Ο λάκκος με τους σκελετούς…

Ο λάκκος με τους σκελετούς…

Μια υπόγεια ειρκτή, από εκείνες που μοιάζουν με τάφους και που μας κάνουν να ριγούμε από φρίκη, ανακαλύφθηκε τον Ιανουάριο του 1931 στην πόλη Κουένκα της Ισπανίας, με πενήντα σκελετούς, για τους οποίους πιστευόταν ότι ήταν οι σκελετοί θυμάτων της φοβερής ισπανικής Ιεράς Εξέτασης.

Ο λάκκος με τους σκελετούς βρισκόταν στη βάση του κωδωνοστασίου της εκκλησίας Σάντα Κρουζ. Η τρομακτική αυτή ειρκτή, το ανήλιαγο αυτό κατακόρυφο μπουντρούμι, επικοινωνούσε με την εκκλησία με ένα υπόγειο μυστικό πέρασμα.

Φωτογραφία της υπόγειας ειρκτής που ανακαλύφθηκε το 1931
Φωτογραφία της υπόγειας ειρκτής που ανακαλύφθηκε το 1931

Όλοι οι σκελετοί που βρέθηκαν ήταν δεμένοι με σκοινιά. Πολλοί είχαν παράξενες στάσεις, πράγμα το οποίο αποδείκνυε χωρίς αμφιβολία ότι ο θάνατος των θυμάτων υπήρξε αγωνιώδης. Οι δυστυχείς αυτοί άνθρωποι ρίχνονταν από ύψος μέσα στο μπουντρούμι δια μέσου ενός μικρού παραθύρου, αφού προηγουμένως είχαν δικαστεί και καταδικαστεί με συνοπτικές διαδικασίες σε μια γειτονική αίθουσα.

Η ειρκτή χρονολογείται από το 1670. Ως γνωστόν, η Ιερά Εξέταση στην Ισπανία παρατάθηκε έως τις αρχές και του 19ου αιώνα, εποχή κατά την οποία είχε ήδη προ καιρού πάψει να υφίσταται σε άλλα πολιτισμένα κράτη.

Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, η Ιερά Εξέταση βρισκόταν ακόμη σε πλήρη δράση, όπως γνωρίζουμε και από την Ιστορία, αλλά και από ένα περίφημο διήγημα του Αμερικανού συγγραφέα Έντγκαρ Άλαν Πόε, “Το Πηγάδι και το Εκκρεμές”, το οποίο πραγματευόταν ένα από τα ανατριχιαστικότερα μαρτύρια της Ιεράς Εξέτασης.

Η υπόθεση του διηγήματος, λοιπόν, ανάγεται στη Γαλλική Επανάσταση και ο Πόε ισχυριζόταν πως οι λεπτομέρειες της διήγησής του στηρίζονταν σε αναμφισβήτητα ιστορικά γεγονότα.

Ο καταδικασμένος ρίχνεται μέσα στη φοβερή ειρκτή, στον αβυσσαλέο λάκκο, στο πηγάδι, όπως λέει ο Πόε, με το απροσμέτρητο βάθος. Είναι λιπόθυμος, αναίσθητος από τα αλλεπάλληλα βασανιστήρια, τα οποία έχει υποστεί και αναμένει πια τον θάνατο, για να λυτρωθεί από τον πόνο και την αγωνία.

Ο ήρωας του Πόε εξιστορεί:

Έντγκαρ Άλαν Πόε (19/01/1809 - 07/10/1849)
Έντγκαρ Άλαν Πόε (19/01/1809 – 07/10/1849)

Έως τη στιγμή εκείνη, δεν είχα ανοίξει τα μάτια μου. Αισθανόμουν ότι ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα και όχι δεμένος. Άπλωσα το χέρι μου και έπεσε βαριά πάνω σε κάτι το υγρό και το σκληρό. Το άφησα εκεί ακίνητο για μερικά λεπτά, προσπαθώντας να μαντέψω πού βρισκόμουν και τι είχα κάνει. Ανυπομονούσα να ανοίξω τα μάτια μου, αλλά δεν τολμούσα. Φοβόμουν το πρώτο βλέμμα, που θα έριχνα στα πράγματα που με περιστοίχιζαν.

Τέλος, με ένα απεριγράπτως αγωνιώδες αίσθημα, άνοιξα τα μάτια μου. Τα σκότη μιας αξημέρωτης νύχτας με περιέβαλλαν. Έκανα μια προσπάθεια για να αναπνεύσω. Η ατμόσφαιρα ήταν αφόρητα βαριά.

Θα είχε περάσει μισή, ίσως και μία ώρα, όταν έξαφνα ύψωσα τα μάτια μου προς τα επάνω. Ένα αμυδρότατο φως φώτιζε τώρα τον φοβερό τάφο, όπου ήμουν ριγμένος. Και τότε κατόρθωσα να διακρίνω το σχήμα του. Ήταν τετράγωνος. Καθώς κοίταζα την κορυφή, είδα αίφνης ένα μηχάνημα που έμοιαζε με τα παλιά εκκρεμή, το οποίο, όμως, κινούνταν. Έκανε μια σύντομη ταλάντευση, πολύ αργή. Κοίταζα για κάμποσα λεπτά το παράξενο αυτό μηχάνημα με δυσπιστία και έκπληξη.

