Το φριχτό στοίχειωμα του συνοικισμού Συγγρού, το 1928 (Μέρος 3ο)…

Το φριχτό στοίχειωμα του συνοικισμού Συγγρού, το 1928 (Μέρος 3ο)…

Στο στοιχειωμένο σπίτι του συνοικισμού Συγγρού, εκεί χαμηλά στην Καισαριανή, η παρέα έμεινε μέχρι τη μία και μισή μετά τα μεσάνυχτα. Δεν ήταν δυνατόν να παρατείνουν τη διαμονή τους μέσα σε εκείνο το ψυχρό, νωτισμένο δωμάτιο, έχοντας τις κυρίες μαζί τους. Ήλπιζαν πως η δεύτερη επίσκεψή τους δε θα απέβαινε άκαρπη.

Αν πράγματι παράγονταν υπερφυσικά φαινόμενα, όπως οι πνιχτοί λυγμοί που άκουσαν ή το παγερό φως που είδαν, θα το επιβεβαίωναν την επόμενη φορά, φέρνοντας μαζί τους ένα ισχυρό μέντιουμ.

Στη μιάμιση, λοιπόν, μερικοί από αυτούς φορτώθηκαν από μια καρέκλα στα χέρια και τη μετέφεραν στο σπίτι της δεσποινίδας Μαρίας Στραβαρίδου κι έπειτα προχώρησαν προς την πλατεία του συνοικισμού, όπου δυο ταξί τους πήγαν σπίτι.

Την επομένη το βράδυ, ο συντάκτης του άρθρου είδε τη δεσποινίδα Στραβαρίδου, η οποία του είπε τα εξής:

-Όταν γύρισα στο σπίτι μου και πήγα να πλαγιάσω μισή ώρα αργότερα, άκουσα τον σύρτη της πόρτας να κινείται, σαν να ήθελε κάποιος να τον ανοίξει. Η μητέρα μου, με την οποία κοιμόμαστε μαζί στον ίδιο χώρο, ξύπνησε και ανέκραξε: “Ποιος είναι;” Η μητέρα μου δεν πιστεύει στα φαντάσματα και νόμισε πως ήταν κάποιος λωποδύτης. Ύστερα από πέντε λεπτά, όμως, ο κτύπος επαναλήφθηκε και πάλι η μητέρα μου φώναξε. Μετά και την τρίτη φορά πια, στράφηκε και μου είπε: “Μπας και είναι, κόρη μου, επειδή πήγες στο στοιχειωμένο σπίτι;”

Ας δούμε τώρα τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά τον τραγικό θάνατο του επτάχρονου παιδιού της χήρας Ελένης Παπουτσιδάκη, που για τα οποία καμία εφημερίδα δεν είχε κάνει έστω και νύξη.

Όπως εξηγούσε ο συντάκτης του εν λόγω άρθρου της “ΒΡΑΔΥΝΗΣ”, η επιτόπια έρευνα που αποφάσισε να πραγματοποιήσει η εφημερίδα στην περιοχή, προκλήθηκε από το γεγονός ότι πολλοί πρόσφυγες του συνοικισμού είχαν προσέλθει στα γραφεία της και τους είπαν:

-Πολλοί από εμάς θέλουμε να γκρεμιστεί το καταραμένο αυτό οίκημα ή να γίνει κάτι και να γλιτώσουμε, γιατί συνεχίζουν ακόμη να συμβαίνουν τα ίδια! Δεν αντέχουμε άλλο!

Έτσι, την επομένη, ο συντάκτης πήγε νωρίς το απόγευμα, μαζί με τον φωτογράφο της εφημερίδας, να επισκεφτούν την κυρία Παπουτσιδάκη. Τη βρήκε στο νέο της σπίτι να εργάζεται ακάματα, διότι ήταν ράφτρα, μαζί με τις δυο της μαθήτριες, την Ευαγγελία και τη Βασιλική.

Η κυρία Ελένη ήταν μια γυναίκα μετρίου αναστήματος, συμπαθητική κι ήσυχη. Από τον τρόπο που μιλούσε και από τις εκφράσεις της, ήταν εκδήλως ορατά τα ίχνη του τρόμου και της ανείπωτης θλίψης της για την τραγική απώλεια του παιδιού της.

