Όπως οι ηγεμόνες της Δυτικής Ευρώπης, έτσι και οι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου είχαν κι αυτοί τους γελωτοποιούς τους. Παλαιότερος όλων των γνωστών γελωτοποιών αναφέρεται ο Δένδερις του Αυτοκράτορα Θεοφίλου.
Ο Βυζαντινός αυτός ηγεμόνας δεν ήταν χειρότερος από όλους. Όταν επρόκειτο να νυμφευτεί, κάλεσε στο παλάτι του τα ωραιότερα κορίτσια του βασιλείου του, τα έβαλε στη γραμμή και πρόσφερε το χρυσό μήλο στην ομορφότερη. Συνεπώς, η Θεοδώρα έγινε σύζυγός του και διατέλεσε σημαντικό ρόλο στη ζωή του.
Η κόρη αυτή από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας, εκτός από το θαυμαστό κάλλος της, ήταν προικισμένη με ισχυρή θέληση και εξαιρετική ευφυΐα. Εκείνη η περίοδος, άλλωστε, είχε σημαδευτεί από τη δεινή πάλη ανάμεσα στους εικονομάχους και στους εικονολάτρες.
Ο Αυτοκράτορας Θεόφιλος υπήρξε υπέρμαχος των εικονομάχων. Αντιθέτως, η Θεοδώρα υποστήριζε, κάπως άτολμα θα έλεγε κανείς, τους εικονολάτρες και προσκυνούσε κρυφά τις εικόνες των Αγίων μέσα στο παλάτι.
Στη σκιά αυτού του αυτοκρατορικού γυναικωνίτη, λοιπόν, όπου κανένας δεν τολμούσε να εισχωρήσει, μια μέρα εισέβαλε εκεί ο περίφημος γελωτοποιός της Αυλής, ο Δένδερις και διέκοψε την Αυτοκράτειρα τη στιγμή που προσευχόταν μπροστά σε μια εικόνα.
Όλοι οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι, ιδίως ο Μιχαήλ Γλυκάς, μας περιγράφουν την περίεργη σκηνή που εκτυλίχθηκε:
“Ζούσε μέσα στο παλάτι ένα αλλόκοτο ανθρωπάριο, μισοπάλαβο, ονομαζόμενο Δένδερις. Ο νάνος αυτός πήγε μια μέρα χασκογελώντας στον Αυτοκράτορα, ο οποίος γευμάτιζε με τους συμβούλους του και στάθηκε μπροστά του με ένα γέλιο ηλίθιο.
-Πού ήσουν, μωρέ, και σε γυρεύαμε; τον ρώτησε ο Θεόφιλος.
-Χα! Χα! Χα! Έρχομαι από την κάμαρα της Θεοδώρας και την είδα με τα μάτια μου να φιλά τις εικόνες! Χι! Χι!, απάντησε ξελιγωμένος στα γέλια ο Δένδερις.
Ο Θεόφιλος, τότε, εξοργίστηκε και κάλεσε τη σύζυγό του να δώσει εξηγήσεις για την πράξη της. Αλλά η έξυπνη γυναίκα του αποκρίθηκε πως ο μισοπάλαβος γελωτοποιός του δεν ήξερε τι έλεγε και πως απλώς την είδε να καθρεφτίζεται με τη χτένα της και μπέρδεψε τα είδωλα του καθρέφτη με Άγιο εικόνισμα. Ο Αυτοκράτορας δε θέλησε να επιμείνει περισσότερο κι έτσι, το ζήτημα τελείωσε εδώ”.
Το 842 μ.Χ. ο Θεόφιλος πέθανε, αφήνοντας πίσω του πέντε κόρες και μοναχά έναν γιο ως διάδοχο του θρόνου του, τον τρίχρονο Μιχαήλ τον Γ’, που η κατοπινή Ιστορία έμελλε να τον κάνει γνωστό με το μελανό παρωνύμιο “Μέθυσος”. Επομένως, η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα ανέλαβε η ίδια τη διακυβέρνηση του Βυζαντίου, αναστήλωσε θριαμβευτικά τις Άγιες εικόνες, πραγματοποιώντας μια μεγαλειώδη λιτανεία και πομπή και συνέδεσε μεγαλοπρεπώς το όνομά της με τη χριστιανική θρησκεία.
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας τιμά κάθε χρόνο την απόφαση της Θεοδώρας, που οδήγησε στην αναστήλωση των εικόνων.
Στο μεταξύ, όμως, ο γιος της ανατρεφόταν με τη φροντίδα του θείου του Βάρδα, ενός ανθρώπου φαύλου, ο οποίος παραδειγμάτιζε τον ανήλικο διάδοχο να συμπεριφέρεται κι εκείνος ανήθικα κι ανάρμοστα. Τελικά, τον μετέτρεψε σε ένα πλάσμα ακόμα χειρότερο και από τον εαυτό του.
