Το 1932, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, δημοσίευσε μια σειρά εξαιρετικά ενδιαφερόντων άρθρων, με θέμα “Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας”.
Τούτο που ακολουθεί είναι το έκτο μέρος της συγκλονιστικής ιστορίας του Κάστρου του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.
Τα παλιά χαρτιά, λοιπόν, που είχαν βρει οι δυο δήμιοι στα υπόγεια δώματα του Μπούρτζι, ήταν σημειώσεις ενός Βενετσιάνου Αξιωματικού, που υπήρξε φρούραρχος του κάστρου, την εποχή της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα.
Στις σημειώσεις του αυτές, ανέφερε, υπό μορφή επίσημης έκθεσης, ένα περιστατικό, το οποίο έμοιαζε με παραμύθι. Και όσοι θα το διάβαζαν, θα ήταν σίγουροι πως διάβαζαν ένα παραμύθι, αν δεν το υπέγραφε ο σημαντικός εκείνος άνθρωπος της Βενετίας, ο Giordano Aquilio.
Μα, δυστυχώς τα χειρόγραφα αυτά, τα οποία θα έπρεπε να έχουν διατηρηθεί ως ιστορικά κειμήλια, δεν τα πήρε ο δήμιος πίσω, αλλά τα άφησε έκθετα στα χέρια εκείνου, που τα διάβασε πρώτος κι έκτοτε, χάθηκαν, χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί. Το παράξενο περιστατικό, όμως, που εξιστορούσαν, κοινολογήθηκε και από τους δημίους και από τους γνωστούς τους κι έτσι, διατηρήθηκε ζωντανό στην ανάμνηση μερικών γερόντων Ναυπλιέων, από τους οποίους το πληροφορήθηκε και ο Χρήστος Αγγελομάτης.
Όπως είχε προαναφερθεί, μετά το συνολικό χτίσιμο όλου του φρουρίου του Μπούρτζι, άρχισε και το χτίσιμο της μνημειώδους πύλης της κεντρικής του εισόδου, που επρόκειτο να φέρει υπερήφανα στο υπέρθυρο το μεγάλο λιοντάρι της Βενετίας, σύμβολο της δύναμης και της ισχύς της. Πεντακόσιοι εργάτες και εκατό Έλληνες, αλλά και Βενετσιάνοι μάστορες, σχεδίαζαν και πελεκούσαν τις πελώριες τετράγωνες πέτρες, που μεταφέρονταν απ’ το αντικρινό Ναύπλιο. Μα, ό,τι έχτιζαν την ημέρα, το βράδυ κατέρρεε μ’ έναν τρομακτικό πάταγο και ξανά πάλι απ’ την αρχή…
Εκ πρώτοις, οι Βενετοί υπέθεσαν ότι οι Έλληνες σκλάβοι τους κατακρήμνιζαν τους τοίχους και τις κολόνες ως δολιοφθορά και γι’ αυτό, δίχως να διεξάγουν καμιά απολύτως έρευνα, άρπαξαν δυο τυχαίους εργάτες και τους κρέμασαν απ’ τα άλμπουρα των καραβιών τους προς σωφρονισμό των υπολοίπων. Μάλιστα, εξέδωσαν και μια προκήρυξη, που έλεγε ότι αν εξακολουθούσε να συμβαίνει το ίδιο και την επόμενη ημέρα, θα κρεμούσαν κι άλλους τέσσερις Έλληνες εργάτες. Μα, δυστυχώς, και την άλλη μέρα, οι δύο κολόνες της κεντρικής πύλης, που είχαν θεμελιωθεί με πολύ κόπο, βρέθηκαν χαλάσματα καταγής.
Περνούσαν οι μέρες και ό,τι χτιζόταν με μόχθο, κατέληγε σε συντρίμμια. Οι Βενετσιάνοι συνέχιζαν τις τυφλές τιμωρίες των Ελλήνων, κρεμώντας τους απ’ τα άλμπουρα και οι δυστυχείς εργάτες, κάθε νύχτα, γονάτιζαν ευλαβικά και παρακαλούσαν τον Θεό να μη βρεθεί πάλι γκρεμισμένη η εργασία της προηγούμενης ημέρας. Μα, του κάκου… Κάθε που βράδιαζε, ένα μυστηριώδες άγνωστο χέρι, το κακόβουλο στοιχειό του κάστρου εκεί στο Μπούρτζι, προστατευμένο απ’ το σκοτάδι, σκόρπιζε τις πέτρες των κιόνων σε σωρούς.