Το πένθος, άλλωστε, έχει έναν κοντυλοφόρο τραχύ κι ακονισμένο, που σκάβει αναίμακτα τις ψυχές και χαράζει ανεξίτηλα τα πρόσωπα…

Μιλούσε με ένα ελαφρύ σπάσιμο στη φωνή. Έμοιαζε φοβισμένη. Σαν, κάπου εκεί κοντά, δίπλα της, πίσω της, να υπήρχε κάποιος που της προξενούσε τρόμο. Πολλές φορές, μιλώντας για το φάντασμα, για την όμορφη ξανθή κόρη, χαμήλωνε τη φωνή της, κοίταζε γύρω της περιδεής, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι “εκείνη” δεν ήταν παρούσα.

Στη ζωή της μπήκε ένα νέο στοιχείο, μια άλλη πραγματικότητα. Κάτι που, βέβαια, τη συγκλόνισε ίσως στον ίδιο βαθμό που τη διέλυσε και ο χαμός του παιδιού της. Μια εχθρική, απόκοσμη πνοή της ανέτρεψε τα πάντα μέσα της. Της γκρέμισε μονομιάς το πώς αντιλαμβανόταν τον κόσμο. Ό,τι είχε σκεφτεί, ό,τι πίστευε, όλα σκόρπισαν, τα πήρε ο τρομακτικός τούτος αγέρας του αφύσικου, του υπερφυσικού.

Φανταστείτε μια γυναίκα απλή, αφοσιωμένη στα τρία της παιδιά (είχε και δύο κοριτσάκια πέρα από το επτάχρονο αγοράκι που το έχασε τόσο ακατανόητα), που πίστευε πως με την ταπεινή και τίμια εργασία της θα μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στο σπιτικό της, θα μπορούσε να ζήσει ήσυχα κι ευτυχισμένα και να που εμφανίστηκε ξάφνου ένα μοχθηρό φάντασμα με αγγελική μορφή και της είπε επιτακτικά:

-Ό,τι κι αν κάνεις, όσο κι αν προσπαθήσεις να το αποτρέψεις, το αγόρι σου θα το σκοτώσει αυτοκίνητο. Θα το σκοτώσω εγώ!

Ήταν τόσο ανυποψίαστη την πρώτη φορά η κυρία Ελένη, ώστε, όταν είδε το φάντασμα, ένα ψηλό, ξανθό και ωραίο κορίτσι με γαλανά, εκφραστικά μάτια, καθώς στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι της τα μεσάνυχτα, της είπε: “Καλώς όρισες, κοπέλα μου. Καλώς εκόπιασες”.

Νόμισε πως ήταν καμιά γειτονοπούλα…

Όπως αφηγήθηκε η δύσμοιρη, χαροκαμένη μάνα, ήταν περίεργο να μπει μια γειτονοπούλα μες στο σπιτικό της τα μεσάνυχτα, αλλά δεν μπορούσε να βάλει τίποτε άλλο με τον νου της.

Όταν, όμως, με τα μάτια της πάντα καρφωμένα μέσα στα μάτια της κυρίας Ελένης, στράφηκε και της είπε: “Κι εσύ είσαι δική μου τώρα!”, η χήρα αναρίγησε. Πρόσεξε, τότε, πως το λευκό φόρεμα της κοπέλας ανέδυε ένα δικό του φως, ένα λαμπύρισμα αλλόκοτο. Αμέσως, άρχισε να σταυροκοπιέται και να λέει με τρεμάμενη φωνή το “Πιστεύω”.

-Για μένα λες αυτά τα λόγια; ρώτησε η κοπέλα και οι μελιστάλαχτες εκφράσεις της σκλήρυναν μεμιάς.

Η κυρία Ελένη ένιωθε έναν φόβο πρωτόγνωρο, καθηλωτικό, αλλά δεν υποψιάστηκε ούτε για μια στιγμή ότι αυτή η απόκοσμη μορφή θα της έφερνε την καταστροφή και ότι θα της επέτρεπε ο Θεός να της πάρει το παιδί της.

Και την πρώτη φορά που τη φοβέρισε και της είπε πως ό,τι κι αν έκανε, το παιδί της θα σκοτωνόταν, εκείνη ήλπιζε πως κάνοντας μια παράκληση στην Παναγία, θα τη λυπόταν, μια χήρα έρημη, ταλαιπωρημένη, δίχως προστασία καμιά.

Μα, και το αγόρι άρχισε να βλέπει το φάντασμα. Και έβγαζε κραυγές από την τρομάρα του. Και η καρδούλα του χτυπούσε σαν φουρκισμένο τυμπανάκι. Και η δόλια μάνα δεν ήξερε πώς να το ησυχάσει και τι να του πει, να του πάρει τον φόβο όλο, να το μερέψει, να το ταχταρίσει, να το πείσει πως όλα θα πήγαιναν καλά.

