Το ζεύγος Μπαρνς ζούσε στην πόλη Τρανσβάαλ της Νοτίου Αφρικής. Διέθεταν μια υπέροχα μοναδική κούκλα, ύψους ενός μέτρου περίπου, με θαυμάσια ξανθά μαλλιά.
Όταν κάποιος πλησίαζε την ανθρωπόμορφη κούκλα, διαπίστωνε έκπληκτος ότι τα μάτια της φωτίζονταν. Οι φίλοι του ζευγαριού εκλιπαρούσαν τους Μπαρνς να την κάψουν, γιατί ήταν πεπεισμένοι ότι το αλλόκοτο αυτό παιχνίδι ήταν στοιχειωμένο.
Η σύζυγος αρνούνταν επίμονα να αποχωριστεί την κούκλα, η οποία ανήκε στην οχτάχρονη κόρη της, που είχε πεθάνει την προηγούμενη χρονιά.
Παρόλα αυτά, η κυρία Μπαρνς εξομολογήθηκε σε οικείους της ότι είχε δει την κούκλα να προσπαθεί να κατεβεί από την καρέκλα, πάνω στην οποία την είχαν τοποθετήσει.
Σε μια άλλη περίπτωση, την άκουσε να αναπνέει, όπως ακριβώς την είχε ακούσει να αναπνέει με αργό και σταθερό ρυθμό και ο κύριος Μπαρνς.
Μετά από αυτά τα περιστατικά, η θλιμμένη μητέρα είχε τρομοκρατηθεί. Επομένως, πήρε την απόφαση να αφήσει την κούκλα στον τάφο της κόρης της, για να τη συντροφεύει. Αλλά την ίδια κιόλας νύχτα, είδε στο όνειρό της την κορούλα της, που της ζητούσε ικετευτικά να πάρει την κούκλα μακριά από τον τάφο και να την επιστρέψει στο σπίτι τους, επειδή η κούκλα… κρύωνε.
Ακόμη, στην ευρύτερη αφρικανική περιοχή ήταν πολύ διαδεδομένη η μαγεία ανάμεσα στους ιθαγενείς. Όταν η κυρία Μπαρνς συμβουλεύτηκε τον τοπικό μάγο, εκείνος επέμενε επιτακτικά πως έπρεπε να κάψει την κούκλα, που, σύμφωνα με αυτόν, ήταν βεβαιότατα δαιμονισμένη.
Η κυρία Μπαρνς όμως, παρά την επιμονή όλων να ξεφορτωθεί το στοιχειωμένο παιχνίδι, αρνήθηκε να το κάψει, επειδή φοβόταν ότι η κούκλα θα έβρισκε τρόπους να την εκδικηθεί.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 30/03/1962…