Η Κορινθία, τα παλαιότερα χρόνια, ήταν μια επαρχία που έβριθε θρύλων και ιστοριών φαντασμάτων. Πολλά λέγονταν, πάντα ψιθυριστά, για το στοιχειωμένο σπίτι του Διμηνιού, για το αίμα που μιλάει, για τις νεράιδες της Γελλήνης, για τον αράπη τον Τρικάλων και για τους σκοτωμένους που ούρλιαζαν.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά…
Το στοιχειωμένο σπίτι του Διμηνιού…
Τη δεκαετία του 1930, ταξιδεύοντας κανείς για το Ξυλόκαστρο, στην έξοδο του Διμηνιού, υπήρχε ένα σπίτι παμπάλαιο, γνωστό με την ονομασία “το σπίτι του Πολύδωρου”.
Οι κάτοικοι των γύρω περιοχών ψέλλιζαν με τρόμο πως ήταν στοιχειωμένο. Έλεγαν πως εκεί ζούσαν κάτι όντα μαυριδερά και κακομούτσουνα, συφοριασμένα και ανεξέλεγκτα, που έσερναν βαριές μεταλλικές αλυσίδες πάνω στα ξεχαρβαλωμένα ξύλινα πατώματα και στους γκριζωπούς τοίχους, αφήνοντας κάτι κρότους ανατριχιαστικούς και πέρα για πέρα απειλητικούς. Οι καλοί Διμηνιώτες απέφευγαν να περνούν απ’ το σημείο είτε νύχτα είτε μέρα.
Το αίμα που μιλάει…
Στον Άγιο Γεράσιμο, πάλι, σε μια εκκλησούλα έξω απ’ το Ξυλόκαστρο, στον δρόμο που οδηγούσε προς τα Τρίκαλα Κορινθίας, κάθε βράδυ στους διαβάτες “μιλούσε το αίμα κάποιου σκοτωμένου”. Στο μέρος εκείνο, ένας χωρικός από τα Γεωργαντέικα, χρόνια πριν, είχε σκοτώσει άγρια κάποιον συγχωριανό του, του οποίου το αίμα σχημάτισε μια μικρή λίμνη που δεν έλεγε να ξεραθεί για μέρες.
Αυτό ήταν αρκετό να δημιουργήσει τον θρύλο και την πρόληψη. Οι πεζοπόροι, αλλά και οι λιγοστοί οδηγοί, και την ημέρα ακόμη, πρόσεχαν να μην πατήσουν τη “λιμνούλα του αίματος”, η οποία δε φαινόταν πια, αλλά παρέμενε άλικη και ζοφερή στη φαντασία των ανθρώπων.
Οι νεράιδες της Γελλήνης…
Στη Γελλήνη και τα άλλα χωριά του δήμου Τρικάλων, που γειτονεύουν με το Μαύρο Όρος, κυριαρχούσαν οι αφηγήσεις για εξωτικές νεράιδες με αιθέρια ομορφιά. Οι ντόπιοι ήταν ανένδοτοι: οι νεράιδες φυσικά υπήρχαν και ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής βουκολικής ζωής τους. Όλο και κάποιος είχε δει μια θαυμαστή τέτοια καλλονή μέσα στη νύχτα κι όλο και κάποιος είχε χάσει τη λαλιά του, νεραϊδοπαρμένος πια, επειδή τρόμαξε άθελά του ένα τέτοιο εξαίσιο και λεπτεπίλεπτο πλάσμα.
Μάλιστα, οι χωρικοί ήξεραν και το κονάκι των νεράιδων. Ήταν το στόμιο μιας σπηλιάς, εκεί σε μια δύσβατη πλαγιά στο Μαύρο Όρος, που έμοιαζε με στόμα που χάσκει παραμορφωμένο από τρόμο. Πολλοί παλικαράδες της περιοχής αψήφισαν τις προειδοποιήσεις των γηραιότερων και όσοι τόλμησαν να διανυκτερεύσουν στο σπήλαιο των νεράιδων, βλήθηκαν από τα αερικά και δεν ξαναήρθαν στα σωστά τους.
