Όπως είχαμε προαναφέρει, η Χαρίκλεια Νικολακοπούλου ή Βλάχου δέχτηκε μια νύχτα την επίθεση τριών αντρών, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της. Αυτοί τη χτύπησαν βάναυσα, τη μωλώπισαν και της έκοψαν τα πλούσια, ξανθά μαλλιά της.
Η κοπέλα έσυρε τις φωνές. Μαζεύτηκαν οι δικοί της. Την περιμάζεψαν. Αφού συνήλθε κάπως, τους είπε πως της είχαν επιτεθεί τρεις άγνωστοι άντρες με ορμή και μίσος. Οι μώλωπες και οι εκδορές είχαν σημαδέψει το κορμί της για καιρό.
Δυστυχώς, όμως, η επίθεση τούτη έγινε αφορμή για να αναστατωθεί και ολόκληρο το όμορφο χωριό της.
Ο γέροντας πατέρας της δεν έπαυε να υποψιάζεται πότε τον έναν και πότε τον άλλον συγχωριανό του. Αρκετοί συμπολίτες του βρέθηκαν καταγγελλόμενοι είτε στην αστυνομία είτε στην Εισαγγελία. Βασίλευε ο διχασμός, το τυφλό μίσος και η κούφια εκδίκηση.
Οι χωρικοί ήταν πλέον πεπεισμένοι πως αυτό που καταδίωκε την κοπέλα ήταν κάτι το υπερφυσικό, κάτι το μυστηριώδες, κάτι το δαιμονικό. Κι όσο εκείνοι το πίστευαν βαθύτερα, τόσο ο πατέρας της μάνιαζε και φούρκιζε και βυσσοδομούσε εναντίον τους. Όχι, το παιδί το δικό του δεν ήταν υποχείριο του Σατανά, αλλά έρμαιο στα σατανικά σχέδια των συντοπιτών του.
Ένας χωρικός, ο Κώστας Γρουμούτης, δήλωσε στους απεσταλμένους της εφημερίδας:
-Όλο το χωριό μας πιστεύει πως το κορίτσι έχει δαιμονιστεί. Μόνο ο πατέρας της δεν το βλέπει. Και βρίσκουμε εμείς τον μπελά μας. Κι εγώ ο ίδιος είχα τρεχάματα στην αστυνομία. Με κατηγόρησε ο αθεόφοβος πως έκρυψα στο σπίτι μου τρεις φυγόδικους, που έκαναν επίθεση στη Χαρίκλεια. Έτσι, βρήκα κι εγώ τον μπελά μου μαζί με τόσους άλλους στο χωριό.
Εν τούτοις, ο γέροντας ανέφερε στους επισκέπτες του τα εξής:
-Μετά την πρώτη επίθεση που δέχτηκε η Χαρίκλεια, την πήρα και την πήγα σ’ ένα διπλανό χωριό, το Κολίρι, σε συγγενείς μου, για να γλιτώσει από τους εχθρούς μας. Μα, δυστυχώς, δε μας ξέχασαν οι αφορισμένοι. Πέρασαν τρεις μήνες και μια νύχτα, ήρθαν πάλι να τη δείρουν και να την αρπάξουν μέσα από το σπίτι. Κι εγώ κι ο γαμπρός μου, ο Γαλάνης, ήμαστε οπλισμένοι. Πώς δεν είδαμε τους κακούργους, δεν μπορώ ακόμη να το καταλάβω… Πώς μπήκαν μέσα στο σπίτι, είναι ανεξήγητο… Νυχτοπατούν και κανείς δεν μπορεί να τους μυριστεί… Θα έχουν μάθει καλά τα κόλπα τους… Χίμηξαν καταπάνω στη θυγατέρα μου να την κομματιάσουν. Μα, η έρμη έβαλε τις φωνές και εκείνοι, οι ελεεινοί, έγιναν άφαντοι. Τότε, όρμησε έξω ο γαμπρός μου και βάλθηκε να πυροβολεί όπου έβρισκε.
-Λάβωσε κανέναν;
-Όχι, γιατί τους κατάπιε το σκοτάδι. Αλλά, ήμουν αποφασισμένος να βρω το δίκιο μου. Να εκδικηθώ τους εχθρούς. Έτσι, κίνησα αμέσως για το Κατάκολο, πήγα στον Πύργο και κατήγγειλα την επίθεση. Η αστυνομία, όμως, δεν έκανε τίποτε. Τι άλλο να κάμω, δεν ξέρω… Είμαι κατεστραμμένος άνθρωπος!
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 21/04/1928…