Σε αυτό το πέμπτο άρθρο, που αναφέρεται ενδελεχώς στο στοιχειωμένο κάστρο του Μπούρτζι στο Ναύπλιο, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, σε μια σειρά εξαιρετικά ενδιαφερόντων άρθρων, με τίτλο “Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας”, μας παρουσιάζει τη συνέχεια της ιστορίας του.
-Θυμάσαι, Γιάννη, τι μας είπε η άγνωστη φωνή; ρώτησε ο μπάρμπα-Θόδωρος τον σύντροφό του,
-Ναι, ότι στα υπόγεια, κάτω απ’ τον μεγάλο πύργο, θα βρούμε το μυστικό, που δε γνωρίζουμε ακόμη, απάντησε ο Γιάννης στωικά.
-Ας δοκιμάσουμε να το αποκαλύψουμε, είπε πάλι ο Θόδωρος.
Ο Γιάννης δεν έφερε αντίρρηση και σε λίγο, οι δύο σύντροφοι περνούσαν απ’ τον έναν πύργο, στον οποίο διέμεναν, στον άλλον, που υψωνόταν καταμεσής του κάστρου. Την εποχή εκείνη, οι πολεμίστρες ήταν κλεισμένες κι έτσι, οι δυο δήμιοι δεν μπορούσαν να βλέπουν τη θάλασσα. Σήκωναν μόνο το κεφάλι κι έβλεπαν τον ουρανό, που ήταν μια πλάκα μολυβιού πέρα ως πέρα στον ορίζοντα.
Κάτω απ’ τον πύργο υπήρχαν δυο στρογγυλά κελιά και από αυτά, μια πέτρινη ελικοειδής σκάλα οδηγούσε στα υπόγεια του Μπούρτζι. Οι δυο δήμιοι άναψαν ένα φανάρι κι άρχισαν να κατεβαίνουν. Η φλόγα φώτιζε αμυδρά τα μουχλιασμένα σκαλοπάτια κι άφηνε κατασκότεινο το βάθος.
Η κάθοδος συνεχιζόταν για κάμποση ώρα, καθώς είχαν να κατεβούν περισσότερα από τριακόσια σκαλοπάτια, για να φτάσουν στα υπόγεια, στα οποία ζήτημα ήταν αν είχαν κατεβεί ποτέ οι δύο σύντροφοι.
Μόλις έφτασαν, αναρωτήθηκαν:
-Και τώρα, τι κάνουμε;
-Θα κοιτάξουμε καλά κάθε γωνιά, κάθε σπιθαμή και κάθε πέτρα, τους τοίχους και το πάτωμα, μήπως και ανακαλύψουμε το μυστικό, που μας είπε η φωνή του φαντάσματος, αποκρίθηκε ο Γιάννης.
Αφού έψαξαν προσεκτικά και δε βρήκαν τίποτε για τόση ώρα, άρχισαν να απογοητεύονται ότι μάταια μπήκαν σε τέτοιο κόπο. Ξάφνου, ο Θόδωρος αναφώνησε:
-Μα, τι είναι τούτο εδώ;
Πράγματι, ο Γιάννης πλησίασε στο σημείο που του έδειχνε ο Θόδωρος και είδε στη μέση του νοτισμένου πέτρινου δαπέδου έναν μεγάλο μεταλλικό κρίκο, στερεωμένο σε μια πλάκα. Πάλεψαν και οι δυο πολλή ώρα, μέχρι να κατορθώσουν να την ανασηκώσουν. Τότε, πρόβαλλε στα μάτια τους μια ακόμη πέτρινη σκάλα, που κατέβαινε ακόμη βαθύτερα, σε ένα μικρό δωματιάκι.
-Τι λες; Κατεβαίνουμε; ρώτησε ο μπάρμπα-Γιάννης.
-Κατεβαίνουμε, απάντησε αποφασιστικά ο μπάρμπα-Θόδωρος.