Το 865 μ.Χ., ο Μιχαήλ, ενήλικος πια, ανέβηκε στον θρόνο και η μητέρα του, ευσεβής πάντοτε, εξακολουθούσε να φορά το ράσο της καλόγριας, ώσπου αποσύρθηκε σ’ ένα μοναστήρι, προκειμένου να μονάσει μακριά απ’ τα εγκόσμια.
Ηγεμόνας πιο φαύλος, πιο έκφυλος και πιο αχρείος δεν υπήρξε άλλος από αυτόν. Ο Μιχαήλ ο Μέθυσος, άσπονδος εχθρός της θρησκείας και της αρετής, έκανε το παλάτι άντρο ακολασίας και θέατρο πρωτάκουστων οργίων. Χλευαστής της Πίστης, διοργάνωνε ολόκληρες τελετές διακωμώδησης και γελοιοποίησης των χριστιανικών λιτανειών και λειτουργιών.
Έτσι, προσέλαβε έναν ακόμη γελωτοποιό, τον Ιμέριο, που τον αποκαλούσαν και Χοίρο, εξαιτίας της αγριότητας του προσώπου του. Ο Μιχαήλ, στα επίσημα γεύματα, τοποθετούσε τον ένα γελωτοποιό στα δεξιά του και τον άλλο στα αριστερά του. Έπιναν μαζί, μεθούσαν και εκστόμιζαν βρομιές, με τις οποίες διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Κάποτε, μάλιστα, ο Ιμέριος ο Χοίρος, με ένα δυσώδες φύσημα, κατόρθωσε να σβήσει τρία απομακρυσμένα κεριά στη σειρά. Ενθουσιασμένος ο Αυτοκράτορας, του χάρισε μπόλικο χρυσάφι και του έδωσε τον τίτλο του Πατρικίου.
Καθόσον προχωρούσε στην ελεεινή ζωή του, ο Μιχαήλ πήρε και τρίτο γελωτοποιό, τον ξακουστό Γρύλο. Ήταν η εποχή που είχε κηρύξει σφοδρό πόλεμο εναντίον του γέροντα Πατριάρχη Ιγνατίου. Είχε διατάξει να κατεβάσουν τις Άγιες εικόνες και να διαπομπεύσουν με κάθε τρόπο τις ιερές τελετές.
Ο Μιχαήλ παρέθετε γεύματα σε έντεκα ακόμη όμοιούς του, ντυμένους με λαμπρές στολές Μητροπολιτών και στη μέση κάθιζε τον γελωτοποιό του, ο οποίος φορούσε χρυσοποίκιλτη αρχιερατική στολή και τον προσφωνούσε Πατριάρχη.
Αφού έτρωγαν και έπιναν τον περίδρομο, ξεκινούσε η διαπόμπευση της πίστης και της θρησκείας. Εκείνοι που προσποιούνταν τους Μητροπολίτες, έκρυβαν κάτω από τα φαρδιά τους άμφια κιθάρες, τις έκρουαν αγρίως και κορόιδευαν με κάθε χυδαίο τρόπο τα χρηστά ήθη και έθιμα της Ορθοδοξίας. Κατόπιν, έμπαιναν στη μεγάλη σάλα ολόγυμνες χορεύτριες και οι βδελυρές τους πράξεις συνεχίζονταν.
Κάποτε που ο Αγιότατος Πατριάρχης του Βυζαντίου Ιγνάτιος τελούσε λιτανεία, συναντήθηκε καταμεσής του δρόμου με την ακολουθία του Μιχαήλ. Ο Αυτοκράτορας, όμως, είχε σκαρώσει ολάκερη μασκαράτα, προκειμένου να εξευτελίσει τον Ιγνάτιο. Μπροστά πήγαινε ο γελωτοποιός, φορώντας πατριαρχική στολή, επάνω σε γάιδαρο, γύρω του οι έντεκα μεταμφιεσμένοι σε Μητροπολίτες και ακολουθούσαν όλα τα μιαρά υποκείμενα της Αυλής. Προπορεύονταν άλλοι, οι οποίοι βαστούσαν εικόνες αισχρές, που κατεξευτέλιζαν τη Θεοτόκο και τα Πάθη του Σωτήρος. Και, φυσικά, έψελναν τροπάρια ανεκδιήγητα και ακατονόμαστα.
Όταν ο Πατριάρχης Ιγνάτιος βρέθηκε αντιμέτωπος με την ασεβή πομπή, διέταξε την ιερή του λιτανεία να σταθεί. Έπειτα, γονάτισε ευλαβικά στη μέση του δρόμου, σήκωσε προς τον ουρανό τα τρεμάμενα χέρια του και με αγανακτισμένη φωνή, επικαλέστηκε τη θεία οργή να πέσει στον μιαρό Αυτοκράτορα.
