Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1962, ξεκίνησε η προανάκριση από τον Διοικητή του Τμήματος Γενικής Ασφάλειας Πατρών, Νικ. Παναγιωτόπουλο, σχετικά με τη νεκροκεφαλή που είχε ανακαλυφθεί εντοιχισμένη στα θεμέλια του Δημοτικού Θεάτρου κατά τη διάρκεια έργων επισκευής του.
Οι πρώτοι που προσήχθησαν για ανάκριση ήταν οι εργαζόμενοι στο επισκευαζόμενο κτίριο του Θεάτρου, οι οποίοι κατέθεσαν πως η νεκροκεφαλή βρισκόταν τοποθετημένη μέσα σ’ ένα κοίλωμα των θεμελίων, που είχε πια αποκτήσει το σχήμα της κάρας και περιβαλλόταν από στερεά πορσελάνη, η οποία είχε χρησιμοποιηθεί από τους μηχανικούς, την εποχή της ανέγερσης του ιστορικού αυτού κτιρίου, ως οικοδομικό υλικό, το 1872.
Παρά τις ανασκαφές στη γύρω περιοχή, όπου εντοπίστηκε το μακάβριο αυτό εύρημα, εν τούτοις, δεν αποκαλύφθηκε κανένα άλλο ανθρώπινο οστό. Κατόπιν τούτου, οι Ανακριτικές Αρχές της Πάτρας απέκλεισαν παντελώς την εκδοχή ενός εγκλήματος που να είχε διαπραχθεί εκείνη την εποχή και εξέφραζαν την άποψη ότι θα επρόκειτο για κάποιο παράξενο έθιμο των Ιταλών μαστόρων.
Πάντως, η νεκροκεφαλή παρελήφθη και θα αποστελλόταν στο ειδικό εργαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών για περαιτέρω εξέταση.
Μόλις η ιστορία αυτή διέρρευσε στον τοπικό Τύπο, υπήρξαν μερικοί υπερήλικες Πατρινοί, οι οποίοι θυμήθηκαν διάφορους θρύλους από την εποχή της νεότητάς τους, που έλεγαν ότι το Δημοτικό Θέατρο της πόλης τους ήταν στοιχειωμένο.
Σχετικώς είχε ασχοληθεί κατά το παρελθόν, το 1935, στην εφημερίδα “Πατραϊκόν Ημερολόγιον” και ο δημοσιογράφος Χρήστος Χασάπης, ο οποίος είχε περιγράψει ολόκληρο τον θρύλο, σύμφωνα με την αφήγηση του Κώστα Καμένου.
Μεταξύ άλλων απίθανων γεγονότων, τα οποία αναφέρονταν στους θρύλους σχετικά με το Θέατρο των Πατρών, αναγράφονταν και τα εξής:
Ο πρώτος θίασος, ο οποίος έδωσε παραστάσεις στο νεόδμητο τότε Δημοτικό Θέατρο, ήταν ένας μελοδραματικός θίασος από την Ιταλία. Στο καλλιτεχνικό του προσωπικό συγκαταλέγονταν και δυο τενόροι, που ήταν και οι πρωταγωνιστές του.
Μάλιστα, ο ένας από αυτούς υπερείχε του άλλου τόσο στην εμφάνιση, όσο και στο ταλέντο, κι επομένως, σημείωνε περισσότερες επιτυχίες μεταξύ των γυναικών, αλλά και γενικά, του ανετίθεντο ρόλοι πρωταγωνιστή, γεγονός το οποίο του εξασφάλιζε εκδηλώσεις θαυμασμού και ενθουσιασμού των θεατών. Η υπεροχή του συναδέλφου του είχαν προκαλέσει αίσθημα μίσους και φθόνου στον έτερο Ιταλό τενόρο.
Ο θρύλος ήθελε να μένει μυστικό το μίσος του Ιταλού τενόρου, το οποίο εκδηλώθηκε μόνο κατά την τελευταία παράσταση του “Rigoletto” του Giuseppe Verdi. Ο τενόρος β’ βρισκόταν πίσω από την κουΐντα και ανέμενε τον συνάδελφό του, μετά την εκτέλεση του ρόλου του. Μόλις ο πρωταγωνιστής μπήκε στα παρασκήνια, δέχτηκε το δολοφονικό κάρφωμα του στιλέτου πισώπλατα και σε λίγο ξεψύχησε.
Λεγόταν πως πάνω στη λεπίδα του στιλέτου, το οποίο ήταν ισπανικής προέλευσης, αναγραφόταν ο εξής δυσοίωνος στίχος: “Χωρίς πόνο και χωρίς στεναγμό”, δηλαδή μέσω αυτού, ο θάνατος ερχόταν ακαριαίος.
