Πώς ενήργησε η Ανακριτική Αρχή
Προτού η εφημερίδα αναφερθεί στη γνώμη του έγκριτου ιατρού Αντωνίου, που ήταν ο μόνος ειδικός την εποχή εκείνη για να μιλήσει για το μυστηριώδες φαινόμενο της τηλεπάθειας, αποφάσισε πως ήταν απαραίτητο να γνωρίζουν οι αναγνώστες όλες τις τραγικές λεπτομέρειες υπό τις οποίες τελέσθηκε το φοβερό αυτό έγκλημα.
Οι λεπτομέρειες αυτές εξακριβώθηκαν πλήρως από την Ανακριτική Αρχή. Επίσης, συνέπιπταν παντελώς με το τηλεπαθητικό όνειρο της Αντωνίας, της μοιραίας συζύγου του δολοφονημένου Γαϊτάνου Τζουλιάνι. Άλλωστε, η κατάθεσή της έθεσε την Αστυνομία στα ίχνη των στυγερών δολοφόνων.
Ο Τζουλιάνι στη Σκάλα Ωρωπού
Όπως είχε προαναφερθεί, ο Τζουλιάνι είχε μεταβεί στη Σκάλα Ωρωπού στις 21 Ιουλίου του 1903, προκειμένου να πληρωθεί τα ημερομίσθια των εργατών του ορυχείου, στο οποίο ήταν υπεργολάβος. Εκεί ήρθε σε διένεξη με τον εργολάβο του χώρου, ο οποίος ήθελε να πραγματοποιήσει την πληρωμή κυρίως σε χάλκινα και νικέλινα νομίσματα.
Αρχικά, ο Γαϊτάνος αρνήθηκε να πληρωθεί με αυτόν τον τρόπο, αλλά όταν κατάλαβε ότι δε γινόταν διαφορετικά, έλαβε τελικά 4.100 δραχμές (μεγάλο ποσό για την εποχή) σε χάλκινα και νικέλινα νομίσματα.
Όμως, η μεταφορά του ποσού αυτού από τη Σκάλα μέχρι τον Ωρωπό, δηλαδή απόσταση πέντε και πλέον ωρών με πεζοπορία, δεν ήταν καθόλου ευχερής, γιατί το βάρος ήταν μεγάλο.
Εντέλει, κατόρθωσε να ανταλλάξει την πληθώρα των νομισμάτων με ίσο ποσό χαρτονομισμάτων και το πέτυχε με μικρή του ζημία. Η ώρα που ολοκλήρωσε τις διάφορες εργασίες του ήταν επτά το απόγευμα.
Χάριν της συζύγου του
Υπό άλλες συνθήκες, ο Γαϊτάνος θα είχε διανυκτερεύσει στη Σκάλα, μιας και ήταν τόσο αργά για να επιστρέψει στο σπίτι του. Μα, η αγωνία του για τη λεχώνα σύζυγό του που είχε εμφανίσει πυρετό μετά τη γέννηση του μόλις πέντε ημερών βρέφους τους, τον έκανε να αλλάξει τις συνήθειές του και να ταξιδέψει μέσα στα σκοτάδια.
Αφού συνέφαγε με μερικούς φίλους του, σηκώθηκε απότομα.
-Για πού το ‘βαλες, Γαϊτάνο;
-Πρέπει να φύγω. Λυπάμαι. Η γυναίκα μου είναι άρρωστη κι ανησυχώ. Γι’ αυτό καλύτερα να γυρίσω σπίτι.
Πράγματι, αφού ζήτησε άλογο και δε βρήκε, ξεκίνησε πεζός για την επιστροφή.
Η ενέδρα
Μια ομάδα χωρικών από το Σάλεσι, όπως είχε προαναφερθεί, που κατευθυνόταν στη Σκάλα, στάθμευσε για λίγο στο ορυχείο, όπου τυχαία πληροφορήθηκε ότι ο Τζουλιάνι έμελλε τη νύχτα εκείνη να επιστρέψει σπίτι του, μεταφέροντας ένα αρκετά μεγάλο ποσό. Οι τρεις συνέχισαν κανονικά την πορεία τους, ενώ οι άλλοι δυο συνέλαβαν γρήγορα-γρήγορα την ιδέα του εγκλήματος.
Έστησαν ενέδρα στον Γαϊτάνο στον “βράχο της Μπούκας”, ένα σημείο που θεώρησαν ιδανικό για να υλοποιήσουν το σατανικό τους σχέδιο. Κρύφτηκαν πίσω από τα βράχια και ανέμεναν το υποψήφιο θύμα τους, σφίγγοντας αποφασιστικά τα μαχαίρια τους.
Κι ο ανύποπτος Γαϊτάνος δεν άργησε να φανεί. Ήταν γύρω στα μεσάνυχτα. Σιγομουρμούριζε έναν σκοπό για να του δίνει θάρρος στα σκοτάδια. Βάδιζε γοργά μέσα στην ερημιά, ανυπόμονος να επιστρέψει σπίτι του.
Με το άκουσμα του άσματος, οι δυο κακούργοι ενέτειναν την προσοχή τους. Κι αφού περίμεναν μερικές στιγμές, είπε ο ένας στον άλλον:
-Πρόσεχε καλά! Όπως είπαμε… Έρχεται.
Κι ο δύστυχος Τζουλιάνι, αγνοώντας πως διένυε τα στερνά λεπτά της θνητής ζωής του, ολοένα και πλησίαζε…
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΧΡΟΝΟΣ”, στις 24/09/1903…