Το 1932, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, δημοσίευσε μια σειρά εξαιρετικά ενδιαφερόντων άρθρων, με θέμα “Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας”.

Τούτο που ακολουθεί είναι το ένατο άρθρο, που αναφέρεται στη συγκλονιστική ιστορία του κάστρου του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.
Η Ξανθή Λογοθέτη, λοιπόν, γύρισε και κοίταξε τον άνθρωπο, που μόλις μπήκε στο κελί, που την είχαν ρίξει οι στρατιώτες. Ήταν ο Giordano Aquilio, ο Βενετσιάνος φρούραρχος του κάστρου του Μπούρτζι.
Ο φρούραρχος προχώρησε αργά προς το μέρος της και στάθηκε απέναντί της. Η κορμοστασιά του δε μαρτυρούσε πλέον τον ίδιο αγέρωχο Αξιωματικό. Κάποια μεγάλη μεταβολή είχε συμβεί μέσα του εντός λίγων ωρών και αυτή η μεταβολή είχε γλυκάνει κάπως την πάντοτε αγριωπή του όψη. Η Ξανθή, δε, από έμφυτη υπερηφάνεια, όρθωσε το ανάστημά της και περίμενε να ακούσει τι ήθελε, κοιτάζοντάς τον κατάματα.
Κι αφού πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα, σε τόνο που πάσχιζε να τον κάνει σταθερό, της είπε:
-Ξέρω πως είσαι η Ξανθή Λογοθέτη, η κόρη του άρχοντα Ιωάννη Λογοθέτη. Εσύ, όμως, ξέρεις γιατί έχεις συλληφθεί;
-Δεν ξέρω, αλλά αδιαφορώ και να μάθω. Μου αρκεί που συνελήφθην. Μα, θα ήθελα μόνο να ρωτήσω από πότε οι ευγενείς Βενετσιάνοι Αξιωματικοί συλλαμβάνουν Ελληνίδες κόρες, που το μόνο ίσως κακό που κάνουν είναι να μένουν στα σπίτια τους, για να περιποιούνται τα λουλούδια του κήπου τους; είπε η Ξανθή.
-Τι σε περιμένει, δεν μπορώ να σου το πω. Κάτι άλλο, όμως, θέλω να μάθω. Αν σε απάλλασσα από κάθε κατηγορία και σε έσωζα από την τρομακτική ποινή, που σου επιφυλάσσεται, θα δεχόσουν να γίνεις γυναίκα μου; ρώτησε ο Giordano Aquilio, με τα μάτια κατεβασμένα.
Η νεαρή τον κοίταζε κατάπληκτη. Ποτέ της δεν περίμενε ν’ ακούσει παρόμοια πρόταση. Απάντησε, δίχως να διστάσει:
-Δεν ξέρω, αν για να φτάσει η φιλοδοξία σας εκεί που επιθυμείτε, έπρεπε να χρησιμοποιήσετε ως μέσο τη σύλληψή μου. Πάντως, μία είναι η αλήθεια. Το τέχνασμά σας αυτό, ούτε τίμιο, ούτε ηθικό είναι! Στα μάτια μου είστε άνανδρος! Είμαι έτοιμη να αποδεχτώ όποια ποινή μου επιβάλλετε.
-Μα, δε λυπάσαι τον εαυτό σου; ψιθύρισε ντροπιασμένος ο σπουδαίος, κατά τ’ άλλα, Βενετσιάνος φρούραρχος.
-Όχι, αφού δεν πρόκειται να σώσω τον εαυτό μου με τη λύση που προτείνατε, αποκρίθηκε υπερήφανα η Ξανθή.
-Τα νιάτα σου δεν τα λυπάσαι; ξαναρώτησε ξέπνοα ο Giordano.
Η κοπέλα δεν απάντησε, μόνο έστρεψε το κεφάλι της απ’ την άλλη, φανερά αηδιασμένη. Τότε, ο φρούραρχος απομακρύνθηκε με βήμα αργό και ψυχή νεκρωμένη. Έσυρε πίσω του τη βαριά πόρτα του κελιού της και εξαιρετικά βαρύθυμος, άρχισε να κατεβαίνει αργά τα σκαλιά του πύργου.

Τις ώρες εκείνες, ο άρχοντας Ιωάννης Λογοθέτης ήταν βυθισμένος στο μεγαλύτερο πένθος. Μόλις πληροφορήθηκε τη σύλληψη της κόρης τους από τους Βενετούς, με την αγωνία στην καρδιά και τρεμάμενα μέλη, κατευθύνθηκε στο Διοικητήριο. Αλλά εκεί κανείς δεν τον δέχτηκε. Οι φρουροί, εφαρμόζοντας τις διαταγές που είχαν, τον απέπεμψαν, γελώντας με τον πόνο και την τραγωδία τούτου του δυστυχή πατέρα.
Κι ύστερα πάλι, όταν θέλησε να επιβιβαστεί σε κάποιο πλοίο, για να περάσει απέναντι στο ζοφερό Μπούρτζι, οι σκοποί του λιμανιού τον εμπόδισαν ξανά, όπως είχαν διαταχθεί από τους προϊσταμένους τους. Μην έχοντας τι άλλο να κάνει, επέστρεψε στο σπίτι του, ανέβηκε στο δωμάτιό του και σωριάστηκε σ’ ένα κάθισμα. Με τα χέρια του βαστούσε το κεφάλι του, δαγκώνοντας τα χείλη του. Άφησε απλά τον εαυτό του να κυλήσει στο πάτωμα κι έμεινε εκεί, κυλισμένος καταγής, μέχρι το πρωί.
Για την όμορφη Ξανθή, ξημέρωσε η τελευταία, η στερνή, η πιο πικρή ημέρα της σύντομης ζωής της. Όλη νύχτα πελαγοδρομούσε μες στις σκέψεις της, βουτηγμένη στον ανείπωτο πόνο της, νηστική και διψασμένη, μέχρι που έπεσαν πάνω της οι πρώτες αχτίδες του ήλιου.

Ξάφνου, μια οχλαγωγία έσπασε τη μελαγχολική σιγή. Βήματα πολλών ανθρώπων, που ανέβαιναν γοργά τα πέτρινα σκαλοπάτια του πύργου. Η Ξανθή έσιαξε, κατά πώς είχε μάθει μια ζωή, το φόρεμα και τα μαλλιά της και περίμενε. Η πόρτα του κελιού άνοιξε διάπλατα και πέντε στρατιώτες πάνοπλοι εισέβαλαν μέσα.
-Ακολούθησέ με! πρόσταξε ο επικεφαλής των στρατιωτών Αξιωματικός.
-Τόσοι πάνοπλοι στρατιώτες για μια ανυπεράσπιστη γυναίκα! κάγχασε ειρωνικά η νεαρή Ελληνοπούλα και ευθύς προχώρησε προς την έξοδο.
Οι στρατιώτες τάχθηκαν δεξιά και αριστερά της και με αυτή την τάξη, την οδήγησαν στην πύλη της εισόδου, εκεί στο τρομερό Μπούρτζι. Στην πύλη, την περίμεναν κι άλλοι στρατιώτες και ανάμεσά τους, με το βλέμμα πάντα χαμηλωμένο, ο Βενετσιάνος φρούραρχος, ο Εξοχότατος Giordano Aquilio.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 19/10/1932…