Το δωμάτιο ήταν τόσο μικρό, που μετά βίας μπορούσαν να κουνήσουν τα μέλη τους εκεί μέσα. Γι’ αυτό, στάθηκαν στα χαμηλότερα σκαλιά κι έφεγγαν με το φανάρι, για να βλέπουν καλύτερα. Τεράστιες αράχνες έπεφταν από την οροφή στο δάπεδο και σε μια γωνιά, είδαν κάτι αναπάντεχο, που τους έκαμε να ανατριχιάσουν. Ένας σκελετός, ανάμεσα σ’ έναν σωρό από χρυσοστολισμένα ράκη. Ο νεκρός, που είχε γίνει μια μάζα από άμορφα οστά, θα είχε ριχθεί ντυμένος και με το πέρασμα του χρόνου, τα κομψά και βαρύτιμα ενδύματά του είχαν μετατραπεί σε απαίσια κουρέλια.
Οι δύο δήμιοι σιωπούσαν για αρκετά λεπτά, ανήμποροι και να κινηθούν. Τέλος, ο Θόδωρος έσπασε τη σιγή, ψιθυρίζοντας:
-Ποιος να ήταν άραγε τούτος ο δυστυχής; Τι μυστήρια κρύβει αυτό εδώ το κάστρο…
Κι ο Γιάννης, σαν να ξαναβρήκε τον εαυτό του, πλησίασε θαρρετά και ύψωσε το φανάρι πάνω από τον σκελετό. Οι δέσμες του ασθενικού φωτός έπεσαν πάνω στο κρανίο. Και τι περίεργο, αλήθεια, ήταν εκείνο το κρανίο! Είχε ένα μέτωπο φοβερά εξογκωμένο και δύο θεόρατες κόγχες ματιών. Σκιάχτηκε και πισωπάτησε ένα βήμα.
Ξάφνου, διέκρινε κάτι παράξενο. Κάτω από τον σωρό τον οστών και ανάμεσα στα χρυσοστολισμένα κουρέλια, άσπριζαν μερικά φύλλα χαρτιού, εμφανώς πολυκαιρισμένα. Ο Γιάννης τα μάζεψε σχεδόν ευλαβικά κι είδε ότι τα φύλλα αυτά ήταν γραμμένα από τη μια μεριά με κόκκινο μελάνι, αλλά η γλώσσα τού ήταν άγνωστη. Στην αρχή κάθε φύλλου, ήταν τυπωμένο ένα λιοντάρι, παρόμοιο με εκείνα που ήταν χαραγμένα και στο Μπούρτζι και στο Παλαμήδι και στην Ακροναυπλία.
-Σίγουρα στα χαρτιά αυτά θα βρούμε το μυστικό, για το οποίο μας πληροφόρησε το φάντασμα. Ας ανεβούμε στα κελιά μας, πνίγομαι εδώ μέσα. Μα, ας πάρουμε μαζί μας και το σπαθί του νεκρού, είπε ο Γιάννης και ο Θόδωρος ακολούθησε, σύμφωνος απολύτως.
Όταν βρέθηκαν πια στο κάτω κελί του πύργου, περιεργάζονταν τα παράξενα χαρτιά που άντεξαν στον χρόνο, σαν να είχαν κάτι σημαντικό να πουν και εξέταζαν προσεκτικά το παλαιό σπαθί, που βρήκαν στο μυστικό εκείνο δώμα του υπογείου. Είχε ολόχρυση λαβή και πάνω στο ατσάλι του, ήταν χαραγμένο κομψά ένα στέμμα και δυο υπερμεγέθη κεφαλαία γράμματα, δεμένα σ’ ένα σύμπλεγμα καλλιγραφικό.
Το επόμενο πρωί, όταν καταλάγιασε πια η θαλασσοταραχή, ο ένας από τους δημίους πήρε τη βάρκα και τράβηξε για το Ναύπλιο αντίκρυ. Εκεί, όπως ήταν υποχρεωτικό για τους δημίους, ζήτησε, σαν πάντα, δύο στρατιώτες και συνοδευόμενος από αυτούς, κίνησε για το σπίτι ενός γνωστού του, που ήξερε να γράφει και να ομιλεί ξένες γλώσσες. Του έδωσε τα χαρτιά και του γύρεψε να τα διαβάσει.
Τα παλαιά αυτά φύλλα χαρτιού, γραμμένα στα ιταλικά, ήταν, επί της ουσίας, μια έκθεση ενός Βενετσιάνου Αξιωματικού, που υπήρξε κάποτε φρούραρχος στο Μπούρτζι.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 14/10/1932…