Η Ιωάννα της Λωρραίνης ή αλλιώς Ζαν ντ’ Αρκ, γνωστή επίσης και με την επωνυμία “Αυρηλιανή Παρθένος”, είναι μια από τις πλέον ξεχωριστές και περιλάλητες φυσιογνωμίες της παγκόσμιας Ιστορίας και θα αναφέρεται πάντα με σεβασμό για τον ηρωισμό και τη μεγαλοθυμία της.
Πολλοί ποιητές την εξύμνησαν σε στίχους γεμάτους πάθος και πολλοί συγγραφείς την αποθέωσαν σε σελίδες γεμάτες δράμα.
Η Ζαν ντ’ Αρκ θα παραμείνει εσαεί ως ένα από τα προσφιλέστερα σύμβολα του γαλλικού λαού, ο οποίος την είχε περιβάλει με το φωτοστέφανο της Αγίας.
Η Ιωάννα της Λωρραίνης, λοιπόν, έζησε σε μια εποχή αιματηρή και ταραχώδη και έλαβε μέρος στα σπουδαιότερα γεγονότα του καιρού της, ντυμένη πάντοτε με ρούχα αντρικά και πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους της, για τους οποίους αποτελούσε το παράδειγμα προς μίμηση. Τους εμψύχωνε ακόρεστα με την ορμή και την τόλμη της.
Μάλιστα, μετά την άλωση της πόλης Ρενς, η οποία επιτεύχθηκε χάρις στον ηρωισμό της, παρευρέθηκε στη στέψη του Βασιλιά Καρόλου Ζ’ που έγινε στην ίδια πόλη, κρατώντας υπερήφανα στα χέρια της τη σημαία της νίκης.
Μα, θέλοντας να ελευθερώσει και το Παρίσι, το οποίο βρισκόταν υπό την κατοχή των Άγγλων, συνελήφθη κατά την πολιορκία ενός προαστίου από έναν Βουργουνδό ευγενή, τον Lionel of Wandomme, τον επονομαζόμενο Νόθο της Βανδόμης και παραδόθηκε στον Ιωάννη Β’ του Λινύ, Δούκα του Λουξεμβούργου. Ο τελευταίος, με τη σειρά του, την παραχώρησε στους Άγγλους αντί αμοιβής 10.000 λιρών σε μετρητά και ενός αρκετά σεβαστού μηνιαίου επιδόματος.
Κατόπιν των διαδοχικών αυτών αγοραπωλησιών, η ηρωίδα Ζαν ντ’ Αρκ μεταφέρθηκε σιδηροδέσμια στο φρούριο Μπολιέ, όπου και κρατήθηκε αιχμάλωτη.
Εκεί, όμως, καταλήφθηκε από φρικτή απόγνωση εξαιτίας των απάνθρωπων συνθηκών κράτησής της και του αγροίκου φερσίματος των δεσμοφυλάκων της. Μια μέρα, λοιπόν, μη μπορώντας να υπομείνει άλλο τη μαρτυρική ζωή της, ξεγέλασε τους φρουρούς της και κατόρθωσε να πηδήσει κάτω από το παράθυρο του κελιού της, για να γλιτώσει.
Το πέσιμό της ήταν τόσο ορμητικό και απότομο, ώστε ζαλίστηκε και δεν μπόρεσε να απομακρυνθεί γρήγορα. Έτσι, οι φύλακές της πρόφτασαν και την έπιασαν. Για να μην αποπειραθεί να ξαναδραπετεύσει, την έκλεισαν στον φοβερό Πύργο της Ρουέν.
Εξόχως ενδιαφέρουσα είναι η διαδικασία, η οποία προηγήθηκε της θανατικής καταδίκης της Ιωάννας της Λωρραίνης και η οποία σκηνοθετήθηκε κατά έναν εντελώς σατανικό τρόπο, καθώς θα διαπιστώσουμε παρακάτω.
Το Δικαστήριο που θα έκρινε την τύχη της, αποτελούνταν από αμαθείς και φανατικούς κληρικούς, προκατειλημμένους απέναντί της και αποφασισμένους να τη μεταχειριστούν με σκληρότητα και βαναυσότητα.
-Άδικα προσπαθούσες να δραπετεύσεις! της είπε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου με απότομο ύφος.
-Κι αν δραπετεύσω, κανένας δε θα βρεθεί να με κατηγορήσει ότι παραβίασα έναν όρκο, που δε σας είχα δώσει ποτέ, αποκρίθηκε η αγέρωχη και άκαμπτη 19χρονη ηρωίδα.
-Είναι αλήθεια ότι ο Κάρολος έβλεπε οπτασίες και οράματα όπως εσύ; ξαναρώτησε ο Πρόεδρος.
-Πήγαινε να τον ρωτήσεις μόνος σου, αν έχεις την περιέργεια, του αντιγύρισε η Ζαν ντ’ Αρκ.
