Τον Φεβρουάριο του 1928, μια σειρά παράδοξων περιστατικών είχε αναστατώσει μια πλούσια συνοικία του Μιλάνου. Κάθε βράδυ, από τις 9 μέχρι και τα μεσάνυχτα, ένα πραγματικό πανδαιμόνιο συγκλόνιζε τους εύπορους κατοίκους της.
Τεράστια κομμάτια κάρβουνων εκσφενδονίζονταν κάθε μια ώρα εναντίον του τρίτου ορόφου μιας εκ των πολυτελών οικιών. Οι ένοικοι, σε έξαλλη κατάσταση, είχαν ειδοποιήσει την Αστυνομία, μολονότι θεωρούσαν αρχικά ότι επρόκειτο περί ενός κακού αστείου, το οποίο, ούτως ή άλλως, δε θα συνεχιζόταν. Προχώρησαν, λοιπόν, στην αποκατάσταση των υλικών ζημιών, αντικαθιστώντας τα τζάμια που είχε καταστρέψει ο “νυχτερινός βομβαρδισμός”.
Αλλά μάταια τα έξοδα, καθώς την επόμενη νύχτα τα καινούρια τζάμια είχαν την ίδια τύχη. Εάν δε, τυχαίως, κάποιο από τα παράθυρα ήταν ανοιχτό, οι εκσφενδονιζόμενοι ανθρακίτες έπεφταν εντός του δωματίου, προξενώντας, δικαιολογημένως, φόβο και τρόμο. Τώρα, πλέον, δεν επρόκειτο περί αστείου!
Είναι φυσικό ν’ αντιληφθεί κανείς την αναστάτωση που είχε προκληθεί σε ολόκληρη την συνοικία εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων “βομβαρδισμών” και της αδυναμίας των Αστυνομικών Αρχών να εντοπίσουν τους δράστες. Ο δυστυχής ιδιοκτήτης του σπιτιού που είχε μπει στο “στόχαστρο”, είχε κυριολεκτικώς χάσει τα μυαλά του. Και δικαίως.
Η μητέρα του, προχωρημένης ηλικίας, αφ’ ενός, δε θα μπορούσε να αντέξει πολλών τέτοιων περιστατικών, η γυναίκα του, αφ’ ετέρου, είχε πάθει νευρική κρίση. Εξ’ άλλου, η υπηρέτρια και μια άλλη ένοικος του σπιτιού είχαν μεταφερθεί στο νοσοκομείο με σοβαρά τραύματα που τους προκλήθηκαν από τα εκσφενδονιζόμενα κομμάτια κάρβουνου.
Η Αστυνομία υπέθετε, αρχικά, ότι επρόκειτο πιθανώς περί εκδικητικής, προς την οικογένεια, πράξης. Αλλά η υπόθεση αυτή απεδείχθη εσφαλμένη, διότι η εν λόγω οικογένεια δεν είχε, ή τουλάχιστον δεν γνώριζε να είχε, εχθρούς. Συνεπώς, αποφασίστηκε να αυξηθεί ο αριθμός των αστυνομικών που θα παρακολουθούσαν το σπίτι κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Επειδή υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες που είχαν δει τα εκσφενδονιζόμενα αντικείμενα και επειδή δεν επιτρεπόταν σε αστυνομικά όργανα να πιστεύουν σε δεισιδαιμονίες, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο περί κακόβουλης ενέργειας αγνώστου, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα θα βρισκόταν ή θα μπορούσε και να μένει σε κάποιο από τα απέναντι σπίτια.
Ένας, μάλιστα, αστυνομικός νόμισε ότι αντιλήφθηκε κάποια ύποπτη κίνηση σε ένα παράθυρο, σαν ένα χέρι που πετούσε κάτι. Όλες οι υποψίες εστράφησαν, λοιπόν, εναντίον μιας γυναίκας που κατοικούσε στο απέναντι σπίτι, από το παράθυρο του οποίου είχε γίνει αντιληπτή η ύποπτη κίνηση και η οποία δεν έπαυε να διαμαρτύρεται για τις κατηγορίες που της είχαν προσάψει. Προκειμένου να αποδείξει την αθωότητά της, πρότεινε στους αστυνομικούς να φρουρήσουν επί σειρά νυχτών το παράθυρό της, για να έβλεπαν αν οι “βομβαρδισμοί” θα επαναλαμβάνονταν.
Έτσι και έγινε. Επί δύο συνεχόμενες νύχτες δεν συνέβη τίποτα. Την τρίτη, όμως, νύχτα το φαινόμενο επαναλήφθηκε. ‘Ένας ανώτερος αστυνομικός, βρισκόταν στο σπίτι που δεχόταν τις επιθέσεις και συζητούσαν με την ιδιοκτήτριά του σχετικά με την μυστηριώδη υπόθεση, όταν εντελώς αναπάντεχα εκσφενδονίστηκε προς το μέρος τους ένα τεράστιο κομμάτι κάρβουνου.
Η απελπισία ήταν γενική, πλην της ενοίκου του απέναντι σπιτιού, η οποία θριαμβολογούσε για την αποδεικνυόμενη αθωότητά της! Οι αστυνομικοί της περιοχής, παρ’ ότι δεν είχαν κατορθώσει να εντοπίσουν τους υπαιτίους των περιστατικών αυτών, αλλά και μη πιστεύοντας σε φαντάσματα, αισιοδοξούσαν ότι δε θ’ αργούσαν να εντοπίσουν τα ίχνη τους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 28/02/1928…