Ο πατέρας του Αγίου Γεωργίου ήταν από την Καππαδοκία, ενώ η μητέρα του από την Παλαιστίνη. Ο ίδιος διατέλεσε Αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού και οι στρατιώτες του τον θαύμαζαν για το παράστημα και την ανδρεία του. Το αξίωμά του ήταν Τριβούνος, δηλαδή Χιλίαρχος.
Κατά τα χρόνια της αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού, είχε τόσο συγκινηθεί από τα μαρτύρια, τους άγριους διωγμούς, αλλά και από την ακλόνητη πίστη των Πρώτων Χριστιανών, ώστε έγινε Χριστιανός και ομολογούσε με κάθε παρρησία τις απόψεις του στους στρατιώτες του, χωρίς να λογίζεται τις επιπτώσεις.
Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός εξεμάνη εναντίον του με πρωτοφανή οργή και τον καταδίκασε σε θάνατο. Ο Άγιος Γεώργιος αποκεφαλίστηκε τελικά το 303 μ.Χ.
Ένας αφοσιωμένος στρατιώτης του κατόρθωσε να μεταφέρει το ιερό του λείψανο στην κωμόπολη Λύδδα της Παλαιστίνης, όπου και το έθαψε. Αργότερα, στον τόπο αυτόν ανεγέρθηκε ναός προς τιμήν του.
Κατά τις Σταυροφορίες, οι Άγγλοι και οι Γενουάτες ανακήρυξαν προστάτη τους τον Άγιο Γεώργιο. Σύμφωνα με την παράδοση, λοιπόν, ο Άγιος φανερώθηκε με όλη του τη λαμπρότητα και βοήθησε τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο στην πιο κρίσιμη στιγμή της πιο αποφασιστικής του μάχης και ενθουσίασε έτσι το χριστιανικό στράτευμα. Η Σύνοδος της Οξφόρδης όρισε τον Άγιο Γεώργιο ως προστάτη της Αγγλίας, με ημέρα εορτής του την 23η Απριλίου.
Αλλά και οι Αρμένιοι τιμούν εξόχως τον Τροπαιοφόρο της Χριστιανοσύνης. Στην Προύσα, μάλιστα, οι Αρμένιοι διηγούνταν άλλοτε πως κάθε Παρασκευή του μηνός Μαΐου, ένας υπερήφανος καβαλάρης πήγαινε στην αρμενική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και χτυπούσε πολλές φορές με το κοντάρι του ένα κοίλωμα στο βάθος του ναού.
Οι Καθολικοί λατρεύουν κι αυτοί με μεγάλο σεβασμό τον Άγιο. Παράδοξο είναι πως φέρεται να διατηρούν τριάντα σώματα του Αγίου Γεωργίου και έντεκα κεφαλές του σε διάφορα μοναστήρια της Ευρώπης.
Ο ελληνικός λαός, εν τούτοις, εξύμνησε τον Τροπαιοφόρο με εμπνευσμένα ποιήματα, τα οποία βασίζονται κυρίως στην παράδοση της Βασιλοπούλας και του φτερωτού δράκου:
“Άγιε μου Γιώργη, αφέντη μου και πρώτε καβαλάρη,
αρματωμένος με σπαθί και μ’ αργυρό κοντάρι.
Θεριό είχαμε στον τόπο μας σ’ ένα βαθύ πηγάδι.
Ανθρώπους το δειπνούσανε κάθε Σαββάτο βράδυ…”
Αλλά, ένα Σάββατο που έβαλαν κλήρο ποιος θα στείλει το παιδί του να φαγωθεί από το θηρίο, ο κακός ο κλήρος έπεσε στην κόρη του Βασιλιά. Ο Βασιλιάς, μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, υπάκουσε στη σκληρή του μοίρα, αλλά έπεσε γονυπετής και προσευχήθηκε ευλαβικά στον Άγιο Γεώργιο, εκλιπαρώντας για τη σωτηρία της μονάκριβης θυγατέρας του:
“Και το θεριό κατέβαινε και σειούσανε τα δέντρα.