Ξαφνικά, περιττό να πω με τι τρόμο, αντελήφθην ότι το τόξο της ταλάντευσης του εκκρεμούς είχε αυξηθεί πολύ. Η ταχύτητά του είχε αυξηθεί κι αυτή, ενώ είχε κατεβεί αισθητά. Συγχρόνως, παρατήρησα ότι το κατώτερο άκρο του αποτελούνταν από μια ατσάλινη λαμπερή ημισέληνο, ακονισμένη ωσάν ξυράφι.

Το αιωρούμενο αυτό λεπίδι, το βαρύ και συμπαγές, το οποίο λεπτυνόταν και κατέληγε σε αιχμή ξυραφιού, ήταν προσαρμοσμένο σε μια χοντρή χαλύβδινη βέργα και καθώς αιωρούνταν στο κενό, σφύριζε…

Με ένα σκίρτημα όλης μου της ύπαρξης, που μάζεψε με κύματα ορμητικά όλο το αίμα στην καρδιά μου, κατάλαβα τι σήμαινε το τρομερό αυτό πελέκι, που αιωρούνταν, σφυρίζοντας σαν κάποιος φανταστικός δράκος, επάνω από το κεφάλι μου: ήταν το μέσον με το οποίο είχε επιλέξει, ανάμεσα σε τόσα άλλα, η Ιερά Εξέταση, για να με θανατώσει.

Χαμηλότερα, χαμηλότερα, όλο και χαμηλότερα, κατέβαινε το τρομερό λεπίδι. Πόσες ώρες πέρασαν, πόσες μέρες, δεν ξέρω…

Η αγωνία μου είχε φτάσε τώρα σε αληθινή φρενίτιδα. Δεξιά, αριστερά, ταλαντευόταν το μηχάνημα, απομακρυνόταν και κατόπιν, επέστρεφε, μέχρι την καρδιά μου, σαν πνεύμα καταραμένο, σαν δαίμονας, με το κρυφό γλίστρημα της τίγρης. Ούρλιαζα και γελούσα εναλλάξ, από την τρέλα.

Τώρα πια το βαρύ λεπίδι με άγγιζε. Έπειτα από πέντε, δέκα ταλαντεύσεις, θα ξέσκιζε το ρούχο μου, το πουκάμισό μου και ύστερα, το στήθος μου. Έκλεισα τα μάτια μου, για να μη δω τουλάχιστον το φοβερό μαρτύριο. Η αγωνία της ψυχής μου αναδύθηκε σε μια μεγάλη και παρατεταμένη κραυγή απελπισίας.

Μα, έξαφνα, τι χαρά, τι ανεκλάλητη αγαλλίαση! Άκουσα τον συγκεχυμένο θόρυβο ανθρώπινων κραυγών και συγχρόνως, μια έκρηξη και μια θύελλα σαλπίγγων. Έναν τρομακτικό μυκηθμό, ωσάν χιλίων κεραυνών. Ένα χέρι σωτήριο άδραξε το χέρι μου. Ήταν ένας Γάλλος στρατιώτης. Ο στρατός του Ναπολέοντα είχε εισέλθει στο Τολέδο. Η Ιερά Εξέταση πλέον βρισκόταν στα χέρια του.

Εν τούτοις, φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι η Ιερά Εξέταση καταργήθηκε οριστικά στην Ισπανία μόλις το 1835 και η τεράστια περιουσία της χρησιμοποιήθηκε για την εξόφληση του ισπανικού εθνικού χρέους.

Οι ανήκουστες αυτές βαρβαρότητες, οι οποίες με τη μορφή βασανιστηρίων και μαρτυρίων διεπράχθησαν εναντίον τόσων αθώων ανθρώπων, δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο της Ιεράς Εξέτασης.

Αυτές τις απάνθρωπες πρακτικές τις συναντούμε και σε άλλα κράτη, εφαρμοσμένες από βασιλείς, ηγεμόνες, πρίγκιπες, προς εξολόθρευση και εκφοβισμό των εχθρών τους.

Ο συνήθης τρόπος της θανάτωσης ενός καταδίκου στη Γαλλία πριν από την Επανάσταση, ήταν εκτάκτως σκληρός και βάρβαρος. Ο κατάδικος, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν ως επί το πλείστον αθώος, προσδενόταν σ’ έναν τροχό και καθώς ο τροχός περιστρεφόταν, ο δήμιος έθραυε με ένα σιδερένιο ραβδί τα πόδια και τα χέρια του θύματος και στο τέλος, του θρυμμάτιζε το κεφάλι. Σε παλαιότερους ακόμη χρόνους, στον τροχό ήταν καρφωμένες ακιδωτές σφήνες.

Στη Γερμανία, όμως, λάμβαναν χώρα και φαιδρά μαρτύρια. Χώρα της κλασικής μουσικής, η Γερμανία τιμωρούσε περιεργότατα τους κακούς μουσικούς. Τα δάχτυλά τους δένονταν σε ένα ψεύτικο σιδερένιο κλαρινέτο, περασμένο και σφηνωμένο γύρω από τον λαιμό τους και σε αυτή τη στάση έμεναν για πολλές ώρες, εκτεθειμένοι στις πλατείες, προς συμμόρφωση και χλευασμό.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 21/01/1931…

Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ", στις 21/01/1931
Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 21/01/1931
0 0 ψήφοι
Αξιολόγηση άρθρου
Subscribe
Notify of
guest

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

0 σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments