Το φριχτό στοίχειωμα του συνοικισμού Συγγρού, το 1928 (Μέρος 11ο)…

Το φριχτό στοίχειωμα του συνοικισμού Συγγρού, το 1928 (Μέρος 11ο)…

Μετά την παράξενη επιστολή που κατέφτασε στα γραφεία της εφημερίδας “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, ο δημοσιογράφος αποφάσισε να συναντήσει τον νεαρό άντρα, που θεωρούνταν ότι είχε καταληφθεί από δαιμόνιο.

Στέλιος Γραβαρίας
Στέλιος Γραβαρίας

Πήρε, λοιπόν, ένα ταξί, παρέλαβε τον κύριο Αποστολίδη και κίνησαν μαζί για τα Παλαιά Σφαγεία, όπως τους είχαν υποδείξει, για να βρουν τον Στέλιο Γραβαρία, ο οποίος, όπως ισχυρίζονταν οι κάτοικοι του προσφυγικού συνοικισμού, τις νύχτες δαιμονιζόταν.

Στο πρώτο καφενεδάκι που μπήκαν, οι εγκάρδιοι εκείνοι άνθρωποι έδειξαν στον συντάκτη το σπίτι που γύρευε. Ένα δώμα όλο κι όλο, μικρό και φτωχικό. Εκεί μέσα αντάμωσαν τη νονά του νεαρού, η οποία τον ανάθρεψε και τον είχε σαν παιδί της, την κυρία Αγγέλα Φαμελίτη. Ο δημοσιογράφος εξήγησε στη γυναίκα πως η επίσκεψή τους απέβλεπε στο να τον βοηθήσουν και την παρακάλεσε να τους διηγηθεί όλη την ιστορία.

Η κυρία Αγγέλα, μια ηλικιωμένη γυναίκα, λεπτή, πολύ έξυπνη και ιδιαιτέρως θαρραλέα, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, τους αφηγήθηκε τα εξής:

-Ο Στέλιος λείπει αυτή τη στιγμή. Πήγε να δει μια θεία του. Το βράδυ, όμως, είναι πάντα εδώ. Να τι του συμβαίνει: πολύ συχνά, σχεδόν κάθε βράδυ, τον πιάνει μια κρίση και τότε μοιάζει με άλλον άνθρωπο. Η φωνή του αλλάζει. Αλλάζει ακόμα και το πρόσωπό του. Μιλά κάποιος άλλος με το στόμα του. Κοιτάζει κάποιος άλλος με τα μάτια του. Κι αυτός ο άλλος το λέει καθαρά πως είναι Τούρκος, πως έχει πάρει δικό του τον Στέλιο. Αυτό το έπαθε από πέρυσι τη Μεγάλη Δευτέρα. Είδε τη νύχτα, στο Μοσχάτο που βρισκόταν, φαντάσματα. Τα είδε με τα μάτια του. Κατόπιν, ένιωσε σαν τον χτύπησε κάποιος με μανία στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Έπειτα, τη Μεγάλη Παρασκευή, ξεκίνησε όλο το κακό.

-Γνωρίζει ξένες γλώσσες;

-Όχι, βέβαια. Μα, όταν τον πιάνει το κακό, μιλάει τουρκικά, σαν να τα κατέχει από γεννησιμιού του. Μιλάει κι άλλες γλώσσες, ξένες, αλλά δεν τις κατανοώ.

-Στην κοιλιά του έχει ένα φούσκωμα; ρώτησε ο ζωγράφος και πνευματιστής κύριος Αποστολίδης, ο οποίος θεωρούσε πως αυτό είναι ένα από τα συμπτώματα που εμφανίζουν συνήθως οι δαιμονισμένοι.

-Ναι, πράγματι. Πού το ξέρετε; Η κοιλιά του τραντάζεται αφύσικα, πέρα-δώθε. Άμα τον αγγίζω εκεί, ο “άλλος” από μέσα του σκούζει σαν να τον σφάζουν.

