Στις 14 Δεκεμβρίου του 1928, δύο φορτηγά πλοία που ανέβαιναν τον ποταμό Λα Πλάτα, παραμέρισαν με σεβασμό θα μπορούσε να πει κανείς, για να περάσει ένα περήφανο πεντακάταρτο καράβι. Ήταν το μεγαλύτερο σκαρί της εποχής του, με μήκος 140 μέτρα και στη μάσκα του ήταν γραμμένο το όνομά του, που έμελλε να γίνει πολυθρύλητο: “Κοπεγχάγη”.
Το δανέζικο σκαρί “Κοπεγχάγη”, που ναυπηγήθηκε το 1921, ήταν το μεγαλύτερο ιστιοφόρο του κόσμου και χρησίμευε ως εκπαιδευτικό πλοίο των Δοκίμων του Ναυτικού της Δανίας.

Επί τέσσερα χρόνια ταξίδευε στις θάλασσες του Νότου, στο Σιάμ, στην Αυστραλία, στη Χιλή, χωρίς να είχε ποτέ κάποιο ατύχημα και χωρίς να είχε αντιμετωπίσει ποτέ κάποια δυσκολία.

Στις 14 Δεκεμβρίου του 1928 τελικά, απέπλευσε από το Ρίο ντε λα Πλάτα με προορισμό τη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Ο Καπετάνιος του ήταν ο εμπειρότατος Χανς Φέρντιναντ Άντερσεν και στο πλοίο επέβαιναν 71 άτομα συνολικά, εκ των οποίων 45 Δόκιμοι και 26 στελέχη ως μόνιμο πλήρωμα.
Με ολάνοιχτα τα επιβλητικά πανιά του στα πέντε του κατάρτια, ξεκίνησε για τον Νότο. Στις 21 Δεκεμβρίου του 1928 έδωσε για τελευταία φορά το στίγμα του, που ήταν 900 ναυτικά μίλια από το Τριστάν Ντα Κούνια. Όλα έβαιναν καλώς.
Όταν όμως έγινε ξεκάθαρο ότι το πανέμορφο ιστιοφόρο είχε χαθεί, μια τεράστια έρευνα ξεκίνησε με σκοπό να εντοπιστεί. Δυστυχώς, κανένα ίχνος του “Κοπεγχάγη” δε βρέθηκε ποτέ.
Συγκεκριμένα, στις 22 Μαρτίου, οι εφημερίδες της Αυστραλίας δημοσίευσαν τη φωτογραφία του αγνοούμενου πλοίου, όπου δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής για ένα ολόκληρο τρίμηνο.
Στις εκτεταμένες έρευνες που ακολούθησαν, διάφορα σκάφη ανέφεραν ότι είχαν δει το τεράστιο ιστιοφόρο κοντά στο νησί Τριστάν Ντα Κούνια, αλλά από εκεί χάνονταν τα ίχνη του.

Το δανέζικο τάνκερ “Μεξικό” απεστάλη στην περιοχή, προκειμένου να συνδράμει στις έρευνες που γίνονταν στις ακτές της Νοτίου Αφρικής και στα γύρω νησιά, που θα έπρεπε το “Κοπεγχάγη” να συναντήσει στη ρότα του.
Κανείς δεν είχε δει το τόσο ξεχωριστό ιστιοφόρο, εκτός από μερικούς ψαράδες που είχαν να αφηγηθούν μια μάλλον πολύ περίεργη ιστορία.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ψαράδων, το σπάνιο σκαρί είχε εμφανιστεί ξαφνικά μέσα στη νύχτα, χωρίς όμως να υπάρχει κανείς πάνω στο κατάστρωμά του. Το πρωί είχε χαθεί και τίποτε δε φαινόταν ούτε καν στον μακρινό ορίζοντα.
Το μεγάλο ερώτημα που πλανιόταν, ήταν γιατί το “Κοπεγχάγη” δε χρησιμοποίησε τον ασύρματό του. Ήταν απολύτως αδύνατο να καταποντιστεί ένα πλοίο τέτοιου μεγέθους, χωρίς να προλάβει να εκπέμψει σήμα κινδύνου.
Η ανεξήγητη εξαφάνισή του έδωσε λαβή να κυκλοφορήσουν διάφοροι θρύλοι, που ενισχύθηκαν αργότερα, ύστερα από χρόνια, όταν ένα παράξενο και έρημο ιστιοφόρο με πέντε κατάρτια εμφανιζόταν από καιρού εις καιρόν.
Το 1938, ένα αλιευτικό επέστρεψε στο Κέιπ Τάουν με πολύτιμο φορτίο, που δεν ήταν τα άφθονα ψάρια που είχαν ανασύρει τα δίχτυα του, αλλά μια φιάλη που είχε περισυλλέξει από τη θάλασσα.
Μέσα στη φιάλη βρέθηκε ένα σημείωμα που έγραφε: 47ο, 37΄νοτίως, 2’ 14’’ ανατολικώς, “Κοπεγχάγη”. Ήταν άραγε από το χαμένο ιστιοφόρο; Αλλά, τι ζητούσε σ’ αυτά τα νερά, 1.000 μίλια μακριά από την πορεία του; Γιατί δεν είχε δώσει το στίγμα του μέσω ασυρμάτου; Αν είχε ανατραπεί, βυθιστεί ή συγκρουστεί, γιατί δε βρέθηκαν ποτέ απομεινάρια του;

Η εξαφάνιση του περήφανου πεντακάταρτου ιστιοφόρου παραμένει πάντοτε ανεξήγητη και το “Κοπεγχάγη” έχει μπει στη λίστα με τα άλυτα μυστήρια των πλοίων-φαντασμάτων, καθώς περιοδικά κάνει την εμφάνισή του, αδειανό από επιβάτες, πάντα με ολάνοιχτα τα πανιά του.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 25/02/1956…
