Μέσα στα βάθη της αινιγματικής Σαχάρας, εκεί όπου οι ριψοκίνδυνοι εξερευνητές διέσχιζαν απέραντες εκτάσεις χωρίς να συναντήσουν τίποτε άλλο παρά πυρακτωμένη άμμο και λιγοστά καραβάνια, τα οποία πάσχιζαν να μην ταφούν από τις ξαφνικές και φοβερές αμμοθύελλες, ζούσε μια φυλή, η πιο παράξενη και η πιο μυστηριώδης από όλες τις φυλές του κόσμου.
Τρεις Γάλλοι περιηγητές, περίπου έναν αιώνα πριν,οι οποίοι κατόρθωσαν να την εντοπίσουν και να ζήσουν μαζί της για εβδομάδες, έδωσαν μια γλαφυρή περιγραφή των περίεργων αυτών ανθρώπων, οι οποίοι ζούσαν εντελώς απομονωμένοι μέσα στο αχανές εύρος της ερήμου.
Η φυλή αυτή ονομαζόταν Nemadi. Δεν ήταν ούτε αραβικής καταγωγής, αλλά ούτε και προερχόταν από άλλες γνωστές φυλές ιθαγενών της Βορείου Αφρικής. Μερικοί θεωρούσαν τα λιγοστά μέλη της φυλής Nemadi ως απογόνους των περίφημων Νουμιδών, οι οποίοι ήταν αντίπαλοι των Καρχηδονίων. Πιθανόν αργότερα, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, ένα τμήμα από αυτούς να αποχώρησε και να εγκαταστάθηκε στα βάθη της Σαχάρας, η οποία τότε είχε περισσότερες οάσεις και εν γένει, δε βρισκόταν στη σημερινή μορφή ανυδρίας και γυμνότητας.
Άλλοι, πάλι, μελετητές θεωρούσαν τους Nemadi ως απογόνους των βορείων φυλών, κυρίως Γότθων και Βανδάλων, οι οποίοι επέδραμαν κατά τα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα και μετά την κατάκτηση της Ισπανίας, βρέθηκαν στην Αφρική. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, έπειτα από την επιδρομή των Αράβων, όσοι διασώθηκαν από τη σφαγή, ζήτησαν άσυλο στα ενδότερα της ερήμου.
Κάποιοι πίστευαν πως οι Nemadi ήταν απόγονοι των Ρωμαίων λεγεωναρίων απομάχων, που είχαν εγκατασταθεί στην Αφρική. Εν πάση περιπτώσει, τα χαρακτηριστικά του προσώπου και ο σωματότυπος πρόδιδε ότι δεν ήταν γηγενείς Αφρικανοί, καθώς δεν είχαν καμιά ομοιότητα με τις υπόλοιπες φυλές της ευρύτερης περιοχής.
Πολλοί φρονούσαν ότι οι χαμένοι αυτοί στην έρημο νομάδες ήταν τα εναπομείναντα λείψανα Ινδοευρωπαίων αποίκων της Αφρικής προ αμνημονεύτων χρόνων. Αν και η γλώσσα τους ήταν μάλλον αραβικής προέλευσης, εν τούτοις είχε και πολλές ιδιόρρυθμες λέξεις με ινδοευρωπαϊκή ρίζα.
Γύρω στα 1900, οι Nemadi ήταν ο φτωχότερος λαός του πλανήτη. Η μόνη περιουσία κάθε οικογένειας ήταν μια σκηνή, μερικά δέρματα ζώων που χρησίμευαν για στρώματα, δυο-τρεις κατσίκες και σκυλιά. Οι καμήλες και τα ποίμνια, που αποτελούσαν αναπόσπαστη ανάγκη των υπόλοιπων νομάδων της ερήμου, ήταν γι’ αυτούς μια αδιανόητη πολυτέλεια. Τα σκυλιά ήταν το μεγαλύτερο εφόδιό τους, μιας και ασχολούνταν αποκλειστικά με το κυνήγι.
Η έκταση στην οποία περιπλανιόνταν, ανάλογα με την εποχή του έτους, ήταν σχεδόν ίση με το μέγεθος ολόκληρης της Ελλάδας. Και εν τούτοις, ο συνολικός αριθμός τους δεν υπερέβαινε τους 8.000 ανθρώπους. Πιθανολογούνταν ότι σε περασμένες εποχές ήταν πολυαριθμότεροι, αλλά οι ασθένειες, οι στερήσεις και οι φοβερές αμμοθύελλες τους εξόντωναν βαθμηδόν.