-Σου υποσχέθηκαν τα ουράνια πνεύματα να σε ελευθερώσουν;
-Αυτή η ερώτηση είναι εντελώς άσχετη με την υπόθεση, για την οποία με δικάζετε.
-Άλλαζες συχνά σημαία;
-Ναι, κάθε φορά που την τρυπούσαν τα βέλη των εχθρών.
-Και τι μαγείες έκανες για να την ευλογήσεις;
-Ποτέ μου δεν έκανα μαγείες. Τη σημαία την ευλογούσε ο ιερέας στο όνομα του Θεού και της Παναγίας.
-Διέδιδες πράγματι στους στρατιώτες σου ότι η σημαία σου ήταν μαγεμένη και δεν έπρεπε να τρομάζουν κατά τη διάρκεια της μάχης;
-Όχι. Τους παρακινούσα να ορμήσουν μέσα στις εχθρικές γραμμές και ορμούσα εγώ πρώτη, δίνοντάς τους έτσι το παράδειγμα.
-Γιατί στη στέψη του Καρόλου βαστούσες στο πλάι σου τη σημαία;
-Γιατί είχε συμμετάσχει στους ίδιους κινδύνους με εμένα και έπρεπε να ανταμειφθεί.
-Οι Άγιοι που έβλεπες στα οράματά σου ήταν ντυμένοι η όχι;
-Και νομίζετε ότι ο Θεός δε θα ‘χε ρούχα, προκειμένου να τους ντύσει;
-Τον μανδραγόρα γιατί τον κρατούσες πάνω σου; Για να σε ερωτεύονται και να σε ποθούν οι συμπολεμιστές σου;
-Δεν είχα ποτέ κάτι τέτοιο πάνω μου!
Με τέτοιες και χειρότερες ακόμη ερωτήσεις, ανούσιες και απρεπείς, προσπαθούσαν οι κληρικοί να της αποσπάσουν διφορούμενες και αντιφατικές ομολογίες, για να στηρίξουν πάνω σε αυτές την κατηγορία τους. Μα η Ιωάννα της Λωρραίνης απαντούσε πάντοτε με ειλικρίνεια και ευθύτητα.
Όταν σε μια στιγμή κάποιος από τους κληρικούς, πιο συμπονετικός από τους άλλους δικαστές της, τη συμβούλεψε να μπει σ’ ένα γειτονικό εκκλησάκι για να προσευχηθεί, ένας συνάδελφός του τον επέπληξε και του είπε απειλητικά:
-Πρόσεξε καλά! Μην ξαναμιλήσεις σε αυτήν την καταραμένη αποστάτισσα, γιατί θα σε κλείσω σε μια φυλακή, όπου δε θα βλέπεις μήτε ήλιο μήτε φεγγάρι.
Ο ίδιος κληρικός, οσάκις απευθύνθηκε στην Ιωάννα, τη θρυλική Ζαν ντ’ Αρκ, την αποκαλούσε αιρετική, σιχαμένη, άθεη, άτιμη, κακούργα, εταίρα και άλλα σχετικά.
Στις 23 Μαΐου του 1431, η Ιωάννα αρρώστησε βαριά και ζήτησε να εξομολογηθεί. Της έστειλαν, λοιπόν, στη φυλακή έναν Πνευματικό, μα, αμέσως, την επομένη κιόλας μέρα, αδιαφορώντας για την άθλια κατάστασή της, την υπέβαλαν σε νέα μαρτύρια και εξευτελισμούς.
Κατόπιν, ένας Άγγλος κληρικός την επισκέφτηκε στο κελί της και άρχισε να τη βρίζει και να την απειλεί. Τέλος, της φώναξε λυσσώντας από οργή:
-Απευθύνομαι σε σένα, άπιστη, και σου λέω ότι ο Βασιλιάς σου είναι αιρετικός και σχισματικός.
-Μα την πίστη μου, κύριε, μπορώ να διακηρύξω και να ορκιστώ στην ίδια μου τη ζωή πως ο Βασιλιάς Κάρολος Ζ’ είναι ο πιο ευγενικός και ο πιο Χριστιανός από όλους τους Βασιλείς μαζί! αποκρίθηκε η νέα με απαράμιλλη τόλμη.
Στη συνέχεια, της απαιτούσαν να γίνει εξωμότης, αρνησίθρησκη, να απαρνηθεί την πίστη της, να γίνει αποστάτισσα. Μα, η Ιωάννα της Λωρραίνης αρνήθηκε με επιμονή να υποκύψει.
-Εξόμωσε, γιατί θα σε κάψουμε ζωντανή! της φώναζαν με αγανάκτηση.
