Ο Άγιος Νικόλαος, σύμφωνα με τον Έλληνα λαογράφο Νικόλαο Πολίτη, τιμάται και λατρεύεται εξόχως στην Ελλάδα, όχι μόνο για τον θεάρεστο βίο του και τη νίκη του κατά την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, όπου ανέτρεψε τα αιρετικά επιχειρήματα του Αρείου, αλλά προπάντων για την προστασία που παρέχει στους ναυτικούς.
Μάλιστα, σ’ ένα άσμα του Γαλαξειδίου προσαγορεύεται “ναύτης”:
“Άγιε Δημήτρη στεριανέ κι Άγιε Νικόλα ναύτη”.
Στην Πάρο επονομάζεται “θαλασσίτης”, διότι η εκκλησία του βρίσκεται στην παραλία.
Πολλά ελληνικά καράβια φέρουν το όνομα του Αγίου, ενώ σε όλα είναι αναρτημένη η εικόνα του στην καμπίνα του Πλοιάρχου ή στη γέφυρα του πλοίου.

Στη Μύκονο, στο έμπα του λιμανιού, είναι χτισμένο το παρεκκλήσι του Αγίου, για να καταπαύει τις τρικυμίες. Στο Ακρωτήριο Λευκάτας, στη Λευκάδα, κοντά στα ερείπια του ναού του Απόλλωνα, υπάρχει ένα μοναστήρι αφιερωμένο στη χάρη του, κτισμένο στις αρχές του 17ου αιώνα.
Σε φοβερή τρικυμία, οι τρομαγμένοι ναυτικοί επικαλούνται τη βοήθεια του Χριστού, της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου, τάζοντάς τους ως ανταμοιβή για τη σωτηρία τους βαρύτιμα αναθήματα.
Στα πλοία, όμως, των ευσεβών ανθρώπων, ο Άγιος Νικόλαος δε στέκει αρωγός μόνο στον κίνδυνο, αλλά πιστεύεται πως κάθεται δίπλα στο πηδάλιο καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, αφού σύμφωνα με μια παράδοση εκείνος είναι ο εφευρέτης του πηδαλίου:
“Στην πλώρη κάθεται ο Χριστός, στη μέση η Παναγία
και πίσω στο τιμόνι του κάθεται ο Άγιος Νικόλας”.
Πολλά αναθήματα, αφιερωμένα στον Άι Νικόλα, είναι ομοιώματα των καραβιών, που σώθηκαν από σφοδρές τρικυμίες, όταν ζητήθηκε η βοήθειά του. Η συνήθεια αυτή είναι αρχαιότατη, αφού και στο Ερέχθειο, όπου μαζί με την Αθηνά λατρευόταν και ο Ποσειδώνας, ο θεός της θάλασσας, βρέθηκαν παρόμοια αναθήματα που παρίσταναν τριήρεις και διάφορα πλοιάρια. Η λατρεία του Ποσειδώνα αντικαταστάθηκε κατά τα χριστιανικά χρόνια από τη λατρεία του Αγίου Νικολάου.
Ακόμα και οι πειρατές φρόντιζαν πάντοτε να αποδίδουν στον Άγιο Νικόλα τη μερίδα του λέοντος από τα λάφυρά τους. Όπως αναφέρει ο Μιχαήλ Χουρμούζης, πριν αποπλεύσει ένα πλοίο απ’ το λιμάνι, οι ναυτικοί απαραιτήτως καλούν ιερέα για να τελέσει αγιασμό στο πλεούμενο και έτσι, κατ’ ουσίαν προσκαλούν ευλαβικά τον προστάτη τους να μεριμνήσει για την ασφάλεια και τον νόστο τους.

Οι δοξασίες για τα θαύματα του Άι Νικόλα μνημονεύονται σ’ ένα παλαιότατο συναξάρι. Σύμφωνα με το συναξάρι αυτό, κάποτε που ο Άγιος έπλεε από την Αίγυπτο προς τα Ιεροσόλυμα, το καράβι του έπεσε σε άγρια θαλασσοταραχή και εκείνος κατόρθωσε να νικήσει το δαιμόνιο της τρικυμίας και να αποκαταστήσει τη νηνεμία με ένθερμη προσευχή στον Θεό.
Ο Κρητικός λόγιος Φραγκίσκος Σκούφος, που διέπρεψε ως δάσκαλος στη Φλαγγίνειο Σχολή της Βενετίας, στο έργο του “Τέχνη Ρητορικής” ανέλυε το θαύμα αυτό με τη μέγιστη περιγραφική δεινότητα:
“Ποτέ δεν υψώθηκε περισσότερο η φήμη και η δόξα του Νικολάου, παρά όταν η άγρια θάλασσα και το θυμωμένο εκείνο θεριό ταπεινώθηκε στα πόδια του Αγίου. Κι όταν φίλησε το ξύλο ήρεμο και πράο κατόπιν, όπου πρότερα έχασκε να ρουφήξει με τόσα στόματα, όσα σε κάθε κύμα άνοιγε βαθύστομα βάραθρα.