Σε κάθε κρίση, ο Στέλιος, μιλώντας με τη γλώσσα του “άλλου”, ανέφερε ότι μέσα του υπήρχαν 24 άτομα και καμιά φορά άρχιζαν να τον χτυπούν βάναυσα όλοι μαζί. Τότε, κυλιόταν καταγής και ούρλιαζε πως τον μαστίγωναν στην πλάτη. Η σάρκα στη ράχη του άνοιγε στα δυο και έτρεχαν αίματα από τις ανελέητες καμουτσικιές.

Ωστόσο, οι επιστήμονες υποστήριζαν πως η περίπτωσή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια υστερική κατάσταση. Ο Στέλιος, κατά τη γνώμη τους, επειδή καταγόταν από τη Μικρά Ασία, σίγουρα θα γνώριζε μερικές τουρκικές λέξεις. Μέσα στο υποσυνείδητό του, κρύβονταν περισσότερες ακόμα λέξεις. Το ότι μιλούσε ως ξένο πρόσωπο, αυτό θεωρήθηκε ως υποβολή. Είχε την ιδέα ότι κατεχόταν από δαιμόνιο, μια ιδέα που επήλθε ίσως όταν υπέστη ψυχικό κλονισμό στο Μοσχάτο τη νύχτα της Μεγάλης Δευτέρας.

Όσον αφορά στα φαινόμενα του αυτοτραυματισμού με μελανά σημάδια στο δέρμα του, είχαν παρατηρηθεί και σε πλείστες άλλες περιπτώσεις υστερίας. Ο υστερικός, σύμφωνα με τους ειδικούς, νομίζει ότι τον τρυπούν με καρφί και ευθύς στο σημείο παρουσιάζει τα αντίστοιχα σημάδια.

Άλλοι επιστήμονες μιλούσαν αορίστως για μια νευρική κατάσταση και άλλοι για επιληψία. Μα, αυτό που κανείς τους δεν μπορούσε να πει ήταν πώς θα γιατρευόταν αυτός ο δυστυχής άνθρωπος.

Η κυρία Αγγέλα πρόσθεσε:

-Αφού και τα φάρμακα που του δίνουν, για να του φέρουν ύπνο και ηρεμία, δεν του κάνουν τίποτε απολύτως. Καμιά φορά μπορεί να κοιμηθεί για λίγα μόνο λεπτά, αλλά έπειτα ξαναρχίζει…

Πάντως, ο κύριος Αποστολίδης και οι υπόλοιποι πνευματιστές βεβαίωναν πως επρόκειτο περί ανθρώπου που είχε καταληφθεί από κατώτερο πνεύμα. Είπε τότε:

-Πρέπει να επανέλθουμε σε μια στιγμή που θα έχει κρίση. Αλλιώς, θα πρέπει εμείς να την προκαλέσουμε. Φυσικά, θα πάρουμε μαζί μας κι έναν ιατρό, για να τον εξετάσει.

Την επόμενη νύχτα, αποφάσισαν να ξαναπάνε στα Παλαιά Σφαγεία. Στο αυτοκίνητο επέβαιναν ο δημοσιογράφος, ο κύριος Αποστολίδης, ο αδερφός του και ο ιατρός κύριος Κανελλόπουλος.

Σταμάτησαν στο ίδιο καφενείο. Τους ακολούθησαν και τρεις-τέσσερις περίεργοι από τη γειτονιά. Πήγαν όλοι στο σπίτι. Η κυρία Αγγέλα ήταν ξύπνια. Ο Στέλιος κοιμόταν σε μιαν άκρη του δωματίου. Τον ξύπνησε και του είπε, καθώς εκείνος σηκώθηκε και κάθισε πάνω στο κρεβάτι:

-Είναι οι κύριοι που ήρθαν και χθες. Θέλουν να σε κάνουν καλά.