Συγχρόνως, την πλησίασε ο γραμματέας του Δικαστηρίου και της έδωσε να υπογράψει ένα έγγραφο, δια του οποίου θα έδινε την υπόσχεση ότι δε θα ξαναφορούσε αντρικά ρούχα, ότι δε θα ξανακρατούσε όπλα και ότι θα άφηνε να μεγαλώσουν τα μαλλιά της, τα οποία ήταν κομμένα κοντά.
Επειδή περίμεναν τη νεαρή κοπέλα φριχτά και ανείπωτα βασανιστήρια αν δεν υπέγραφε το έγγραφο αυτό, αναγκάστηκε να το υπογράψει. Έπειτα, διάβασαν στην κατηγορούμενη την απόφαση του Δικαστηρίου, όπου την καταδίκαζαν σε ισόβια δεσμά “προς άφεσιν αμαρτιών”, σύμφωνα με τη φράση των τρομερών Ιεροεξεταστών της. Αργότερα, της φόρεσαν γυναικεία ρούχα και την ξανάστειλαν στην ειρκτή.
Αλλά όταν έφτασε εκεί, οι φύλακές της της έβγαλαν τα γυναικεία ρούχα και την έντυσαν πάλι με τα αντρικά, που τη βόλευαν στις μάχες. Του κάκου διαμαρτυρήθηκε η δυστυχισμένη, λέγοντάς τους ότι την είχαν απειλήσει με θάνατο οι Δικαστές της, σε περίπτωση που δε θα τηρούσε την υπόσχεσή της.
-Δεν έχουμε άλλα. Φόρεσέ τα, αν δε θες να μείνεις ολόγυμνη.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ζαν ντ’ Αρκ έπεσε θύμα ενός καταχθόνιου τεχνάσματος. Μόλις φόρεσε τα αντρικά ρούχα, για να καλύψει τη γύμνια της, μπήκαν στο κελί της μερικοί καταδότες των Ιεροεξεταστών, οι οποίοι τη συνέλαβαν τάχατες επ’ αυτοφώρω να παραβαίνει τον λόγο της και την έστειλαν εκ νέου στους Δικαστές, με την κατηγορία της υποτροπής, δηλαδή της επανάληψης εγκλήματος.
Επομένως, οι Δικαστές συνήλθαν βιαστικά την επόμενη ημέρα και αφού τους δόθηκε η αφορμή που γύρευαν, την καταδίκασαν με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο, χαρακτηρίζοντάς την ως αιρετική και μάγισσα.
Στις 30 Μαΐου του 1431, η Ιωάννα της Λωρραίνης οδηγήθηκε στον τόπο του μαρτυρίου της με συνοδεία 120 ενόπλων αντρών. Στο κεφάλι της της είχαν φορέσει μια μίτρα, πάνω στην οποία διάβαζε κανείς την εξής επιγραφή:
“Αιρετική, σχισματική, αποστάτισσα, νεκρομάντισσα, προδότρια των λαών, συλλέκτρια των δαιμόνων, αισχρή και άπιστη!”
Δίπλα της βάδιζαν δύο ιερείς, οι οποίοι τη βαστούσαν ο ένας από το δεξί και ο άλλος από το αριστερό χέρι και την έβριζαν με φράσεις χυδαίες και ακατανόμαστες.
Η 19χρονη γενναία κοπέλα προχωρούσε στητή, ατάραχη και προσευχόταν, ικετεύοντας το έλεος του Θεού για τη σωτηρία της ψυχής της. Οι βάρβαροι, όμως, συνοδοί της πάσχιζαν να κάνουν τις στερνές της ώρες όσο πιο οδυνηρές μπορούσαν.
Όταν η θρυλική Ζαν ντ’ Αρκ έφτασε στο μέρος που ήταν προορισμένο για τη θανάτωσή της, γονάτισε, ζήτησε να της φέρουν έναν Σταυρό, τον φίλησε ευλαβικά, τον έβαλε μέσα στον κόρφο της και ανέβηκε ατρόμητη στο ικρίωμα.
Οι βασανιστές της είχαν προνοήσει να κατασκευάσουν αρκετά ψηλό το ικρίωμα, με τέτοιον τρόπο ώστε η φωτιά να θερμαίνει και να καίει σιγά-σιγά τις σάρκες της Ιωάννας, κάνοντας έτσι τους πόνους της ακόμη πιο αβάσταχτους.
Το τραγικό τέλος της Ζαν ντ’ Αρκ και η αποφασιστική και αλύγιστη στάση της προξένησαν εξαιρετική εντύπωση σε όλους, ακόμα και στους επικριτές της. Σε πολλούς, μάλιστα, έφεραν δάκρυα στα μάτια.
-Ποτέ δε θα με συγχωρέσει ο Θεός, έλεγε ο δήμιός της μετανοημένος για το κρίμα αυτής της δυστυχισμένης κόρης που τυραννίστηκε σαν Αγία.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 09/02/1932…