Ο Αθανάσιος Παπαδόπουλος – Κεραμεύς υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Έλληνες λόγιους των τελών του 19ου αιώνα. Ήταν εξέχων Βυζαντινολόγος και Πανεπιστημιακός, υφηγητής της Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης. Το πόνημα που ακολουθεί, φέρει την υπογραφή του.
Η δεισιδαιμονική πεποίθηση για την ύπαρξη των Βρυκολάκων ανάγεται σε χρόνους αρχαιότατους. Ο Αδαμάντιος Κοραής, σε διάφορες γραμματειακές του πραγματείες, απέδειξε ότι η λέξη “Βορβόλακας” παράγεται από τη “Μορμολύκη”, κατά μετάπτωση και των δυο “μ” σε “β”, όπως συνέβη, άλλωστε, και σε πολλές άλλες λέξεις της ελληνικής γλώσσας.
Η “Μορμολύκη”, η λύκαινα Μορμώ, ήταν κι αυτή ένα φόβητρο για τα παιδιά των αρχαίων, όπως και η Λάμια. Θεωρούνταν τροφός του Αχέροντα, του θεού ποταμού του Κάτω Κόσμου. Επομένως, η Μορμολύκη σχετιζόταν με τον κόσμο των νεκρών και των φαντασμάτων. Επίσης, μορμολύκειον ονομαζόταν και το τρομακτικό προσωπείο, που έφτιαχναν οι πρόγονοί μας, με σκοπό να φοβίζουν τα άτακτα παιδιά. Κατά συνέπεια, μορμολύκεια αποκλήθηκαν γενικά τα προσωπεία των τραγωδών.
Πολλοί νεότεροι μυθογράφοι, αγνοώντας την πλουσιότατη ιστορία των αρχαίων ελληνικών δεισιδαιμονιών, θεώρησαν ότι ο Βρυκόλακας ήταν ένα πολύ κατοπινό δημιούργημα. Ο έγκριτος μυθογράφος Alfred Maury, διατρανώνοντας αυτήν την άστοχη άποψη, προσπάθησε να αποδείξει ότι η παράδοση περί βρυκολάκων επικράτησε στην Ευρώπη από τον 17ο αιώνα και μετά και ότι όφειλε την καταγωγή της στους Σλάβους, από τους οποίους διαδόθηκε εν συνεχεία και στους υπόλοιπους λαούς. Φρονούσε ότι η λέξη “βουρκόλακας” (βούρκος και λάκκος) παραγόταν από τη σλαβική “vukorlak”, από παραφθορά της λέξης “oupire”, που σήμαινε “βδέλλα”.
Αλλά, ο ελλόγιμος καθηγητής Αντώνιος Καραγιάννης, ο οποίος συνέταξε αξιολογότατο επιστημονικό έργο περί των ελληνικών δεισιδαιμονιών, κατέδειξε το σαθρό υπόβαθρο του σκεπτικού του Alfred Maury και απέδειξε ότι η δεισιδαιμονία αυτή είναι αρχαιότατη και ελληνικότατη.
Αυτή ακριβώς η πρόληψη των αρχαίων Ελλήνων παρέμεινε αναλλοίωτη και στα Βυζαντινά Χρόνια. Μάλιστα, οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τους Βρυκόλακες “καταχθόνιους”, όπως αναγράφονταν σε πληθώρα ανέκδοτων χειρόγραφων νομοκανόνων. Οι νομοκανόνες αυτοί, των οποίων σχεδόν όλες οι αξιόλογες βιβλιοθήκες του κόσμου περιέχουν αντίτυπα, διασώθηκαν από τους ακατάβλητους Βυζαντινούς συγγραφείς, εκκλησιαστικών και νομικών έργων.
Το επόμενο εδάφιο ανήκει στο υπ’ αριθμό Β-25 χειρόγραφο της Βιβλιοθήκης της Ευαγγελικής Σχολής, στη Σμύρνη, με τίτλο “Περί των καιόντων τους Βουρκολάκους”, στο οποίο περιληπτικά αναφέρονταν τα εξής:
“Εκείνοι που έκαιγαν τους Βρυκόλακες και εμποτίζονταν από την καπνιά τους, δε θα έπρεπε να κοινωνήσουν για τουλάχιστον έξι χρόνια. Oι Βρυκόλακες ήταν τα πειθήνια όργανα του Διαβόλου, που εμφανίζονταν τις νύχτες να περιφέρονται εδώ κι εκεί, βλάπτοντας, καταστρέφοντας και προφητεύοντας συχνά τα μελλούμενα. Έτσι, ο πολυήμερος, αλλά και ο πολυχρόνιος νεκρός επανερχόταν πίσω στους ζωντανούς, ωσάν νεαρός με σάρκα και οστά.
Όταν, λοιπόν, οι άνθρωποι έσπευδαν να κάψουν έναν απέθαντο, αφού προηγουμένως είχαν σκάψει το μνήμα του κι είχαν δει τον Βρυκόλακα γεμάτο αίμα, με μακριά μαλλιά και νύχια, έπρεπε να γνωρίζουν ότι το καταραμένο λείψανό του θα αναστηθεί κι αυτό την Ημέρα της Κρίσεως. Κι αφού βρεθεί ενώπιον του φοβερού κι αδέκαστου Κριτή, τότε πλέον θα σταλεί στο αιώνιο πυρ το εξώτερο, αθάνατα κολαζόμενος, εκτός αν μετανοήσει γνησίως για τα ανοσιουργήματά του.
Όταν εντοπιζόταν ένα τέτοιο σατανικό δαιμόνιο, θα έπρεπε να κληθούν οι ιερείς, για να πραγματοποιήσουν παράκληση στη Θεοτόκο και αγιασμό. Έπειτα, να λειτουργήσουν και να ζητήσουν τη βοήθεια της Παναγίας για όλους τους, αλλά και να τελέσουν μνημόσυνο με κόλλυβα, να ψάλλουν τους αφορκισμούς της Βάπτισης και τους αφορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου και κατόπιν, να ράνουν το συγκεντρωμένο πλήθος με τον αγιασμό και με το περίσσευμά του να ραντίσουν τον Βρυκόλακα και με τη χάρη του Θεού, να φυγαδευτεί το ακάθαρτο δαιμόνιο…”
Ο Ιωάννης ο Νηστευτής έλεγε:
“Άκουσα σε πολλές χώρες και πόλεις, εξαιτίας της αγνωσίας και της αμάθειας, να γίνεται λόγος για τους Βρυκόλακες από μερικούς ανθρώπους. Κάποιοι ανόητοι ισχυρίζονται ότι πολλά σώματα ανθρώπων, μετά την ταφή τους, δε λιώνουν, όπως είναι φυσικό, αλλά παραμένουν ακέραια, γεμάτα αίμα. Μα, τούτο είναι μόνο φαντασία σατανική, για να κολάζει τους ευσεβείς και να δοκιμάζει την πίστη τους…”
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΟΜΗΡΟΣ”, στο τεύχος Δεκεμβρίου 1877…