Έπλεε ο Νικόλαος και με άρμενα ξαπλωμένα και από γλυκό άνεμο φουσκωμένα, γρήγορα έτρεχε στην πόλη των Ιεροσολύμων, για να προσκυνήσει ευσεβής τον τάφο, στον οποίο ετάφη η Ζωή. Ήταν γαληνόμορφος ο ουρανός, γελούσε το αεράκι, κύμα δε φαινόταν και το πέλαγος στραφτάλιζε ταπεινό.
Κι αν ήταν γαλήνη στρωμένη πάνω στην επιφάνεια των νερών, αλαλαγή και ταραχή έσειε τον Άδη! Άφριζαν τα κάτω σπήλαια οι Δαίμονες και οι σατανικοί Κύκλωπες, που κατοικούσαν στην άβυσσο εκείνη. Και ο Εωσφόρος κάλεσε τους φοβερούς συντρόφους του να φράξουν τον πηγαιμό του Αγίου στα Ιεροσόλυμα και τους είπε:
-Θέλω να χάσει τη στράτα, να φτάσει σ’ άλλο λιμάνι αλαργινό. Να ανοίξει κάθε ρείθρο και να γίνει αχανές βάραθρο και να τον καταπιεί. Να εξαπολυθούν νέφη, βροντές και αστραπές. Να πέσει τόση βροχή, που να διπλασιαστεί η θάλασσα. Ποτέ του να μη φτάσει στον τάφο των Ιεροσολύμων τούτος εδώ!”
Έτσι μίλησε ο Εωσφόρος, βγάζοντας λυσσώδεις καπνούς και ανίερες φλόγες απ’ το στόμα κι ευθύς μαύρισε η πλάση και τα σκότη του Άδη αναδύθηκαν, αρπάζοντας το φως από τον ήλιο. Το νερό που άρχισε να πέφτει με άκρατη ορμή από τον ουρανό, μπορούσε να βυθίσει όχι μονάχα το πλοιάριο, αλλά τον κόσμο όλο. Οι αέρηδες ούρλιαζαν μανιασμένοι και η θάλασσα πήρε να ψηλώνει μέτρα πολλά. Τα κύματα έσκουζαν και έσκαγαν πάνω στο ξύλινο σκαρί, που έφερνε άναρχες γυροβολιές, παραδομένο στα στοιχειά της Φύσης.
Οι ναύτες πιάνονταν εδώ κι εκεί, έκλαιγαν απαρηγόρητοι και άδειαζαν τα σωθικά τους. Το μένος του πελάγου προμηνούσε το τέλος τους και στο πρόσωπό τους ήταν ζωγραφισμένη η αγωνία και ο φόβος του θανάτου.
Μόνο ο Άγιος Νικόλαος, για τον οποίο είχε συντελεστεί όλο ετούτο το κακό, έστεκε άτρομος, αρματωμένος με τη δύναμη του Θεού και προσευχόταν με τα χέρια τεντωμένα προς τον μελανό ουράνιο θόλο. Ατάραχος και αταλάντευτος στη χάρη του Παντοκράτορα, κατάφερε με τη θερμή του παράκληση να κατανικήσει και τα δύο στοιχειά. Και τη θάλασσα και τον Εωσφόρο.
Και η θάλασσα ημέρεψε και ο ουρανός ξανάγινε γαλάζιος και οι αέρηδες κόπασαν και σιώπησαν το βουητό τους, μέχρι που έπιασαν λιμάνι και κατέβηκαν πια, σώοι όλοι τους”.
Από το παλαιότατο αυτό συναξάρι, ο θρύλος του Αγίου Νικολάου ως προστάτης των ναυτικών και όσων ταξιδεύουν στη θάλασσα, απλώθηκε σαν λάβα σε όλους τους χριστιανικούς λαούς.
Μάλιστα, σε ένα σερβικό άσμα αναφέρεται πως κάποτε τριακόσιοι μοναχοί, οι οποίοι έπλεαν προς το Άγιον Όρος, κατελήφθησαν από ξέφρενη θαλασσοταραχή. Και σώθηκαν όλοι τους, μόνο όταν επικαλέστηκαν τη βοήθεια του Αγίου Νικολάου.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΕΣΤΙΑ”, στις 05/12/1882…
