Το 1966, ο Καθηγητής της Ανθρωπολογίας, Άρης Πουλιανός, διεθνώς γνωστός για την εργασία του, με την οποία απέδειξε τη φυλετική ενότητα και συνέχεια των Ελλήνων, σε διάλεξή του στον “Παρνασσό”, εξέθεσε τα πορίσματα ερευνών του του τρέχοντος εκείνου έτους, οι οποίες είχαν ως αντικείμενο την καταγωγή των Κρητών και κατά τις οποίες μελετήθηκαν ανθρωπολογικώς 2.500 άνθρωποι από διάφορα νησιά του Αιγαίου, μεταξύ των οποίων άνω των 1.000 από όλες τις περιοχές της Κρήτης.
Οι Κρήτες είναι στην πλειονότητά τους αυτόχθονες από αρκετές χιλιάδες χρόνια και το φυλετικό υπόστρωμα της Κρήτης (Αιγαίο-Καυκασιανός τύπος) δεν αλλοιώθηκε παρ’ όλες τις επιδράσεις που δέχτηκε, ιδιαιτέρως από τον Βορρά.
Τις επιδράσεις των γειτονικών πολιτισμών η Κρήτη τις αφομοίωσε και τις ανέπλασε σε δικό της καλούπι, που έκανε το νησί αυτό κοιτίδα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Αυτά ήταν λοιπόν τα γενικά συμπεράσματα της έρευνας του Άρη Πουλιανού, όπως τα εξέθεσε στη διάλεξή του, τα κυριότερα σημεία της οποίας αναφέρονται κατωτέρω:
Η Κρήτη, καθώς και όλα τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, δεν είχαν συμπεριληφθεί στην εργασία του “Η καταγωγή των Ελλήνων”, διότι δεν είχαν ερευνηθεί. Υπήρχε το πρόβλημα πάντοτε ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι που έφτιαξαν έναν τόσο θαυμαστό πολιτισμό, που έγινε αργότερα το στιβαρό βάθρο όλου του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Άξιζε, λοιπόν, τον κόπο να μελετηθεί η Κρήτη ξεχωριστά και σήμερα θεωρείται η καλύτερα εξερευνημένη ανθρωπολογικώς περιοχή της Ελλάδας. Ο Πουλιανός έλαβε ανθρωπολογικά δείγματα του πληθυσμού της από όλες τις περιοχές της, πεδινές και ορεινές, από το ένα άκρο στο άλλο, εκτός των πόλεων που τις απέφυγε συστηματικά για ευνόητους λόγους.
Ο ίδιος και η ομάδα του μελέτησαν 53 ιδιαίτερα γνωρίσματα σε κάθε άτομο και πήραν φωτογραφίες κάθε δεύτερου εξεταζόμενου σε τρεις στάσεις. Για τη υποδιαίρεση των ομάδων της Κρήτης λάμβαναν υπόψιν τους τις διαφορετικές εθνογραφικές, ιστορικές και γεωγραφικές ιδιομορφίες.
Εφάρμοσαν κι εδώ τη μέθοδο της γεωγραφικής κατανομής των γνωρισμάτων. Αφού επεξεργάστηκαν όλα τα δεδομένα, χαρτογράφησαν όλα εκείνα που έδιναν φανερή σημαντικότητα διαφοράς, π.χ. ο κεφαλικός δείκτης (πώς κατανέμεται στα διάφορα τμήματα του νησιού το ίδιο χρώμα ματιών και άλλα). Έτσι, ετοιμάστηκαν περίπου 25 χάρτες. Όλο αυτό το τμήμα το αυστηρώς επιστημονικό ετέθη στην κρίση του Δεύτερου Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου.
Επομένως, τέθηκαν τα ερωτήματα αν οι Κρήτες ήταν αυτόχθονες ή ξένης καταγωγής, ποιες ήταν οι επιδράσεις των μεταναστεύσεων στη σύνθεση του πληθυσμού της Κρήτης, ποια ήταν η προέλευση των μεταναστεύσεων και ποιος, κατά το δυνατόν, ήταν ο βαθμός της επιμειξίας των διαφόρων λαών.
Παρατηρήθηκε πως στον ίδιο ανθρωπολογικό τύπο ανήκαν οι Κρήτες, οι Μανιάτες οι οποίοι τους μοιάζουν καταπληκτικά και η μορφολογική ομοιότητά τους δείχνει έναν βαθμό συγγένειας, επίσης οι λαοί της Μικράς Ασίας μέχρι τον Καύκασο, καθώς και νοτίως των Βαλκανίων.
