Όταν ολοκληρώθηκε το χτίσιμο της Αγίας Σοφίας, ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουστινιανός διέταξε τους τεχνίτες να προσθέσουν στον θόλο του ναού με γιγαντιαία χρυσά γράμματα την ακόλουθη επιγραφή:
“Ο Ιουστινιανός αφιερώνει τούτον τον ναό στη δόξα του Θεού”.
Η διαταγή δόθηκε την παραμονή των εγκαινίων και ο Αυτοκράτορας, βέβαιος για την πιστή εκτέλεσή της, πήγε την άλλη μέρα στην Αγία Σοφία, ακολουθούμενος από τον Πατριάρχη και τους Αυλικούς του και κάθισε στον χρυσό του θρόνο. Έξαφνα, υψώνοντας τα μάτια, διάβασε την επιγραφή αυτή:
“Η Ευφρασία αφιερώνει τούτον τον ναό στη δόξα του Θεού”.
Στράφηκε ευθύς στον Πατριάρχη που καθόταν πλάι του:
-Τι σημαίνει αυτός ο εμπαιγμός; Εγώ διέταξα να χαραχθεί το δικό μου όνομα στον θόλο! Ποια είναι η Ευφρασία; Θέλω να μάθω γι’ αυτήν τη γυναίκα!
Όλοι όσοι βρίσκονταν στα επίσημα εγκαίνια της υπέρλαμπρης εκκλησίας, ανώτατοι κληρικοί, αυλικοί και αξιωματούχοι, ρωτήθηκαν, αλλά κανείς δεν ήξερε να δώσει πληροφορίες.
Ενώ ο Αυτοκράτορας καθόταν σιωπηλός και φανερά εκνευρισμένος, ένας φτωχός εργάτης που είχε προηγουμένως καθαρίσει το δάπεδο του ναού, πλησίασε διστακτικά τον Αυτοκράτορα και με ταπεινοφροσύνη γύρεψε να του μιλήσει.
-Λέγε! Τι θέλεις; ρώτησε ο Ιουστινιανός.
-Άρχοντά μου, ξέρω μια φτωχή γυναίκα που ονομάζεται Ευφρασία. Μένει εδώ κοντά, αλλά είναι άρρωστη, σχεδόν κατάκοιτη.
-Να τη φέρουν αμέσως εδώ! διέταξε ο Αυτοκράτορας.
Πάραυτα έτρεξαν διάφοροι θαλαμηπόλοι του παλατιού να εκτελέσουν την επιθυμία του. Και σε λίγο έσυραν μπροστά του μια γριούλα, η οποία έτρεμε από τον φόβο της. Ο Ιουστινιανός τη ρώτησε:
-Ονομάζεσαι Ευφρασία;
-Ναι, πολυχρονεμένε μου Βασιλιά! απάντησε εκείνη με το κεφάλι χαμηλωμένο.
-Τι γνωρίζεις γι’ αυτήν την επιγραφή; τη ρώτησε και πάλι, δείχνοντας τα χρυσά γράμματα του θόλου.
-Δεν ξέρω τίποτα, Βασιλιά μου, αποκρίθηκε σαστισμένη η ηλικιωμένη γυναίκα.
-Μα, αυτό είναι ανυπόφορο! Είναι αδιανόητο! Ίσως σ’ αυτήν την υπόθεση είναι ανακατεμένος ο Διάβολος! Μίλα! Εξηγήσου! Βλέπεις και μόνη σου ότι το όνομά σου είναι εκεί που θα έπρεπε να δεσπόζει το δικό μου! Σε τι έχεις συντελέσει εσύ στο χτίσιμο της Αγίας Σοφίας; αναρωτήθηκε οργισμένος ο Αυτοκράτορας.
-Μεγάλε Βασιλιά μου, σε τίποτα! Τι θα μπορούσα να κάμω άραγε εγώ η φτωχή;
-Είσαι σίγουρη; Σκέψου, θυμήσου!
-Βασιλιά μου, έκανα κάτι μικρό, αλλά είναι τιποτένιο και ντρέπομαι να το πω.
-Μίλησε! Σε διατάζω! Μη φοβάσαι, γερόντισσα! Πες μου τα όλα!
Τότε, η ανήμπορη γριούλα πλησίασε τον Αυτοκράτορα που περιστοιχιζόταν από τους Αυλικούς του και τον Πατριάρχη και διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία:
-Ήμουν κατάκοιτη στο κρεβάτι μου, όταν άκουσα άξαφνα αγκομαχητά και μουγκανητά βοδιών κι αλόγων, που περνούσαν κάτω από το σπίτι μου, σέρνοντας τα ογκώδη μάρμαρα και τα πελώρια δοκάρια για το χτίσιμο του ναού και τα κάρα φορτωμένα με πλίθρες. Ένιωσα μεγάλη λύπηση και απροσμέτρητο οίκτο για τα καημένα τα ζώα. Όταν έγινα καλύτερα, συλλογίστηκα πώς θα μπορούσα να ανακουφίσω τα υπομονετικά τούτα πλάσματα, που δεν έχουν φωνή να πουν τον πόνο τους κι όμως, είναι πλάσματα του Θεού κι αυτά… Πήρα, λοιπόν, το αχυρένιο στρώμα μου, βγήκα έξω, το άνοιξα και σκόρπισα όλα τα άχυρα στον ανηφορικό δρόμο. Τα άχυρα ήταν λιγοστά, αλλά, ενώ τα έριχνα στη γη, αυτά πλήθαιναν κι αυγάτιζαν. Στο τέλος, σκέπασαν ολόκληρο τον δρόμο. Από τότε, τα ζώα περνούσαν δίχως αγκομαχητά και τραβούσαν πολύ εύκολα τα ασήκωτα φορτία τους κι έτσι, Βασιλιά μου, το χτίσιμο της Αγίας Σοφίας τελείωσε πιο γρήγορα…
Ο Ιουστινιανός σηκώθηκε από τον θρόνο του. Ήταν δακρυσμένος. Δίνοντας το βασιλικό χέρι του στη γερόντισσα, είπε στους Αυλικούς του:
-Φέρτε αυτή τη γυναίκα με μεγάλη προσοχή στο παλάτι και περιποιηθείτε τη καλά, γιατί έχει μαζί της τη χάρη του Θεού που δημιουργεί το θαύμα!
Έπειτα, έστρεψε τα μάτια του στην επιγραφή και ανέκραξε με στόμφο:
-Το όνομα της Ευφρασίας να μείνει! Είναι άξια μεγαλύτερης τιμής από μένα!
Οι ευρηματικοί αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας ήταν δύο: ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος. Είχαν στις διαταγές τους 100 αρχιτεχνίτες, από τους οποίους καθένας διηύθυνε 100 χτίστες. Συνολικά, όλοι οι εργαζόμενοι για τούτο το θεάρεστο έργο ήταν 10.000 άνθρωποι.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισαν ήταν η στήριξη του κολοσσιαίου θόλου, ο οποίος δικαίως θεωρείται αρχιτεκτονικό κατόρθωμα, γιατί δε στηριζόταν σε τέσσερις τοίχους, αλλά σε τέσσερις αψίδες. Για την αποπεράτωση του ναού εκείνη την εποχή δαπανήθηκαν 300.000 λίρες χρυσού.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 03/11/1927…