Οι Βενετοί, τότε, μάζεψαν ξανά στα τυφλά είκοσι παλικάρια Ελληνόπουλα και τα κρέμασαν στις πολεμίστρες ολόγυρα, έτσι, για παραδειγματισμό. Όμως, είχαν αρχίσει να προβληματίζονται. Μήπως συνέβαινε και τίποτε άλλο, που δεν το είχαν αντιληφθεί;
Γι’ αυτό, οι Αξιωματικοί τους, χωρίς να πουν τίποτα σε κανέναν, τοποθέτησαν ισχυρή φρουρά στο μέρος, που χτιζόταν τόσον καιρό η πύλη, ώστε να μπορέσουν να συλλάβουν τους δράστες επ’ αυτοφόρω. Έτσι, οι στρατιώτες τους κρύφτηκαν στις πολεμίστρες των πύργων και περίμεναν ως τα μεσάνυχτα. Τότε, δίχως να φανεί κανείς, ένα δυνατό βουητό ακούστηκε και κατόπιν, ένας εκκωφαντικός πάταγος. Άρπαξαν τα φανάρια τους κι έτρεξαν στην πύλη και την είδαν ένα σκέτο χάλασμα από σκόρπιες πέτρες. Ερεύνησαν τριγύρω, μα ήταν φανερό πως δεν είχε κανείς σιμώσει, αλλιώς, ήταν βέβαιο ότι θα τον είχαν δει. Φοβισμένοι πλέον, αποσύρθηκαν από τις θέσεις τους και έσπευσαν να αναφέρουν τα συμβαίνοντα στον φρούραρχο του Μπούρτζι.
Ο φρούραρχος αντιλήφθηκε τον τρόμο των στρατιωτών του και γύρεψε να μάθει από πού εκπορευόταν τούτος ο ανεδαφικός τους φόβος. Οι στρατιώτες, λοιπόν, του εκμυστηρεύθηκαν ότι είχαν επηρεαστεί από τους Έλληνες σκλάβους, που έκαναν λόγο για φαντάσματα και για στοιχειά. Άλλωστε, και οι ίδιοι ακόμα ήταν πεπεισμένοι πως ό,τι συνέβαινε με το συνεχές και αδικαιολόγητο γκρέμισμα της πύλης, δε θα μπορούσε παρά να ήταν έργο του Σατανά και των στοιχειών του κάστρου.
Ο φρούραρχος τους έδιωξε, μα απόμεινε προβληματισμένος, ανήμπορος να αποκοιμηθεί. Γύρω στο ξημέρωμα, όμως, τον τράβηξε ο Μορφέας, εν τέλει, στην αγκαλιά του και είδε το πιο αλλόκοτο όνειρο.
Μεταφέρθηκε έξαφνα σ’ ένα σπίτι στο Ναύπλιο, το οποίο μέχρι τότε δεν το είχε προσέξει. Ήταν ένα αληθινό παλάτι! Όλα του τα δωμάτια ήταν υπέροχα διακοσμημένα, ενώ υπήρχαν παντού γλάστρες με λογιών-λογιών λουλούδια. Αίφνης, μέσα σ’ ένα δωμάτιο, είδε ένα θέαμα, που γέμισε την ψυχή του αρμονία και τον νου του θάμβος. Μια νέα κοπέλα, έως είκοσι ετών, όμορφη όσο καμιά άλλη, που έλαμπε σαν τον ήλιο, πρόβαλε εμπρός του και του είπε:
-Αν θέλετε να χτιστεί η κεντρική πύλη της εισόδου του κάστρου, εκεί στο Μπούρτζι, φροντίστε να στοιχειωθούν τα θεμέλιά του.
-Και πώς θα κατορθώσω κάτι τέτοιο; ρώτησε κατάπληκτος ο φρούραρχος.
-Θα το κατορθώσετε, αν το ευγενέστερο αίμα ποτίσει τα θεμέλια.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 16/10/1932…