Κι η κόρη πάντα έλεγε αλίμονο σε μένα.
Σηκώνομαι ανατολικά και κάνω τον σταυρό μου……Μια κονταριά του έσυρε, το βρίσκει μες στο στόμα.
Θρήνος μεγάλος γίνηκε στις πέτρες και στο χώμα.
Ξένε μου, πού είναι ο τόπος σου και πού είναι η κατοικιά σου,
να ειπώ και του πατέρα μου να κάμει της αφεντιάς σου;
Ξένε μου, όταν κοιμώσουνε ήρθ’ ένα περιστέρι.
Βαστούσε Τίμιο Σταυρό εις το δεξί του χέρι
κι είχε απάνω γράμματα για σένα μ’ Άγιε Γιώργη,
που γλίτωσες την κοπελιά απ’ του θεριού το στόμα.
Κι ο Βασιλιάς, σαν τ’ άκουσε, μεγάλη χάρη δίνει”.
Πολλοί και διάφοροι θρύλοι κοινολογούνται για τον Άγιο Γεώργιο και τα θαύματά του. Ο ωραιότερος, όμως, είναι εκείνος που διηγούνται οι γέροι της Μεσσηνίας. Ο θρύλος αυτός, άλλωστε, εμπεριέχει την έννοια και το βάθος του αιώνιου συμβόλου.
Ιδού, λοιπόν:
Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, σ’ ένα χωριό της Τριπολιτσάς, ένα παλικάρι αγάπησε μια νέα λυγερή, μα και εκείνη τον αγάπησε. Οι γονείς τους ευλόγησαν τα στέφανα. Ο γάμος τους τελέστηκε με χαρές και τραγούδια, με σφαχτά και λαλούμενα.
Σαν τελείωσαν τα γλέντια, ο γαμπρός πήρε τη νύφη να την πάει στο χωριό του πατέρα του, στο Νησί της Καλαμάτας. Ο άντρας φορούσε τα γαμπριάτικά του ρούχα: πάλλευκη σαν χιόνι φουστανέλα, φέρμελη χρυσοκέντητη, φέσι και φούντα. Σκέτο καμάρι και λεβεντιά. Η γυναίκα φορούσε κι αυτή τα νυφιάτικά της: φλουριά και γιορντάνια και κρουστό παπάζι. Οι συμπέθεροι, λοιπόν, συντρόφεψαν τους νεόνυμφους ως μια ώρα δρόμο έξω από το χωριό. Στο τρίστρατο σταμάτησαν, για να τους αποχαιρετήσουν:
-Ώρα καλή και ο Θεός μαζί σας!
-Ώρα καλή και στερεωμένη! Βουνό και κάστρο το σπίτι σας! τους ευχήθηκαν.
Το νέο αντρόγυνο φίλησε τους γονιούς και τους συμπεθέρους του και πήρε πάλι τη στράτα. Μονάχοι τους τώρα, ευτυχισμένοι, ακολουθούσαν τον δρόμο τους μέσα στον λουλουδισμένο κάμπο, ενώ τα τιτιβίσματα των πουλιών από τις ρεματιές μελοποιούσαν το ονειρώδες βουκολικό σκηνικό.
Περπάτησαν και περπάτησαν… Κατά το λιόγερμα, λοιπόν, βρέθηκαν σε μια κλεισούρα. Άγριος τόπος, δύσβατος, στενός και κακοτράχαλος. Ο θρύλος έλεγε πως εκεί φώλιαζε, μέσα σε μια πελώρια κουφάλα, ένα φίδι στοιχειωμένο, ένα ερπετό σαραντάπηχο, ένας διαβολεμένος δράκος, φόβος και τρόμος για τους διαβάτες.
Σαν έφτασαν δειλά, στάθηκαν και σταυροκοπήθηκαν. Έκαναν να προχωρήσουν, μα την ίδια στιγμή ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός συριγμός, καπνός αναδύθηκε απ’ την κουφάλα και το κακό στοιχειό πετάχτηκε έξω και τους έκοψε το διάβα, ανοίγοντας πλατύ το αχανές του στόμα.