Κι όπως θα δούμε παρακάτω, σύμφωνα με τους χρονικογράφους, ο Θεός άκουσε τη φωνή του Πατριάρχη.
Τέλος, ο Μιχαήλ ο Μέθυσος έφτασε στο αποκορύφωμα της αναισχυντίας. Σκέφτηκε να σκηνοθετήσει έναν πρωτοφανή εμπαιγμό της ίδιας του της μητέρας, της Θεοδώρας, η οποία εξακολουθούσε να μένει στο μοναστήρι, αποδοκιμάζοντας καταφανώς την έκλυτη ζωή του γιου της.
Ο Αυτοκράτορας, λοιπόν, διοργάνωσε μια ακόμη αλλόκοτη τελετή μέσα στη χρυσοστόλιστη αίθουσα των ανακτόρων. Επάνω στον βασιλικό θρόνο κάθισε τον γελωτοποιό του, τον Γρύλο, ντυμένο με λαμπρή πατριαρχική στολή, με ψεύτικη γενειάδα και καλυμμαύχι, περιστοιχισμένο από τους αθλίους της Αυλής.
Έτσι, έστειλε έναν θαλαμηπόλο του και παρήγγειλε στη Θεοδώρα:
“Ο Αγιότατος Πατριάρχης Ιγνάτιος βρίσκεται πια στο παλάτι, συμφιλιωμένος με τον Αυτοκράτορα και σε προσκαλεί, ω Δέσποινα, να έρθεις να σε ευλογήσει”.
Γεμάτη χαρά η Θεοδώρα, γεμάτη πίστη, έτρεξε στα ανάκτορα, έτσι όπως ήταν, με το ράσο της καλόγριας και με τον σταυρό στο στήθος, μπήκε μέσα στη μεγάλη σάλα του παλατιού και φανερά συγκινημένη για τα χαρμόσυνα νέα, βάδισε προς τον θρόνο. Μα, από τον σεβασμό που έτρεφε στο πρόσωπο του Πατριάρχη Ιγνατίου, δε σήκωσε ούτε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει κατάματα.
Δίχως να υποπτευθεί την απάτη εις βάρος της, που είχε σκαρφιστεί ο ανόσιος και ανάξιος γιος της, προσέπεσε στα πόδια του γελωτοποιού Γρύλου και ζήτησε την ευχή του με δάκρυα χαράς για την ποθητή συμφιλίωση.
Τότε, ο βρομερός Γρύλος ανασηκώθηκε από τον θρόνο, έστρεψε τα οπίσθιά του στο πρόσωπο της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας και αμόλησε ένα σιχαμένο “αερισμό”, λέγοντάς της χυδαία:
“Και εμείς, κυρά, σου δίνουμε, όχι αυτό που ζητάς, αλλά αυτό που έχουμε!”
Τότε, όλοι τους έσκασαν στα γέλια και στα χαχανητά. Ο Μιχαήλ ανακάγχαζε και η δυστυχής Θεοδώρα, η άλλοτε ωραία, θαυμαστή και υπερήφανη Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, μετατράπηκε σε παίγνιο μωρών και ανόητων γελωτοποιών και βορά στον σαρκασμό εταίρων και αισχρών Αυλικών μέσα στο ίδιο της το παλάτι.
Η αγανάκτησή της ξέσπασε φοβερή. Πετάχτηκε όρθια και εξαπέλυσε στον γιο της τρομερές κατάρες:
“Αισχρό παιδί γέννησα! Αισχρό και σιχαμένο! Καταντρόπιασες το βασιλικό αξίωμα. Την κατάρα μου να έχεις, Μιχαήλ Μέθυσε και φαύλε! Ο Θεός να σε κατακεραυνώσει, μιαρέ και άπιστε! Από κακό μαχαίρι να βρει τέλος η ζωή σου!”
Και ξεριζώνοντας τα μαλλιά της κεφαλής της, με οδυρμούς και θρήνους, αποχώρησε από την αίθουσα στητή, ενώ πίσω της συνέχιζε το πλήθος να γελά και να την κοροϊδεύει. Τα σαρδόνια γέλια του γιου της ήταν εκείνα που ακούγονταν πιο δυνατά.
Την επόμενη χρονιά, η ευσεβής Θεοδώρα, καταπικραμένη και περίλυπη, πέθανε στο μοναστήρι. Ύστερα από λίγο καιρό, ο Στρατηγός Βασίλειος οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του Μιχαήλ του Μέθυσου. Οι συνωμότες τον βρήκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, σχεδόν λιπόθυμο από το μεθύσι, έπειτα από ένα οργιαστικό συμπόσιο και τον σκότωσαν με τα μαχαίρια τους. Επιτέλους, το τρομοκρατημένο Βυζάντιο ξαναβρήκε την ανάσα του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 25/11/1926…