Ο αράπης τον Τρικάλων…
Επίσης, στα Τρίκαλα, στον Κάτω Μαχαλά, όπως οι ντόπιοι ονόμαζαν την κάτω συνοικία, στεκόταν αδυσώπητο το στοιχειωμένο σπίτι του Καλλαρά. Ένας βλοσυρός αράπης αγνάντευε στο παραθύρι με δυο μάτια πυρωμένα κάρβουνα και κάπνιζε το τσιμπούκι του, καραδοκώντας ποιος θα περάσει απ’ έξω να γίνει το θήραμά του.
Το σπίτι αυτό, όμως, δεν το φοβήθηκε ο Θεοφάνης Μητσούλας, που το μετέτρεψε σ’ ένα όμορφο και ατμοσφαιρικό ξενοδοχείο. Και από τότε, ο κόσμος το ξεφοβήθηκε και πέρναγε θαρρετά από τη στράτα του.
Οι σκοτωμένοι που ούρλιαζαν…
Σε μια άλλη τοποθεσία, στα Τουρκομνήματα, κάθε νύχτα ούρλιαζαν σκοτωμένοι άνθρωποι, Τούρκοι, που σφαγιάστηκαν εκεί από τους γηγενείς σε κάποια μάχη κατά τη διάρκεια του αγώνα για την απελευθέρωση από την οθωμανική κατοχή. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και στο Ξεροκάμαρο. Κανείς δεν είχε το κουράγιο να περάσει από εκείνον τον τρισκατάρατο τόπο και προτιμούσε να κάνει κύκλο για να φτάσει στον προορισμό του.
Η θαυματουργή εικόνα του Αγίου Βλασίου…
Μα, η πιο περίεργη αφήγηση ερχόταν από την Πέρα Συνοικία των Τρικάλων, το περίφημο θέρετρο που κάθε καλοκαίρι μάζευε πλήθος παραθεριστών και από την Ελλάδα, αλλά κυρίως από την Αίγυπτο.
Ήρωας της αφήγησης αυτής ήταν ο Άγιος Βλάσιος, ο προστάτης του τόπου, του οποίου τα λείψανα σώζονται στο μοναστήρι λίγο έξω από το χωριό. Σύμφωνα με τους χωρικούς, ο Άγιος Βλάσιος έδερνε τους απίστους!
Μάλιστα, για τη θαυματουργό δύναμή του μιλούσαν και οι πέτρες ακόμη σε όλη την επαρχία της Κορινθίας. Και ήταν αμέτρητοι εκείνοι που είχαν βρει γιατρειά στο μοναστήρι του, στο οποίο υπήρχαν και αλυσίδες για το δέσιμο των τρελών που οδηγούνταν εκεί και θεραπεύονταν χάρη στη θαυμαστή του επέμβαση.
Έλεγαν, λοιπόν, πως η εικόνα του Αγίου μεταφερόταν στα σπίτια των πασχόντων με τη θέλησή της! Πολλές φορές συνέβη να μένει ακίνητη παρά τις προσπάθειες ορισμένων που επιχείρησαν να τη μεταφέρουν.
Κάποτε, κάποιος πεισμάτωσε που δεν κουνιόταν και για να την αποσπάσει, γκρέμισε τον τοίχο του τέμπλου. Και αφού κορδώθηκε ότι νίκησε, κίνησε με την εικόνα αγκαλιά για το σπιτικό του.
Μα, λίγο έξω απ’ το χωριό, σε μια ερημική άκρη, έφαγε το ξύλο της χρονιάς του! Αόρατα χέρια τον βαρούσαν από παντού και ο αθεόφοβος έμπηξε τις φωνές και μαζεύτηκαν οι συγχωριανοί του να δουν τι είχε πάθει. Τον βρήκαν σε κακό χάλι και χωρίς την εικόνα πλάι του. Έτρεξαν στην εκκλησία και βρήκαν την εικόνα του Αγίου να κάθεται ήρεμα στη θέση της.
Κάποιοι είπαν πως και ένας παπάς είχε δοκιμάσει την οργή του Αγίου και έφαγε κι αυτός τις αόρατες ξυλιές του. Ο ίδιος το διέψευδε περίτρανα, αλλά ο κόσμος το πίστευε και το διηγούνταν.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 01/09/1936…