Σε αυτόν τον εκτεταμένο γεωγραφικό χώρο, η ενότητα και η ομοιογένεια του ανθρωπολογικού τύπου διασπάται περισσότερο στη Δυτική Μικρά Ασία, γεγονός το οποίο συνδέεται με μετακινήσεις πληθυσμών από τη Βαλκανική και την περιοχή του Δούναβη από πολύ πιο νωρίς, από προ Χριστού.
Στην ίδια την Κρήτη, άλλωστε, η ομοιογένεια αυτή διασπάται σε ορισμένα σημεία. Αυτά είναι κυρίως η Σητεία, η οποία συγγενεύει στενά με τους Έλληνες της Δυτικής Μικράς Ασίας, στο Δυτικό Λασίθι (περιοχή Κρούστα-Κριτσά), στα Ριζίτικα Κυδωνίας και στα Σφακιά.
Σε αυτά τα σημεία έχουμε τη μεγαλύτερη επίδραση επήλυδων (ξενομεριτών) από τον Βορρά, δηλαδή από την περιοχή της Βορείου Πίνδου έως τον Δούναβη.
Φυσικά, παρ’ όλη την επίδραση αυτή, δε χάνεται το υπόστρωμα των προτέρων κατοίκων της Κρήτης, δηλαδή των κυρίως Αιγαιωτών. Οι επήλυδες έφεραν μαζί τους τα δικά τους γλωσσικά ιδιώματα.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί να βεβαιωθεί επ’ ακριβώς ανθρωπολογικά το πότε έφτασε το στοιχείο των βορείων λαών στην Κρήτη. Φαίνεται, όμως, πως ο μερικός ξανθός χρωματισμός που συναντάμε στο νησί συνδέεται με την έλευση των πρώτων ελληνόγλωσσων φυλών.
Δεδομένου ότι η Κρήτη είναι ένα μεγάλο νησί, αυτομάτως σημαίνει πως ο πληθυσμός μπορεί πιο εύκολα να επιζήσει και να διατηρηθεί στον ίδιο γεωγραφικό χώρο.
Αν και κατά τον Μεσαίωνα καταφτάνουν οι Άραβες στο νησί, η επίδραση της Βορείου Αφρικής είναι τελείως ανεπαίσθητη και μόλις μετά βίας γίνεται ελάχιστα αντιληπτή σε μερικά σημεία της νότιας παραλίας της Κρήτης.
Συνεπώς, δημιουργοί του τρανού Μινωικού Πολιτισμού είναι οι ίδιοι οι Κρήτες της εποχής εκείνης και τα χαρακτηριστικά του προσώπου των σύγχρονων Κρητικών δείχνουν λαό που ανήκει στον ανθρωπολογικό τύπο, τον οποίο συμβατικά αποκαλούμε Αιγαιακό-Καυκασιακό.
Τα περισσότερα μινωικά κρανία ανήκουν στον τύπο αυτόν, που δείχνει τη συνηθισμένη ποικιλία της νεολιθικής εποχής στην περιοχή. Ο φυσικός τύπος των Κρητών πολύ λίγο αλλάζει από την πτώση της μινωικής ισχύς.
Τα ανθρωπολογικά δείγματα, όπως τα κρανία, βεβαιώνουν πως η Κρήτη κατοικούνταν τουλάχιστον από το 5.000 π.Χ. Αλλά οι αναλυτικές ωκεανογραφικές μελέτες κατέδειξαν πως το νησί κατοικούνταν τελικά τουλάχιστον από την τελευταία περίοδο των παγετώνων, δηλαδή 10.000-15.000 χρόνια πριν.
Εν κατακλείδι, οι Κρήτες στη μεγάλη πλειονότητά τους είναι αυτόχθονες από αρκετές χιλιάδες χρόνια. Η Κρήτη ποτέ δεν ερημώθηκε τελειωτικά, ούτε ακόμη και κατά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Παρά τις επιδράσεις που δέχτηκε από τον Βορρά, δεν αλλοιώθηκε ο ανθρωπολογικός τύπος των νησιωτών της.
Η Κρήτη, λοιπόν, με την ιδιαιτέρως σημαντική γεωγραφική της θέση στο σταυροδρόμι της Μεσογείου, δέχτηκε τις επιρροές των γειτονικών πολιτισμών, τις αφομοίωσε και τις ανέπλασε σ’ ένα δικό της καλούπι. Έκανε το νησί αυτό κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού κι έλαμψε ο πολιτισμός της σε όλη την ανθρωπότητα.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 29/05/1966…