Μετά και από τη δεύτερη εκείνη πνευματιστική συνεδρίαση, ο Αρχισυντάκτης της εφημερίδας “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, Διονύσιος Δεβάρης αποφάσισε να επισκεφτεί ξανά τη χήρα Ελένη Παπουτσιδάκη, η οποία του δήλωσε τα εξής:
-Εκτός από το όνειρο που σας είχα αναφέρει, δεν είδα τίποτε άλλο. Μερικοί, μάλιστα, μου λένε ότι όλα τούτα ήταν της φαντασίας μου. Γιατί τώρα δε βλέπω τίποτα; Γιατί είμαι ήσυχη; Μα, μήπως τάχα είδα μόνο εγώ την ξανθή κόρη; Όχι, βέβαια. Την έβλεπαν καθημερινώς και τα παιδιά μου. Το φάντασμα δε μας άφηνε σε ησυχία και γι’ αυτό αναγκάστηκα να αλλάξω σπίτι.
-Σας παρακαλώ, σκεφτείτε και πείτε μου το εξής: πολλές φορές αναφέρατε έναν τάφο. Μπορείτε να μου τον περιγράψετε; Πώς ήταν;
-Ήταν ένα πηγάδι. Ένα βαθύ ξεροπήγαδο γεμάτο πέτρες, κάρβουνα και παλιοτενεκέδες. Έτσι το έβλεπα πάντοτε. Εκεί ήταν θαμμένο το δύσμοιρο κορίτσι.
-Δεν το είπατε αυτό στην αρχή.
-Όχι, βέβαια, για να μη με περιγελάσουν. Ό,τι και να έλεγα, κανείς δε θα με πίστευε. Άλλωστε, μια βδομάδα μετά τον χαμό του παιδιού μου, εμφανίστηκε το ξανθό κορίτσι και μου γύρεψε να σκάψω κοντά στο κρεβάτι. Ήταν κατά τα ξημερώματα. Μαζί με το φάντασμα της κοπέλας ήταν και τρεις μαύρες σκιές. “Σε αυτούς υπακούω” μου είπε η κόρη. Τη νύχτα εκείνη, λοιπόν, έσκαψα στο σημείο, αλλά πολύ λίγο.
-Σύμφωνα με τη νέα ανακοίνωση των πνευματιστών, η κοπέλα αυτή ήταν αλλόφρων, τρελή, πρόσθεσε ο δημοσιογράφος.
-Έτσι μου φάνηκε κι εμένα. Γιατί πολλές φορές έκανε κάτι φοβερούς μορφασμούς κι έτριζε φρενιασμένα τα δόντια της. Μισούσε τους άντρες. Όταν μιλούσε γι’ αυτούς, το πρόσωπό της αγρίευε, τους έβριζε όλους. Το παιδί μου, όταν την έβλεπε, έσκουζε από τρόμο. Το βλέμμα της ήταν τόσο μοχθηρό, που σου διαπερνούσε την καρδιά.
Ο Αρχισυντάκτης χαιρέτησε τη χήρα Παπουτσιδάκη και τράβηξε για το στοιχειωμένο σπίτι. Το βρήκε σε κακά χάλια. Η πόρτα ορθάνοιχτη, χαλασμένη, τα τζάμια σπασμένα, ακόμα και οι τοίχοι φανέρωναν πως είχαν δεχτεί ανελέητες επιδρομές.
Πράγματι, τα παιδιά της γειτονιάς στον συνοικισμό του Συγγρού, εκεί χαμηλά στην Καισαριανή, ολημερίς βρίσκονταν εκεί μέσα, παίζοντας τα φαντάσματα, ρίχνοντας πέτρες σε αόρατους εχθρούς, αποδεικνύοντας το θάρρος και το αντριλίκι τους.
Ο Διονύσιος Δεβάρης δεν πρόφτασε καλά-καλά να διαβεί το κατώφλι του και γέμισε ευθύς το δωμάτιο από γυναίκες της γειτονιάς. Τα παιδιά ήταν πολλά και ενοχλητικά, σαν τις μύγες.
-Έσκαψε κανείς εδώ; ρώτησε, δείχνοντας το μέρος όπου στηνόταν συνήθως το κρεβάτι των ενοίκων.
-Έσκαψα εγώ, αποκρίθηκε ένας νέος, ονόματι Απόστολος Σακαλής. Σκάψαμε εκεί μια βδομάδα μετά τον θάνατο του παιδιού. Βρήκαμε ένα κάρβουνο κι ένα κομμάτι μάρμαρο, αλλά σκάψαμε μονάχα 25 πόντους. Λέτε πως έπρεπε να είχαμε σκάψει βαθύτερα; Αλλά θα βρούμε κάτι άραγε; Άλλοι λένε εδώ, άλλοι στην κουζίνα, άλλοι αλλού…
-Μήπως γνωρίζετε αν ζούσε εδώ, πριν κανένα χρόνο περίπου, μια γυναίκα τρελή;
-Όχι, απάντησαν οι παρευρισκόμενοι.
Ο δημοσιογράφος έφυγε από το στοιχειωμένο σπίτι και πήγε να συναντήσει ένα άλλο μέντιουμ, για να προχωρήσει την έρευνά του.
Ωστόσο, μια μέρα πριν, στις 31 Μαρτίου του 1928, έλαβε την εξής επιστολή:
Αξιότιμε κύριε Διευθυντά,
Τις αποκαλύψεις της ιστορίας του στοιχειωμένου σπιτιού παρακολουθώ από την πρώτη στιγμή της δημοσίευσής τους, με εξαιρετικό ενδιαφέρον και αγωνία, στην έγκριτη εφημερίδα σας.
Φρονώ ότι με αυτή σας την έρευνα θα μπορέσετε να βοηθήσετε πολλούς ανθρώπους, όπως έγινε και στην περίπτωση του Στέλιου Γραβαρία.
Ορμώμενος εκ των άνω και ελπίζοντας στην προσοχή σας, δε θα διστάσω να σας αφηγηθώ ένα αληθές γεγονός, το οποίο θα απαιτήσει την επέμβαση του κυρίου Αποστολίδη, αλλά και τη δική σας ευγενική μεσολάβηση.
Προ επτά μηνών, λοιπόν, η πρόσφυγας Μαρία Κελεσίδου, ετών 50, η οποία κατοικούσε μαζί με τον άντρα και την κόρη της επί των οδών Καλλιθέας και Α. Ζίννη, στον αριθμό 24, ενώ έτρωγε σταφύλια, φώναξε ξαφνικά πως μέσα σε μια ρόγα υπήρχε ένα φίδι και πως κατά λάθος το έφαγε.
Από τότε, η δυστυχής γυναίκα μεταμορφώθηκε. Αισθάνεται έναν απροσδιόριστο φόβο για κάθε άνθρωπο, αλλά και για κάθε ήχο. Από τους ιατρούς που παρέλασαν από την οικία της για να την εξετάσουν, κανείς δεν κατόρθωσε να τη θεραπεύσει. Η βοήθειά σας θα ήταν ιδιαιτέρως ωφέλιμη.
Ευχαριστώ εκ των προτέρων. Μετά πάσης τιμής
Εμμανουήλ Σταυρακάκης (Μαυρομιχάλη 74, Αθήνα)
Συνεπώς, ο Αρχισυντάκτης αποφάσισε να μεταβεί στην οικία της οικογένειας, για να εξακριβώσει περί τίνος ακριβώς επρόκειτο.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 01/04/1928…