Τα σκυλιά, οι λατρεμένοι αυτοί σύντροφοι των παράξενων νομάδων, ανήκαν κι αυτά σε μια ακαθόριστη ράτσα. Ήταν μικρόσωμα, ευκίνητα, πολύχρωμα και σε ημιάγρια κατάσταση. Είχαν αφάνταστη δύναμη και προκειμένου να προφυλάξουν τον κύριο τους, μπορούσαν να τα βάλουν με δεκάδες εχθρούς και να τους κατασπαράξουν. Ήταν ανθεκτικά στις πορείες, στον καυτό ήλιο και στη δίψα, ενώ ήταν προικισμένα και με ανυπέρβλητη όσφρηση. Μπορούσαν να αντιληφθούν την ύπαρξη ενός τσακαλιού, μιας αντιλόπης, ενός αγριόχοιρου ή μιας ύαινας από απόσταση πολλών χιλιομέτρων.
Οι νομάδες αυτοί, αν και Μουσουλμάνοι, είχαν ως κύρια τροφή τους το κρέας του κυνηγιού και ειδικά των αγριόχοιρων. Αυτό, για τους φανατικούς οπαδούς του Ισλάμ, θεωρείται μεγάλο αμάρτημα και γι’ αυτό, άλλωστε, οι άλλες φυλές της Αφρικής απεχθάνονταν τους αιρετικούς Nemadi.
Οι Nemadi συνήθιζαν να απαντούν:
“Ρωτήσαμε τον Αλλάχ τι είναι προτιμότερο, να τρώμε τα άγρια ζώα για να ζήσουμε ή να αρπάζουμε τις χουρμαδιές των ιδιοκτητών των οάσεων και να κλέβουμε τα ξένα κοπάδια, όπως κάνουν οι άλλοι νομάδες; Κι ο Αλλάχ, εν τη σοφία του, μας είπε: Τρώγετε τα άγρια ζώα, μην ενοχλείτε κανέναν γείτονά σας και σας έχω ανοιχτή την πόρτα του Παραδείσου”.
Οι Nemadi κατείχαν και την τέχνη να ξηραίνουν πάνω στην καυτή άμμο και να παστώνουν τα κρέατα των άγριων ζώων. Με αυτά άντεχαν να ζουν κατά τις εποχές της κακοκαιρίας και της έλλειψης κυνηγιού. Σπάνια προμηθεύονταν με ανταλλαγή από άλλους νομάδες διάφορα είδη διατροφής και ενδυμασίας. Επίσης, με τα αλίπαστα κρέατα άγριων ζώων, τα “τιχτάρ”, νοίκιαζαν καμήλες για τη μεταφορά των πραγμάτων τους κατά τις μεγάλες μετακινήσεις τους.
Τα μέλη της παράξενης αυτής φυλής, που δεν έμοιαζε καθόλου με τις υπόλοιπες αφρικανικές ούτε στο δέμας, αλλά ούτε και στις συνήθειες, ασχολούνταν μόνο με το κυνήγι. Οι γυναίκες τους επιμελούνταν τις γίδες τους, φρόντιζαν τα μωρά τους και κατασκεύαζαν τα ενδύματα της οικογένειας.
Γενικά, οι Nemadi γνώριζαν όλες τις σπάνιες οάσεις και πηγές της Σαχάρας. Προαισθάνονταν, όπως και τα σκυλιά τους, μια επερχόμενη ανεμοθύελλα κι έτσι, κατέφευγαν εγκαίρως σε ασφαλές μέρος. Διένυαν τεράστιες εκτάσεις προκειμένου, ανάλογα με την εποχή, να βρουν έδαφος με νερό και άφθονο κυνήγι.
Οι Nemadi ήταν ειρηνικοί και φιλήσυχοι. Δεν ενοχλούσαν κανέναν μέσα στα βάθη της ερήμου, αλλά και κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να φτάσει ως εκεί για να τους ενοχλήσει.
Όμως, το 1938, μια επιστημονική αποστολή προετοιμαζόταν για να εισδύσει στα άδυτα της Σαχάρας, ώστε να μελετήσει τα ήθη, τα έθιμά τους και τα ίχνη των σωζόμενων λέξεων της παλιάς τους γλώσσας, ώστε να λύσει το μυστήριο της φυλετικής προέλευσης της μυστηριώδους φυλής των Nemadi.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, στις 08/08/1938…