Το παλικάρι δε δίστασε διόλου. Τράβηξε το χαντζάρι από το σελάχι του, έτοιμος να χιμήξει. Μα, η γυναίκα του κατάλαβε αμέσως πως ο άντρας της ήταν χαμένος μπροστά σ’ αυτό το φοβερό θεριό κι έπεσε γονατιστή:
-Άι Γιώργη μου, θαυματουργέ, προσκυνώ τη χάρη σου! Πρόφτασε και κάνε το θαύμα σου!
Κι ευθύς, τα μάτια της λυγερής γιόμισαν δάκρυα και το σπαραξικάρδιο κλάμα της φουρτούνιασε κι αντάριασε τον αγέρα. Και τότε, ο Άγιος άκουσε την προσευχή της. Κατέβηκε αντρειωμένος και στητός από τη ράχη του βουνού. Τα πέταλα του αλόγου του σπίθιζαν στις πέτρες. Το κοντάρι του σειόταν και παλλόταν μάχιμο, ενώ το πρόσωπό του έλαμπε το γνήσιο φως του ήλιου.
Ο Άγιος χτύπησε με αδιανόητη ορμή το φίδι το σαραντάπηχο μια και καλή! Το κοντάρι του μπήχτηκε μέσα στον χαώδη ανοιγμένο καταποτήρα του και μονομιάς, το θαύμα γίνηκε! Ο δράκοντας απολιθώθηκε και μεταμορφώθηκε αμέσως σε μια πέτρα απλωτή έως και σαράντα πήχες επάνω στη στράτα τους.
Ο Άγιος Γεώργιος χάθηκε κατόπιν, σαν φευγαλέα αστραπή και το νεόνυμφο ερωτευμένο ζευγάρι, πιασμένο τρυφερά απ’ τα χέρια που ακόμη έτρεμαν, πέρασε την κακοτράχαλη και στοιχειωμένη κλεισούρα των βουνών, δοξολογώντας τον Θεό και τον σωτήρα τους Άγιο, τον ατρόμητο Τροπαιοφόρο.
Πέρασαν από τότε χρόνια και καιροί. Το τρομερό πελώριο ερπετό παραμένει πάντοτε εκεί, πετρωμένο, όπως το μαρμάρωσε η χάρη και η δύναμη του Αγίου. Και οι διαβάτες που περνούν, πηγαίνοντας στο Νησί ή πιο πέρα, στην Καλαμάτα, στέκονται και λένε:
-Προσκυνώ τη χάρη σου, Άι Γιώργη μου μεγαλοδύναμε!
Όσον αφορά στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου, στόλισε πολλές φορές τις σημαίες και τα φλάμπουρα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, ενώ αποτυπώθηκε και σε πολλά βυζαντινά νομίσματα, αλλά και σε παράσημα ευρωπαϊκών κρατών.
Εκτός, όμως, από τους Χριστιανούς, και οι Τούρκοι, ειδικά οι πολεμικοί ιππείς ή Σπαΐδες, τιμούν και σέβονται ιδιαιτέρως τον Άγιο, θεωρώντας τον ως έναν από τους δικούς τους Αγίους. Πιστεύουν, μάλιστα, ότι παραμένει ολοζώντανος και περιπλανιέται στη γη, προστατεύοντας όσους καταδυναστεύονται.
Ο περιλάλητος λαογράφος Νικόλαος Πολίτης ανέφερε πως η Βηρυτός ήταν ο τόπος όπου ο Άγιος Γεώργιος φόνευσε τον φτερωτό δράκο και λύτρωσε από τον θάνατο τη Βασιλοπούλα. Σημείωνε, επίσης, ότι υπήρχαν μεγάλες ομοιότητες του θρύλου αυτού με τον αρχαίο μύθο του Περσέα, ο οποίος ελευθέρωσε την Ανδρομέδα, προτού εκείνη καταλήξει βορά του κήτους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 24/05/1925…