Έτσι, αποφάσισε να το γλιτώσει, να το στείλει πέρα στην Ελευσίνα, στη γιαγιά του, να τα ξεχάσει όλα το παιδί. Μα, το λεωφορείο ανέβηκε πάνω στο πεζοδρόμιο, εκεί όπου περπατούσε το αγοράκι και το σκότωσε μέσα σε μια μικρή στιγμή, που χώρεσε τον πόνο όλο.

Η χήρα έφυγε από το τρισκατάρατο εκείνο σπίτι της οδού Ελευσίνος, στον αριθμό 47, γιατί το φάντασμα γύρευε να της πάρει και το κοριτσάκι της.

-Ήθελε να πιει κι άλλο αίμα, δε χόρτασε με τον χαμό του γιου μου. Ήθελε και την αθώα μου κορούλα. Συχνά το κορίτσι μου καταλαμβανόταν από σπασμούς και έσκουζε τρομαγμένο, ζητώντας να πάρω από κοντά της την ξανθιά γυναίκα.

Ο δημοσιογράφος ρώτησε την κυρία Ελένη, που πάλευε να κρατήσει τα χέρια της σταθερά, που πάλευε με έναν κόμπο στον λαιμό και μ’ ένα δάκρυ που της έγδερνε το σφιγμένο πρόσωπο, αν έτυχε να ξαναδεί το φάντασμα μετά τον πρόωρο χαμό του παιδιού της.

-Δυστυχώς, ναι. Πριν λίγες μέρες. Ήρθε και σε τούτο το σπίτι. Δεν ξέρω τι να κάνω πια…

-Το παιδί σας έτυχε να το ξαναδείτε; ρώτησε ο δημοσιογράφος.

-Ναι, μετά τα σαράντα του, αποκρίθηκε η μάνα.

Το τι συνέβη ακριβώς, θα το διηγηθούμε αργότερα…

Εν τω μεταξύ, ο συντάκτης μαζί με τον φωτογράφο της εφημερίδας άφησαν για λίγο τη χήρα και πήγαν να τραβήξουν μερικές φωτογραφίες από το στοιχειωμένο σπίτι.

Το πρωί, το σπίτι αυτό περνούσε απαρατήρητο. Το φως, ο θόρυβος, ο κόσμος έδιωχναν κάθε ιδέα για φαντάσματα και εκδικητικές αλλόκοσμες οντότητες. Το βράδυ, όμως, έζεχνε τη βαριά αποφορά του θανάτου.

Επιστρέφοντας στο σπίτι της χήρας, η Ελένη Παπουτσιδάκη ρωτήθηκε πότε είχε δει για τελευταία φορά το φάντασμα.

-Εδώ και λίγες μέρες, μια νύχτα, ενώ κοιμόμουν εδώ, στο νέο μου σπιτικό, είδα στην πόρτα ένα παράξενο φως κι έπειτα παρουσιάστηκε η ξανθή κόρη. Μου φάνηκε κάπως αλλιώτικη. Φορούσε ωραία σκουλαρίκια και έναν όμορφο λευκό μανδύα. Μόλις την αντίκρισα, σταυροκοπήθηκα. Όταν συνειδητοποίησα ότι δε γλίτωσα απ’ αυτή, ακόμη κι αν μετακόμισα, με έπνιξε η απελπισία κι ο πανικός. Εκείνη, σα να διάβασε τις σκέψεις μου, μου είπε: “Όπου κι αν πας, ό,τι κι αν κάνεις, εγώ θα σε κυνηγώ!” Έταξα να κάνω μια παράκληση μήπως και απομακρυνθεί, αλλά του κάκου… Άλλη φορά, πάλι, άρχισαν να σύρονται τα έπιπλα και να τραντάζεται το κρεβάτι πάνω-κάτω, θαρρείς και μέγας σεισμός είχε ξεσπάσει. Νόμιζα πως το σπίτι θα γκρεμιζόταν πάνω απ’ το κεφάλι μου.

-Είπατε πριν πως έτυχε να δείτε και το νεκρό παιδί σας μετά τον θάνατό του.

-Ναι, πολύ αργότερα…

-Μπορείτε να μου εξιστορήσετε τι έγινε; ρώτησε ο δημοσιογράφος.

Συνεχίζεται…

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 12/03/1928…

Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η ΒΡΑΔΥΝΗ", στις 12/03/1928
Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 12/03/1928
0 0 ψήφοι
Αξιολόγηση άρθρου
Subscribe
Notify of
guest

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

0 σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments