Παρουσιάστηκε εχθές το πρώτο μέρος της αληθινά καταπληκτικής ιστορίας, σχετικά με την ανεύρεση πλάσματος, εξαιρετικά όμοιου με τη μυθολογική Γοργόνα, στις ακτές της Νοτίου Αφρικής.
Η Γοργόνα είχε παρασυρθεί μια νύχτα του Μαΐου του 1936 έξω από τη θάλασσα και εντοπίστηκε στις αλυκές του Έλληνα ιδιοκτήτη, κυρίου Παρασκευά, κοντά στο λιμάνι του Λοουρένσο Μάρκες, στη Μοζαμβίκη, όπου και τη φόνευσαν. Τρεις νύχτες αργότερα, ένα άλλο τέρας εμφανίστηκε στις ίδιες αλυκές.
Εκείνη τη φορά, όμως, δεν επρόκειτο για Γοργόνα. Οι φωνές, που έσκουζαν άγρια, ήταν περισσότερο βροντώδεις, σαν απειλητικά μουγκρητά και ο Παρασκευάς, υπό το ωχρό φως των ηλεκτρικών φανών, διέκρινε στο σκοτάδι ένα αλλόκοτο ον, που συρόταν προς το μέρος του με βρυχηθμούς και απελπιστικές χειρονομίες.
Δίχως να διστάσει ούτε για μια στιγμή, έβγαλε το όπλο του και το πυροβόλησε αμέσως. Το παράξενο πλάσμα γκρεμίστηκε στο έδαφος με γδούπο βαρύ, ενώ εκδήλωνε τον τραυματισμό του με γόους φοβερούς και άναρθρους.
Όταν, τελικά, αποκαταστάθηκε η σιγή των αναστεναγμών του, ο Παρασκευάς το πλησίασε με τόλμη. Αντίκρισε ένα παρόμοιο τέρας με τη Γοργόνα, αισθητά μεγαλύτερο και ογκωδέστερο, με μουστάκια φώκιας, ξυρισμένο κεφάλι, στιβαρά χέρια και ανδρικά μέλη.
Η σφαίρα τού είχε τρυπήσει τον λαιμό και φαίνονταν ξεκάθαρα ματωμένα κομμάτια από βρόγχους ψαριού, από τους οποίους ο Έλληνας ιδιοκτήτης των αλυκών έλυσε πάραυτα την απορία, που του είχε γεννηθεί εξ αρχής. Τα όντα αυτά δεν ανέπνεαν στο νερό με πνεύμονες, αλλά με βράγχια, όπως και τα ψάρια.
Προφανώς, η Γοργόνα, άγνωστο πώς, αφού περιπλανήθηκε, έπεσε στην αλυκή, όπου και αιχμαλωτίστηκε και δεν κατόρθωσε να επιστρέψει ζωντανή στη θαλάσσια διαμονή της. Φώναζε, λοιπόν, καλώντας ίσως σε βοήθεια τον σύντροφό της, αλλά στις φωνές της κατέφτασε πρώτος ο Παρασκευάς μαζί με τους συντρόφους του κι έτσι, επακολούθησε η σκληρή σκηνή του φόνου της.
Ήδη ο αρσενικός, που ήταν το ταίρι της, ο Γοργόνος αν θέλετε, ερχόταν να την αναζητήσει και τα απεγνωσμένα μουγκρητά του έμοιαζαν λίγο με κλάμα, με παράπονο. Ο Παρασκευάς δεν μπορούσε να δώσει άλλη εξήγηση στο διπλό, μυστηριώδες περιστατικό.
Οπωσδήποτε, το γεγονός αυτό μαθεύτηκε αμέσως σ’ ολόκληρη τη Μοζαμβίκη και γράφτηκε, μάλιστα, και στις τοπικές εφημερίδες. Ένας άλλος Έλληνας, ονόματι Λιβαρός, που ζούσε κι αυτός στην εξωτική, αφρικανική χώρα, πρότεινε στον Παρασκευά να αγοράσει τα αλλόκοτα τέρατα και συμφώνησαν τελικά στην τιμή των εκατό λιρών.
Ο Λιβαρός έκανε τη σπουδαιότερη επιχείρηση της ζωής του. Τοποθέτησε τα μοναδικά πλάσματα σε δυο πελώριες γυάλες και άρχισε να περιφέρεται σε πόλεις και χωριά της Νοτίου Αφρικής, επιδεικνύοντάς τα, αντί εισιτηρίου 2 σελλινίων και 6 πεννών κατ’ άτομο. Στις ομαδικές επισκέψεις σε σχολεία έκανε και έκπτωση, εισπράττοντας ένα σελλίνι για κάθε μαθητή.
Με λίγα λόγια, με αυτόν τον τρόπο ο Λιβαρός θησαύρισε και υπολογίστηκε ότι σε εκείνη την πρωτότυπη περιοδεία, αποκόμισε τουλάχιστον πέντε χιλιάδες λίρες. Μόνο στη Γεωργοκτηνοτροφική Έκθεση, που διοργανώνονταν κάθε χρόνο στο Γιοχάνεσμπουργκ και όπου μετέφερε τα περίεργα εκθέματά του, για να τα επιδείξει, παρήλασαν περίπου δέκα χιλιάδες θεατές, μεταξύ των οποίων και όλοι σχεδόν οι Έλληνες της πλούσιας πρωτεύουσας της Νοτίου Αφρικής.
Εκεί, ανάμεσα στα έκπληκτα πλήθη, είχαν βρεθεί και δύο Αμερικανοί φυσιολόγοι, που αμέσως προσφέρθηκαν να αγοράσουν τα αινιγματικά θαλάσσια όντα, για λογαριασμό του Μουσείου της Νέας Υόρκης, πράγμα που πέτυχαν τελικώς. Η συμφωνία κλείστηκε στην τιμή των δύο χιλιάδων λιρών.
Το ζεύγος των Γοργόνων κατέληξε, λοιπόν, στο Μουσείο και οι φυσιολόγοι δεν άργησαν να το κατατάξουν:
“Ένα νέο είδος θηλαστικού των θαλασσών ανακαλύφθηκε, που ομοιάζει με εκείνα, που είχαν εμφανιστεί κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού και των οποίων η ύπαρξη δεν είχε εξακριβωθεί ποτέ έως τώρα. Οι ιστορικές καταγραφές έδωσαν αφορμή να θεωρηθούν ως αποκυήματα της ζωηρής φαντασίας, αν και έρχονταν σε απόλυτη αντίθεση με τη σοβαρότητα και την ιστορική ακρίβεια των περιγραφών, που έκανε πάντα ο έγκριτος ιστορικός της εποχής, Φλάβιος Αρριανός”.
Ο ανταποκριτής της εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ” στην Αφρική, Α. Αγγελόπουλος, κλείνοντας το εν λόγω άρθρο, κατέληγε:
“Εάν η αφήγηση δε γινόταν από τόσο αξιόπιστα πρόσωπα και δεν επιβεβαιωνόταν από όσους ρώτησα ο ίδιος στο Γιοχάνεσμπουργκ, οι οποίοι είχαν δει με τα μάτια τους το ζεύγος των Γοργόνων, δε θα είχα καμιά απολύτως διάθεση να δώσω πίστη. Οι αναγνώστες, πάντως, είναι ελεύθεροι να κρατήσουν τις επιφυλάξεις τους”.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 09/10/1939…