Το Βατραχονήσι ήταν νησί του Ιλισσού ποταμού στην παλιά Αθήνα, κοντά στο Ζάππειο. Εκτεινόταν μπροστά από το Παναθηναϊκό Στάδιο, στην είσοδο του Παγκρατίου και πιο συγκεκριμένα, επί της οδού Αγίου Σπυρίδωνος.
Αποτελούσε μια κατάφυτη επίπεδη λωρίδα γης ανάμεσα στις όχθες του αρχαίου ποταμού, που πήγαζε αγέρωχος από τον Υμηττό. Στη νησίδα αυτή υπήρχαν ιερά της αρχαιότητας και χριστιανικοί ναοί.
Το Βατραχονήσι δεν υφίσταται πλέον, καθώς τα έργα κάλυψης του Ιλισσού ξεκίνησαν λίγο πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά κι έτσι, το εξαφάνισαν.
Η ιστορία που ακολουθεί συνέβη στο Βατραχονήσι το έτος 1901.
Ένας οδηγός κάρου, λοιπόν, ένας φτωχός καροτσέρης, ονόματι Ξυπόλητος, ο οποίος έμενε στο νησάκι, πέθανε τον Απρίλιο εκείνης της μακρινής χρονιάς. Μα, για τρεις συνεχείς νύχτες, το φάντασμά του επέμενε να εμφανίζεται στον αδελφό του και σε μερικούς επιστήθιους φίλους του.
Αρχικά, το φάντασμα του καροτσέρη παρουσιάστηκε σε ένα από τα παιδιά που είχε στη δούλεψή του και κατόπιν, εμφανίστηκε και στους υπόλοιπους κοντινούς του ανθρώπους.
Η πολυάριθμη και πολύβουη συνοικία του μικρού αθηναϊκού νησιού αναστατώθηκε από τα παράξενα αυτά νέα, που αμέσως κυκλοφόρησαν απ’ άκρη σ’ άκρη. Όλοι μιλούσαν για το αλλόκοτο εκείνο μυστήριο.
Οι γυναίκες της γειτονιάς πλησίαζαν πια με τρόμο το στοιχειωμένο σπίτι του καροτσέρη, έκαναν τον σταυρό τους κι έφτυναν τον κόρφο τους. Οι ιερείς, δραττόμενοι της ευκαιρίας, ράντιζαν με αγιασμό όλα τα χαμηλά σπιτάκια του συνοικισμού.
Το φάντασμα του καροτσέρη Ξυπόλητου περιδιάβαινε τα χωμάτινα δρομάκια του Βατραχονησίου, αναρριχιόταν στους πέτρινους τοίχους, κρεμόταν από τα κλαδιά των δέντρων ή αιωρούνταν στο κενό.
Οι γριούλες μαζεύονταν τρομαγμένες στα πεζούλια και σχολίαζαν ποικιλοτρόπως το μυστηριώδες γεγονός, ανάλογα με τη φαντασία του ο καθένας, για να φανεί πως ξέρει πιο πολλά απ’ τον γείτονά του:
“Έλα Χριστέ και Παναγιά! Τέτοιο ξωτικό δε ματάδα, κυρά Σταμάταινα. Το’ δε ψες βράδυ που πήδαγε στο σπίτι δυο βολές. Πα, πα, πααα! Παγαίνω να ανάψω την καντήλα μου, κυρά Σταμάταινα”.
Και τα απογεύματα, γύρω από την κρήνη του νησιού, που ήταν οι γυναίκες συναθροισμένες, περιμένοντας καρτερικά τις λιγοστές σταλαγματιές νερού από τη δεξαμενή, από την οποία υδρευόταν η πόλη ολάκερη, σχολιαζόταν μονάχα η εμφάνιση του φαντάσματος του φτωχού καραγωγέα. Και οι γυναίκες ζάρωναν από τον φόβο τους και κούρνιαζαν η μια πλάι στην άλλη. Κι έριχναν και καμιά κλεφτή ματιά πίσω από την πλάτη τους, βαστώντας τις ανασαιμιές τους.
Το φάντασμα του καροτσέρη από το Βατραχονήσι ξέφυγε από τα υδάτινα σύνορα των οχθών, με τα οποία το είχε περιφράξει ο Ιλισσός. Μέσα σε λίγο καιρό, όλη η παλιά Αθήνα μιλούσε για τον βρυκολακιασμένο καραγωγέα, τον φτωχό Ξυπόλυτο, που του έμελλε να αποκτήσει λίγη αίγλη έστω και μετά τον θάνατό του.
Και σφάλιζαν τα ξύλινα μάνταλα οι νοικοκυραίοι. Τραβούσαν καλά τις λευκές κεντητές κουρτίνες και έπαιρναν μέσα το κλειδί, που συνήθιζαν ν’ αφήνουν ξέγνοιαστα κάτω από τη γλάστρα.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 29/04/1901…