Ο Στέλιος, απαντώντας στις ερωτήσεις που του έθεσαν τα μέλη της παρέας, είπε τα παρακάτω:

-Τη νύχτα της Μεγάλης Δευτέρας ήμουν στο Μοσχάτο, κοντά στις γραμμές του τραμ, για να επιστρέψω εδώ. Ξαφνικά, είδα μπροστά μου ένα πανέμορφο σκυλάκι. Προσπάθησα να το πιάσω, αλλά μου έφυγε. Το σκυλάκι ήταν κάτασπρο. Δε γάβγιζε. Του σφύριζα και με σίμωνε. Αλλά όταν έσκυβα να το χαϊδέψω, γιατί αγαπώ πολύ τα σκυλιά, εκείνο έφευγε. Εκεί, λοιπόν, που το είχα αγκωνιάσει σ’ έναν σωρό από πέτρες και έλεγα πως θα το έπιανα επιτέλους, βλέπω έναν άνθρωπο να περνά από μπροστά μου. Δεν τον πρόσεξα καλά, γιατί ήταν σκοτάδι κι έπειτα, ήμουν απασχολημένος με το σκυλί, που ήθελα να το πάρω σπίτι. Το σκυλάκι, όμως, ξέφυγε και κυνήγησε τον άνθρωπο. Του σφύριζα, για να γυρίσει πίσω, αλλά, τότε, Θεέ μου, είδα έναν πελώριο, κατάμαυρο σκύλο πάνω στις γραμμές, να με έχει φερμάρει. Αγριεύτηκα λιγάκι, αλλά δεν έβαλα με τον νου μου τίποτε κακό. Με φωνές και απότομες κινήσεις των χεριών μου, κατάφερα να διώξω τον μαύρο σκύλο, αλλά, ξάφνου, στη θέση του εμφανίστηκε μια κατάμαυρη γάτα, με τρίχα ανασηκωμένη, έτοιμη να χιμήξει καταπάνω μου. Πήρα μια πέτρα να της ρίξω, μα έγινε άφαντη. Είπα πως θα έφυγε. Πού να μπει στο μυαλό μου τέτοιο πράγμα! Την ώρα που χάθηκε η γάτα, ένιωσα ένα πολύ δυνατό χτύπημα στο κεφάλι μου. Όταν πήγα σπίτι, τα ξέχασα όλα και μάλιστα, είπα στη νονά μου πως λίγο έλειψε να πιάσω και να της φέρω ένα όμορφο κάτασπρο, σαν χιόνι, σκυλάκι, έτσι, να το έχουμε για συντροφιά. Τη Μεγάλη Τετάρτη με έπιασε ένας λόξιγκας ακατανόητος, ασταμάτητος, μέρα-νύχτα. Η κοιλιά μου αναπηδούσε σαν μπάλα. Δεν μπορούσα να ησυχάσω, να κλείσω μάτι. Με τάραζε και με εκνεύριζε. Καλέσαμε τον γιατρό, τον κύριο Αραπάκη, ο οποίος μου έδωσε γιατρικό να κοιμηθώ. Αλλά δεν άλλαξε τίποτε. Έπειτα φέραμε τον κύριο Μητροβίκη και τον κύριο Σιταρά, γιατροί καλοί και οι δυο τους. Τίποτε δε μου έκαναν κι αυτοί. Τη Μεγάλη Παρασκευή, όμως…

-Τι έγινε τη Μεγάλη Παρασκευή;

-Μου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά αυτό που με πιάνει. Ένιωσα έναν ξένο άνθρωπο να μιλά μέσα μου. Να μιλά με τη φωνή μου. Έβριζε και τη νονά μου και τα θεία και όλους. Εγώ πάλευα να μιλήσω, αλλά δε με άφηνε στιγμή. Ό,τι μου έλεγε να κάνω, το έκανα. Κάτσε, καθόμουν. Σήκω, σηκωνόμουν. Χόρεψε, χόρευα. Τραγούδησε, τραγούδαγα.

