Η τότε ερωμένη του Βασιλιά Λουδοβίκου του ΙΕ’, η Marie Anne de Mailly-Nesle, Δούκισσα του Chateauroux, είχε αρχίσει να ανησυχεί μήπως ο Βασιλιάς της Γαλλίας ετοιμαζόταν να την εγκαταλείψει κι αυτήν για μια άλλη μαιτρέσσα.
Έτσι, λοιπόν, έβαλε να παρακολουθούν στενά τη Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, που έριχνε πάντοτε γλυκά βλέμματα στον Λουδοβίκο, ευελπιστώντας να γίνει κάποτε το ταίρι του.
Μάλιστα, όταν η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ κάποια στιγμή τόλμησε να παρουσιαστεί ενώπιον του Βασιλέως, η αντίζηλος Δούκισσα του Chateauroux την απείλησε ευθέως να μην ακολουθεί πλέον τα βασιλικά κυνήγια, που θα ήταν στο εξής πολύ επικίνδυνα για την ίδια.
Εννοείται, φυσικά, πως η απαγόρευση αυτή, αν και έγινε ως σύσταση, είχε τον τόνο της διαταγής και συνάμα της απειλής, επειδή προερχόταν από την ευνοούμενη του Βασιλιά.
Η Ζαν Πομπαντούρ, νιώθοντας τον εαυτό της ανίσχυρο να τα βάλει στα φανερά με τη Δούκισσα, αρκέστηκε να συμμορφωθεί ανόρεχτα, χωρίς, όμως, να διανοηθεί έστω και μια στιγμή να εγκαταλείψει τα σχέδιά της. Ευτυχώς για αυτήν, η Δούκισσα του Chateauroux πέθανε, αλλά και δυστυχώς ο Λουδοβίκος είχε διακόψει πλέον το κυνήγι.
Ο Λουδοβίκος, στην τρυφερή ηλικία των 15 ετών, παντρεύτηκε τη Μαρία Λεστσίνσκα, κόρη του έκπτωτου Πολωνού Βασιλιά, η οποία ήταν 7 χρόνια μεγαλύτερή του και όχι τόσο όμορφη. Εν τούτοις, μια σειρά διαδόχων που γέννησαν, απέδειξε τη σύμπνοια και την αγάπη που βασίλευε στην αρχή ανάμεσα στους δύο συζύγους.
Έτσι, πέρασαν δέκα-δώδεκα χρόνια, μα σιγά-σιγά η διαφορά της ηλικίας και η αθρόα τεκνοποίηση της Βασίλισσας Μαρίας, άρχισαν να προκαλούν μιαν αδιαφορία στον Βασιλιά της Γαλλίας.
Από τότε άρχισαν οι διάφοροι έρωτές του. Πολλές κυρίες της γαλλικής αριστοκρατίας πέρασαν από το κρεβάτι του, μέχρις ότου ήρθε και η σειρά της Ζαν Πομπαντούρ, της οποίας την πρόσληψη ως βασιλικής ευνοούμενης προκάλεσε ο ίδιος ο Λουδοβίκος.
Ένα βράδυ, λοιπόν, πριν κατακλιθεί, φώναξε τον θαλαμηπόλο του και του εξομολογήθηκε ότι είχε βαρεθεί να αλλάζει τόσο συχνά ερωμένες, χωρίς να έχει καταφέρει να βρει μια άξια σύντροφο, που να την έχει παντοτινά. Τον ρώτησε αν ήξερε καμία που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις ορέξεις και στα γούστα του.
Πράγματι, ο θαλαμηπόλος, καταγοητευμένος από την εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο Βασιλιάς, του είπε ότι είχε κάποια γνωστή του, η οποία σίγουρα θα του άρεσε πολύ και η οποία, μάλιστα, ήταν ήδη ερωτευμένη μαζί του, από τη στιγμή που τον είδε για πρώτη φορά.
Αυτή η αναπάντεχη απάντηση εξέγειρε την περιέργεια του Λουδοβίκου και ζήτησε να μάθει ποια ήταν. Όταν ο θαλαμηπόλος του υπενθύμισε ότι την είχε συναντήσει άλλοτε στα κυνήγια του, ο Βασιλιάς τη θυμήθηκε πολύ καλά και ομολόγησε πως του είχε κάνει τεράστια εντύπωση και πως θα γοητευόταν αν συνδεόταν μυστικά μαζί της. Έτσι, ανέθεσε στον θαλαμηπόλο του να αναλάβει την υπόθεση και να τους κανονίσει ένα ραντεβού.
Ο πιστός υπηρέτης του Βασιλιά έτρεξε την άλλη μέρα κιόλας να βρει τη Ζαν και της διηγήθηκε τα συμβάντα. Αμέσως όλα κανονίστηκαν μεταξύ τους και η Πομπαντούρ ήξερε έναν τρόπο να διανυκτερεύσει μακριά από το σπίτι της, χωρίς να υποψιαστεί το παραμικρό ο σύζυγός της.
Η Ζαν, λοιπόν, πέρασε τη νύχτα στα ανάκτορα μαζί με τον Βασιλιά, ο οποίος την άλλη κιόλας μέρα την έστειλε σπίτι της αρκετά ψυχρά. Από τότε πέρασε καιρός δίχως να κάνει λόγο γι’ αυτήν στον έμπιστο θαλαμηπόλο του.
