τα ονόματα και τις φωτογραφίες όλων των γνωστών Γερμανών κατασκόπων.
Η επικίνδυνη εκείνη γυναίκα ανήκε στη γερμανική κατασκοπεία για πολλά χρόνια και είχε συμμετάσχει σε διάφορα σχέδια. Ο πράκτορας έσπαγε το κεφάλι του να βρει τι ρόλο έπαιζε η Γερμανίδα σε εκείνη την επαρχία της Γαλλίας και τι σατανικούς σκοπούς είχε.
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει τις βασανιστικές του σκέψεις, επειδή η συνεδρίαση ξεκίνησε αμέσως. Οι κυρίες είχαν καθίσει γύρω από ένα τραπέζι, σχηματίζοντας τη γνωστή αλυσίδα των πνευματιστών. Έπειτα, το ηλεκτρικό φως έσβησε και η μεγάλη σάλα έμεινε αμυδρά φωτισμένη μόνο από την αδύναμη κίτρινη λάμψη που σκορπούσε ένα παράξενο δοχείο από πορσελάνη, μέσα στο οποίο έκαιγαν διάφορες αρωματικές ουσίες.
Μέσα στο σκιόφως αυτό, δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει παρά τις σκοτεινές σιλουέτες των γυναικών, που ήταν συγκεντρωμένες γύρω από το μεγάλο τραπέζι.
Ο Κέλλερ πλησίασε κι αυτός και κάθισε στη θέση του. Έξαφνα, μέσα στη σιωπή, ακούστηκε η μεταλλική φωνή του μέντιουμ, που έλεγε με παράξενο τόνο:
-Υπάρχει κάποιος ανάμεσά μας που πρέπει να φύγει! Κάποιος που έχει στον νου του κακούς σκοπούς!
Και την ίδια στιγμή, το μέντιουμ σηκώθηκε γρήγορα όρθιο, ανασήκωσε με πρωτοφανή δύναμη από τη μια άκρη το πελώριο τραπέζι και το έριξε πάνω στον Κέλλερ. Το απότομο χτύπημα ζάλισε τον πράκτορα και τον πέταξε από την καρέκλα του στο πάτωμα. Οι κυρίες άρχισαν να φωνάζουν τρομαγμένες και να τρέχουν δεξιά κι αριστερά μέσα στο δωμάτιο. Μέσα στην οχλοβοή αυτή ακούστηκε ένα γέλιο σατανικό κι αμέσως μετά ο κρότος μιας πόρτας που έκλεινε απότομα.
Όταν ο Κέλλερ συνήλθε από τη ζάλη του και μπόρεσε να σταθεί όρθιος, έψαξε σε όλο το σπίτι για να βρει το υποτιθέμενο μέντιουμ, την τετραπέρατη Γερμανίδα κατάσκοπο Ζαν Κρέικ. Αλλά είχε γίνει άφαντη.
Ανακρίνοντας τις υπόλοιπές γυναίκες, ο πράκτορας έμαθε πως στις πνευματιστικές συνεδριάσεις παρουσιάζονταν δήθεν τα πνεύματα των μεγάλων Στρατηγών της Ιστορίας και των νεκρών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία αναθεμάτιζαν τον πόλεμο κι έλεγαν τάχατες πως οι στρατιώτες θα έπρεπε να πετάξουν τα όπλα τους, για να ξαναέρθει στον κόσμο η πολυπόθητη ειρήνη.
Ο πράκτορας έκανε έρευνα στο σπίτι της κατασκόπου και ανακάλυψε διάφορα έντυπα και έγγραφα, αλλά η ίδια είχε καταφέρει να ξεφύγει. Τουλάχιστον, το διαβολικό της έργο δεν είχε προφτάσει να φέρει καταστροφικά αποτελέσματα.
Ο πνευματισμός και η κατασκοπεία είχαν μπερδευτεί περίεργα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πολλοί ήταν εκείνοι που κατέφευγαν σε μέντιουμ, προκειμένου να επικοινωνήσουν με τους αγαπημένους τους νεκρούς, αλλά αυτή η επιθυμία τους είχε γίνει όπλο στα χέρια της εχθρικής προπαγάνδας.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 02/10/1932…