-Τα θυμάσαι όλα, όταν σε πιάνει αυτή η κρίση;

-Τα θυμάμαι όλα και δε θέλω να βρίζω τους δικούς μου. Στεναχωριέμαι. Αλλά δεν είμαι εγώ! Καμιά φορά, η απελπισία μου γίνεται τόσο μεγάλη, που θέλω να πάω να πέσω από κανέναν βράχο και να βάλω τέλος στο βάσανό μου. Ντρέπομαι και τους άλλους που με βλέπουν σ’ αυτά τα χάλια. Ντρέπομαι πολύ… Τι να σκέφτονται οι άνθρωποι;

Εκείνη τη στιγμή, μπήκε μέσα στο σπιτικό της κυρίας Αγγέλας και ο γιος της, ο Δημήτριος Φαμελίτης, ο φοιτητής της Φιλολογίας Σάββας Παπαδόπουλος κι ένας άλλος γείτονας, ονόματι Γεώργιος Χατζηπέτρος, που είχε έρθει από τη Ρωσία και φορούσε μια μπλούζα ρωσική.

-Όλους τους γιατρούς φέραμε. Με πήγαν στο Προσφυγικό Νοσοκομείο. Δε με δέχτηκαν, αλλά μου έδωσαν χαρτί να πάω στο Αιγινήτειο. Εκεί με κράτησαν για λίγες μέρες, αλλά δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτε κι έτσι, έπρεπε να φύγω.

Ο γιος της κυρίας Αγγέλας, ο Δημήτρης, έδειξε στους παρισταμένους μια στοίβα από εξετάσεις που είχε κάνει ο Στέλιος και όλα τα αποτελέσματα ήταν φυσιολογικά.

Κοιτώντας κανείς τον Στέλιο, έβλεπε έναν νέο γερό, καλοσυνάτο, τελείως ισορροπημένο. Μάλιστα, εκείνη τη στιγμή τον εξέτασε και ο ιατρός της παρέας, ο κύριος Κανελλόπουλος και δε βρήκε τίποτε το παράδοξο, τίποτε το ανησυχητικό.

-Τι λέτε, γιατρέ; ρώτησε ο δημοσιογράφος.

-Δε δύναμαι να αποφανθώ. Θα πρέπει να παρακολουθήσω την κρίση του, αποκρίθηκε ο επιστήμονας.

-Πάντως, εχθές και προχθές ήταν ήσυχος, πρόσθεσε αισιόδοξα, μητρικά, η κυρία Αγγέλα, χαϊδεύοντας το μέτωπό του.

Αφού συμφωνήθηκε μεταξύ τους να πήγαινε ο Στέλιος την επομένη στο ατελιέ του κυρίου Αποστολίδη, προκειμένου, με τη βοήθεια του μέντιουμ, να παρακολουθήσουν την κατάστασή του, αίφνης ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή της νονάς:

-Αχ, να το πάλι! Έρχεται!

Τα μάτια όλων τους καρφώθηκαν στον Στέλιο, που ήταν καθισμένος στο κρεβάτι. Το θέαμα που προέκυψε ήταν ό,τι πιο συγκλονιστικό θα μπορούσε να δει άνθρωπος, έστω και για μια φορά στη ζωή του!

Ο Στέλιος άρχισε να συσπά το πρόσωπό του, σαν να τραβιόταν προς τα πίσω πότε το ένα του μάτι και πότε το άλλο. Αυτό έγινε τρεις-τέσσερις φορές. Έπειτα, άνοιξε διάπλατα το στόμα του, λες και αν το άνοιγε λίγο ακόμα, θα έσπαγαν οι σιαγόνες του στα δυο. Έμοιαζε σαν να πνίγεται. Ήταν ο “λόξιγκας”, όπως τον έλεγαν οι δικοί του. Η φυσιογνωμία του άλλαξε μεμιάς. Δεν έμοιαζε να είναι ο ίδιος άνθρωπος. Τα μάτια του σφραγίστηκαν. Η φωνή ανηφόριζε από μέσα του βραχνή, τραχιά, σαν του εγγαστρίμυθου που αναδύεται από την κοιλιά του. Είπε γρήγορα, πολύ γρήγορα:

-Να! Ήρθα! Δε θα ερχόμουν απόψε, γιατί δεν ήταν να έρθω. Αλλά ήρθα, για να καταλάβετε πως είμαι εδώ μέσα και πως δε βγαίνω. Όχι, δε βγαίνω! Τσικ μαμ μπουρντάν! (Δε βγαίνω απ’ εδώ!). Όχι, δε βγαίνω! Ο Στέλιος είναι δικός μου!

Η εντύπωση που προκλήθηκε στους υπολοίπους ήταν στεντόρεια, κολοσσιαία. Κοίταζαν απολιθωμένοι. Μόνο ο κύριος Αποστολίδης ήταν ατάραχος, ωσάν να τα περίμενε όλα τούτα. Πετάχτηκε όρθιος από το κάθισμά του και ανέκραξε με ισχυρή, απειλητική φωνή:

-Θα βγεις, θες δε θες! Εγώ θα σε βγάλω! Θα σε κλείσω σε μπουκάλι! Θα σε χώσω βαθιά στη γη! Θα σε εξαφανίσω!

Ο Στέλιος, ο αγνώριστος Στέλιος, με την άγρια όψη, με τη βορβορώδη φωνή, ανακάγχασε ανατριχιαστικά, με έναν γέλωτα διαβολικό, που έκανε τα τζάμια να τρίξουν και τους ανθρώπους να πισωπατήσουν ενστικτωδώς, να φύγουν από κοντά του.

-Χα!Χα!Χα! Ξέρω γιατί ήρθατε. Σας άκουσα πριν! Δε θα με διώξετε μέσα από τον Στέλιο! Τον έχω πάρει δικό μου!

-Θα φύγεις, Σατανά, μέσα απ’ το παιδί μου, έσκουξε κλαμένη η νονά, η κυρά Αγγέλα.

-Πάψε, μωρή παλιοπ…, ωρυόταν το παλικάρι, εκστομίζοντας βαρύτατη βρισιά για τη γυναίκα που τον γαλούχησε με θέρμη κι αγάπη περισσή.

Την ίδια ακριβώς στιγμή, ο κύριος Αποστολίδης όρμησε στο κρεβάτι κοντά στον αλλοπαρμένο Στέλιο, του έπιασε το κεφάλι σφιχτά με το χέρι του και τον διέταξε επιτακτικά:

-Στέλιο! Άνοιξε τα μάτια σου τώρα! Εγώ σου το λέω, εγώ, που θα σε κάμω καλά! Άνοιξε τα μάτια σου. Μην ακούς αυτό το ακάθαρτο πνεύμα που κρύβεται μέσα σου! Άνοιξε τα μάτια σου!

Το παλικάρι πάλευε να ανοίξει τα μάτια του. Έβλεπε κανείς τις αγωνιώδεις εκφράσεις του, που δεν ολοκληρώνονταν. Μα, τότε, η αλλόκοτη φωνή έδωσε εντολή: “Βάστα τα μάτια σου κλειστά!” και τα μάτια του δεν άνοιξαν…

-Ο Στέλιος είναι δικός μου! Υπακούει μόνο εμένα! Στέλιο, άνοιξε τα μάτια σου, επειδή στο λέω εγώ, ακούστηκε ακόμη πιο στεγνή και πιο απειλητική η χροιά εκείνη.