Φαντάζεται κανείς τη θλίψη, αλλά και το πείσμα της υποψήφιας ευνοούμενης, η οποία τόσο είχε υπολογίσει στη γοητεία και στις χάρες της. Έβλεπε τώρα τα όνειρά και τις φιλοδοξίες της να καταρρέουν σα χάρτινος πύργος.
Ένα μήνα αργότερα, η βασιλική αδιαφορία εξακολουθούσε, ώσπου ένα βράδυ ο Βασιλιάς ρώτησε τον υπηρέτη του να μάθει τι εντυπώσεις είχε αποκομίσει από τη Μαντάμ ντε Πομπαντούρ. Εκείνος του αποκρίθηκε πως η δυστυχής Ζαν έκλαιγε διαρκώς από τη στενοχώρια της που δεν κατάφερε να έλξει το ενδιαφέρον του Μεγαλειοτάτου.
Ο Λουδοβίκος, όμως, απολογήθηκε, λέγοντας πως φοβήθηκε μήπως και εκείνη, σαν όλες τις άλλες, ενδιαφερόταν μονάχα για την κοινωνική αναρρίχησή της και όχι για τον έρωτά του, διότι, όπως του εκμυστηρεύτηκε, του άρεσε πολύ.
Ο θαλαμηπόλος αποσαφήνισε στον Βασιλιά πως η Ζαν ήταν εδώ και χρόνια ερωτευμένη μαζί του και δεν ενδιαφερόταν για αίγλη και μεγαλεία, αλλά μοναχά για την καρδιά του. Ζήτησε την άδειά του, αν εκείνος το επιθυμούσε, να κανονίσει ένα ακόμη ραντεβού για τους δυο τους.
Πράγματι, η δεύτερη συνάντησή τους προγραμματίστηκε και δεν έμοιαζε καθόλου με την πρώτη. Η Ζαν κατέκτησε την καρδιά του Λουδοβίκου με έναν τρόπο που δεν τον ανέμενε κι από τότε, την έβλεπε κάθε νύχτα, μέχρις ότου ο Βασιλιάς συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς την παρουσία της.
Αλλά δεν ήταν δυνατόν να εξακολουθήσει να περνάει τα βράδια της μακριά από τον σύζυγό της, χωρίς να κινήσει υποψίες. Επίσης, μπορεί να μην τον αγαπούσε, αλλά δεν ήθελε να τον ταράξει, βάζοντας στην άκρη όλα τα προσχήματα.
Η αναπόφευκτη αποκάλυψη αυτή ήταν για τον άντρα της, τον πάντοτε ερωτευμένο και αφοσιωμένο σ’ αυτήν Charles Guillaume Le Normant d’ Etiolles, κεραυνός εν αιθρία. Με διαλυμένη ψυχολογία, θέλησε να της επιβληθεί ως σύζυγος, μα η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, υπερήφανη για την υψηλή της προστασία, η οποία την εξασφάλιζε από κάθε επίθεση εναντίον της, πέταξε πια κάθε επιφύλαξη και δε φοβήθηκε να πάει και να ζητήσει άσυλο στα Ανάκτορα των Βερσαλλιών.
Ο δυστυχισμένος Charles d’ Etiolles έμεινε απαρηγόρητος. Κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να τη μεταπείσει, έως ότου έλαβε μια ρητή βασιλική διαταγή, δια της οποίας εξοριζόταν στο Αβινιόν, από το οποίο επέστρεψε μετά από έναν χρόνο.
Η Ζαν, η οποία υπεραγαπούσε τα θεάματα και τις διασκεδάσεις της νυχτερινής ζωής του Παρισιού, τώρα πλέον αισθανόταν μεγάλη αδιαφορία και σπανίως συμμετείχε. Άλλωστε, όσες φορές είχε βγει να διασκεδάσει, δεν παρέλειπε να πληροφορεί εκ των προτέρων τον σύζυγό της, ώστε να μην τύχει να συναντηθούν.
Κι αυτή την τακτική την εφάρμοσε, επειδή είχε πληροφορηθεί ότι την ημέρα που θα εμφανιζόταν στο θέατρο, το κοινό, αγανακτισμένο από την απιστία της, θα χειροκροτούσε και θα επευφημούσε τον άντρα της, επειδή δε θα τολμούσε να αποδοκιμάσει την ίδια, την επίσημη μαιτρέσσα του Βασιλιά τους. Και ήξερε καλά η Ζαν τον παριζιάνικο λαό…
Από τότε, η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ έδωσε έναν άγνωστο τόνο με τις διασκεδάσεις που διαρκώς εφεύρισκε στο παλάτι κι αυτό άρεσε εξαιρετικά στον Λουδοβίκο, που τις απολάμβανε σαν το μικρό παιδί, ενώ μέχρι τότε έπληττε φοβερά.
Ο Λουδοβίκος ο ΙΕ’ ήταν πλέον σκλάβος της. Της παραχώρησε μάλιστα και ένα μαρκιζάτο και τον τίτλο της Μαρκησίας ντε Πομπαντούρ.
Η Ζαν είχε πια στη διάθεσή της ολόκληρο το βασιλικό θησαυροφυλάκιο. Ξόδευε αφειδώς για τις απαιτήσεις της νέας της ζωής, αλλά φρόντιζε πάντοτε και να αποταμιεύει. Ο Βασιλιάς της αγόρασε διάφορα σπουδαία μέγαρα, για να τα χαίρεται εκείνη και η πολυπληθής ακολουθία της.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 25/01/1925…