Ωστόσο, ο θάνατος του πρωταγωνιστή αναστάτωσε ολόκληρο τον θίασο, ο οποίος, όμως, για να αποφύγει τη διάλυσή του και τη διακοπή των παραστάσεων, με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο σε όλα τα μέλη του, ηθοποιούς και τεχνικούς, αποφάσισε να αποκρύψει το πτώμα και να συνεχίσει τις παραστάσεις του με τον τενόρο β’, που ήταν και ο δολοφόνος.
Έτσι κι έγινε και ο ατυχής Ιταλός πρωταγωνιστής ενταφιάστηκε προχείρως, ενδεδυμένος με τα ρούχα του ρόλου του, κάπου στα υπόγεια του νεόχτιστου τότε θεάτρου.
Ο θεατρικός επιχειρηματίας, Κ. Ψημένος, αφηγήθηκε αργότερα ότι ο δολοφονημένος τενόρος είχε βρυκολακιάσει. Μετά τις παραστάσεις των εκάστοτε θιάσων, γύρω στα μεσάνυχτα, το φάντασμά του ανέβαινε στη σκηνή και τραγουδούσε ένα απόσπασμα από τον “Rigoletto”, το περίφημο “Φτερό στον άνεμο, γυναίκας μοιάζει…” (La donna e mobile). Έπειτα, κατέβαινε από τη σκηνή, περπατούσε στην πλατεία κι από εκεί πήγαινε στο κεντρικό θεωρείο, τραγουδούσε ξανά το αγαπημένο του απόσπασμα και σε λίγο εξαφανιζόταν.
Τόσο ο Κ. Ψημένος, όσο και άλλοι θεατρικοί επιχειρηματίες, υποστήριζαν ότι είχαν ακούσει συχνά τις μεταμεσονύκτιες ώρες το φάντασμα του τενόρου να τραγουδάει με μαεστρία τα αγαπημένα του άσματα.
Ο Άγγελος Κουλουμπής, εκδότης στην Πάτρα, είχε να διηγηθεί μια ακόμη ιστορία. Στο Δημοτικό Θέατρο δούλευε ως θυρωρός και ταξιθέτης των θεωρειούχων κάποιος μπάρμπα-Γιώργης Μπεράτης, που έμενε πάντα τελευταίος για να κλείσει τις πόρτες και να κλειδώσει το κτίριο.
Ο άνθρωπος αυτός συνήθιζε να λέει πως πολλές φορές αισθανόταν ένα αόρατο χέρι να τις κλείνει, προτού εκείνος προλάβει να απλώσει το χέρι του κατά κει. Τόσο είχε συνηθίσει σ’ αυτή την παράδοξη κίνηση του φαντάσματος, ώστε, όταν δεν έκλειναν μόνες τους οι πόρτες, φώναζε: “Άντε, λοιπόν, δε θα τις κλείσεις απόψε;”
Ο Άγγελος Κουλουμπής είχε να εξιστορήσει και κάτι ακόμα. Το 1918, ο μέγας βαρύτονος Γιάννης Αγγελόπουλος τραγουδούσε ένα βράδυ την όπερα “Faust”του Charles Gounod. Την ώρα της άριας, είδε έξαφνα στην κουΐντα το φάντασμα του τενόρου, ντυμένο με το φράκο του, να τον ακούει εκστατικός.
Ο Αγγελόπουλος έπαθε τέτοιο σοκ, που σταμάτησε αμέσως να τραγουδά. Οι θεατές δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί στον εκλεκτό καλλιτέχνη και άρχισαν να κοιτάζονται μεταξύ τους κατάπληκτοι. Μετά βίας, ο μέγας βαρύτονος της εποχής, έπειτα από αρκετή ώρα, κατόρθωσε να βρει δυνάμεις και να συνεχίσει. Μόλις, όμως, εκμυστηρεύτηκε στους άλλους τι είδε και όταν το παράξενο γεγονός διαδόθηκε στην πλατεία του θεάτρου, οι θεατές άρχισαν σιγά-σιγά να αποχωρούν, μέχρι που δεν απέμεινε κανείς.
Πολλές παρόμοιες ιστορίες για το φάντασμα του δολοφονημένου τενόρου στο Δημοτικό Θέατρο Πατρών άρχισαν να ξεπηδούν, σαν ατίθασα βεγγαλικά, από τα τρομαγμένα στόματα των Πατρινών, που, ούτως ή άλλως, δήλωναν πάντοτε υπερήφανοι για το ιστορικό τους θέατρο.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ”, στις 26/09/1962…