Πράγματι, ο νεαρός άντρας άνοιξε τα μάτια του. Μα, δεν ήταν μάτια εκείνα. Δεν κοιτούσαν πουθενά. Δεν εστίαζαν. Δεν έβλεπαν. Ήταν σαν δυο ποτήρια άδεια… Σαν έρμα κενοτάφια…

-Στέλιο, θα σε ελευθερώσουμε, αντέταξε περιφρονητικά ο κύριος Αποστολίδης.

-Χα, χα, χα! Είμαστε 24. Ποιον θα πρωτοβγάλετε, νομίζεις; Ελάτε να παλέψουμε, να μου πάρετε τον Στέλιο. Εγώ είμαι το σκυλί το άσπρο. Εγώ είμαι το σκυλί το μαύρο. Εγώ είμαι η γάτα. Εγώ είμαι η σκιά. Εγώ είμαι ΟΛΑ!

-Να σκάσεις, αναθεματισμένε!, αναφώνησε η κυρία Αγγέλα.

-Να σκάσεις εσύ, μωρή γαμ…! Θα σου κάνω κακό! Μεγάλο κακό!

-Δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα! Ο Χριστός θα κάμει καλά το παιδί! Εσύ θα πας από κει που ‘ρθες! Στον αγύριστο!, απάντησε με θάρρος μοναδικό η νονά.

-Θέλετε να με θαυμάσετε τώρα; Κοπιάστε ! Δείτε!

Κοίταζαν όλοι τους χαμένοι, σοκαρισμένοι, περιδεείς. Όλο το μέρος το αριστερό, από την κοιλιά μέχρι και τον λαιμό του Στέλιου, άρχισε να φουσκώνει αφύσικα, τρομακτικά. Θαρρείς πως θα έσκαγε σαν παραγεμισμένος ασκός. Χοροπηδούσε φουσκωμένο, ανακινούνταν, γουργούριζε, σφύριζε, σαν να γέμιζε αέρα ή νερό, που ανεβοκατέβαινε με ταχύτητα φοβερή.

Η κυρία Αγγέλα τέντωσε το χέρι της να πιάσει εκείνο το μέρος του κορμιού του, μα ο Στέλιος αλύχτησε σαν το λαβωμένο ζώο.

-Μη με πιάνεις! Μη! Αφήστε με και θα σας πω ένα τραγουδάκι. Κι έπειτα θα σας χορέψω έναν χορό.

Και το δύσμοιρο αγόρι έπιασε το τραγούδι στα τουρκικά. Σαν αμανές του τάφου. Η άγρια φωνή διαπερνούσε το φτωχικό σπιτάκι σαν αντίλαλος σκουριασμένων τενεκέδων. Οι φθόγγοι κροτάλιζαν σαν ανεμοδαρμένος τσίγκος.

Ξάφνου, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, η φωνή ακούστηκε πάλι:

-Φεύγω τώρα, γιατί έτσι το θέλω εγώ. Αύριο πάλι. Νωρίτερα από το συνηθισμένο. Θα ξανάρθω. Θα κάνω ό,τι γουστάρω εγώ.

Αφού εκστόμισε λέξεις στα αραβικά, στα ινδικά, αλλά και σε άλλες γλώσσες, που ακούστηκαν άγνωστες και ακατάληπτες, απαγγέλοντας και στίχους από το Κοράνι, ο Τούρκος εγκατέλειψε επιτέλους τον νεαρό, ο οποίος, αφού συνήλθε, θυμόταν τα πάντα.

-Στέλιο, εμείς θα σε βοηθήσουμε. Όχι με φάρμακα. Με άλλον τρόπο. Αύριο το βράδυ στις 9 θα συναντηθούμε και πάλι. Θα σε θεραπεύσουμε, είπε ο κύριος Αποστολίδης με αποφασιστικότητα.

Συνεχίζεται…

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 20/03/1928…

Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η ΒΡΑΔΥΝΗ", στις 20/03/1928
Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 20/03/1928
5 1 ψήφος
Αξιολόγηση άρθρου
Subscribe
Notify of
guest

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

0 σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments