Το 1962, οι κάτοικοι του Ασβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης ήταν ιδιαιτέρως συγκινημένοι από την αποκάλυψη ενός πρωτοφανούς θαύματος, κατά το οποίο παρουσιάσθηκε η Αγία Παρασκευή και δύο λάμποντες αιωρούμενοι οφθαλμοί ενώπιον μιας ομάδας μαθητριών του δημοτικού σχολείου, ενώ είχαν επισκεφτεί το ξωκκλήσι της.
Το θαύμα έλαβε χώρα στις αρχές Μαΐου κατά τις απογευματινές ώρες σε μικρή απόσταση από το Ασβεστοχώρι, σε έναν λόφο πλάι στον χείμαρρο της περιοχής, όπου δύο χρόνια νωρίτερα οι κάτοικοι έχτισαν το μικρό ξωκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή.
Έξι μήνες πριν, στον περίβολο της μικρής εκκλησούλας πραγματοποιούνταν δεντροφύτευση από τους μαθητές του σχολείου με πεύκα και έκτοτε, κατά διαστήματα, πήγαιναν εκεί ομάδες μαθητών των τριών μεγαλύτερων τάξεων, για να περιποιηθούν τα δενδρύλλια.
Στις 8 Μαΐου, λοιπόν, ημέρα Τρίτη και γύρω στις 2:30 μ.μ. μια μικρή παρέα από 11 κορίτσια βρισκόταν στο σημείο και φρόντιζε τον χώρο. Ένα κορίτσι, η Μαρίκα Μπόζη, μπήκε μέσα στο ξωκκλήσι για να προσευχηθεί και να ανάψει τα καντήλια.
Όταν το κοριτσάκι προσευχόταν, έστρεψε κάποια στιγμή το βλέμμα της προς το Ιερό και εκεί αντίκρισε έκθαμβη μια γυναικεία μορφή, νεανική, που φορούσε λευκό ποδήρη χιτώνα, πάλλευκη κόμη και ακτινοβόλο φωτοστέφανο, η οποία περιφερόταν με αέρινο βάδισμα μπροστά στην Ωραία Πύλη. Η οπτασία, όπως φάνηκε στη μαθήτρια, χαμογελούσε με καλοσύνη.
Τρομαγμένη η Μαρίκα από το απροσδόκητο θέαμα, βγήκε τρέχοντας έξω και μίλησε για το θαύμα στις συμμαθήτριές της Φανή Σπάνδρου και Ζωή Μιδούχου, που ήταν οι πρώτες που συνάντησε. Η Φανή, που θεώρησε τα λεγόμενα της Μαρίκας φαντασιώσεις, τη μάλωσε και της είπε να μη λέει ανοησίες.
Ξάφνου, η Φανή, μόλις σταμάτησε να μιλάει, έπεσε κεραυνόπληκτη στο έδαφος, έχοντας χάσει τις αισθήσεις της. Τα άλλα κορίτσια προσπάθησαν να τη συνεφέρουν και έτσι, σε λίγο, η Φανή σηκώθηκε όρθια.
Κατόπιν, οι τρεις μαθήτριες μπήκαν μέσα στο ξωκκλήσι και έκπληκτες είδαν έναν λάμποντα οφθαλμό να αιωρείται στο ύψος του παραπετάσματος της Ωραίας Πύλης. Έτρεξαν έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και ανακοίνωσαν με δέος όλα όσα είχαν βιώσει στις υπόλοιπες συμμαθήτριές τους, που εκείνη τη στιγμή ασχολούνταν με το πότισμα των δέντρων.
Από τις αφηγήσεις δόθηκε η εντύπωση ότι τα κορίτσια αξιώθηκαν να δουν την Αγία Παρασκευή, η οποία τους φάνηκε πως παρακολουθούσε με ικανοποίηση το έργο που είχαν αναλάβει οι μαθήτριες.
Επειδή, όμως, ηγέρθησαν αμφιβολίες, ανέλαβε πρωτοβουλία η μεγαλύτερή τους, ονόματι Ιφιγένεια Σαμαρά, η οποία μπήκε δειλά μέσα στο εκκλησάκι για να δει τι συνέβαινε στ’ αλήθεια.
Δεν έτυχε να προσέξει τίποτε το υπερφυσικό. Βρήκε, όμως, μια χάρτινη εικόνα του Χριστού κάτω στο δάπεδο, πλάι στο παγκάρι. Έσκυψε και περισυνέλεξε την εικόνα, αλλά ενώ την απέθεσε ευλαβικά πάνω στο παγκάρι, η χάρτινη εικόνα αντήχησε σαν να ήταν κατασκευασμένη από βαρύ ξύλο!
Τότε, ακούστηκε μια παράξενη υποχθόνια βουή και το ξωκκλήσι σείστηκε από τα θεμέλιά του, όπως βεβαίωναν όλες οι μαθήτριες μαζί!
Όταν κατόπιν τα κορίτσια άρχισαν να ερευνούν εξωτερικά τον μικρό ναό, κοίταξαν πάλι προς το εσωτερικό του από το παραθυράκι της κόγχης του Ιερού και είδαν δύο φωτοβόλους οφθαλμούς να αιωρούνται καταμεσής του χώρου.
Οι μαθήτριες, όταν πια επέστρεψαν στα σπίτια τους, διηγήθηκαν συνεπαρμένες τα πάντα στους οικείους τους, αλλά και στον διευθυντή του σχολείου, τον Μεν. Κωστάκη, ο οποίος εν συνεχεία κάλεσε τον ιερέα του ναού Αγίου Γεωργίου και αποφάσισε στο εξής να λειτουργείται το ξωκκλήσι ανά δεκαπενθήμερο.
Στις 11 Μαΐου, εν μέσω γενικής κατάνυξης, ενώ ακόμη στο Ασβεστοχώρι συζητούσαν περιδεείς για το θαύμα της εμφάνισης της Αγίας Παρασκευής, τελέστηκε η πρώτη λειτουργία, την οποία παρακολούθησαν ευλαβικά, μεταξύ πλήθος πιστών, όλες οι μαθήτριες και οι μαθητές του δημοτικού σχολείου.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ”, στις 12/05/1962…