Ήταν Σεπτέμβρης του 1932. Η παρέα συνέχιζε την πορεία της μέσα στο σπήλαιο του Λαβυρίνθου, στη Μεσσαρά της Κρήτης. Από τον τρομακτικό “Θάλαμο των Νυχτερίδων” ξεκίνησαν μέσα στα σκοτάδια, ψηλαφώντας τους νοτερούς βράχους, για το περίφημο “Άντρο του Θησέα” και την “Αίθουσα του Μινώταυρου”.
Οι ίδιοι κόποι, οι ίδιες αγωνίες τους περίμεναν στο απώτατο ετούτο δίκτυο των ολοσκότεινων στοών της “Μεγάλης Νήσου” του Λαβυρίνθου. Οι πλευρές των σπηλαιωδών ανοιγμάτων που ξεπρόβαλαν κάθε τόσο μπροστά τους και στα πλάγια των διαδρόμων έσταζαν νερό από την υγρασία που βασίλευε και το έδαφος ήταν τόσο νοτισμένο, ώστε τα πόδια τους ολίσθαιναν επικίνδυνα στις κατηφοριές.
Πού και πού συναντούσαν ακόμα νυχτερίδες, αλλά μόλις άκουγαν τον θόρυβο των βημάτων της μικρής παρέας, πετούσαν μακριά με ένα ανατριχιαστικό θρόισμα των φτερούγων τους.
Ύστερα από κοπιώδη και εξαντλητική πορεία περίπου δεκαπέντε λεπτών ακόμα, έφτασαν σε μια απότομη στροφή, όπου η στοά κατρακυλούσε πιο βαθιά προς τα σπλάχνα του βουνού. Αριστερά τους ορθωνόταν μια ψηλή πέτρα, που επάνω της ήταν χαραγμένα διάφορα ονόματα.
Παραξενεύτηκαν, αλλά ο γέρο-Νικόλας Δαγκαρολάκης, ο λεβέντης εβδομηντάρης Κρητικός, που εκτελούσε χρέη οδηγού για την ομάδα των εξερευνητών, ο οποίος δεν είχε διόλου κουραστεί κατά τη διάρκεια της επίπονης εκείνης υπόγειας περιπλάνησης και ήταν απεναντίας γεμάτος καλή διάθεση και γλυκό χαμόγελο, έσπευσε να τους εξηγήσει το μυστικό των ανάγλυφων ονομάτων, που ήταν λαξευμένα πάνω στην πέτρα:
-Εδώ, καθένας στον καιρό της Επανάστασης, έγραφε το όνομά του. Το μάρμαρο “κλαίει” και σιγά-σιγά η χαραγματιά γεμίζει από το δάκρυ του βράχου. Αυτό μαρμαρώνει κατόπιν κι έτσι, ξεπροβάλλουν τα γράμματα από την πέτρα.
Το “δάκρυ του βράχου” δεν ήταν παρά οι σταλακτίτες, που, ακολουθώντας τη χαραγμένη γραμμή, έπαιρναν το σχήμα του γράμματος, που ήταν λαξευμένο στην πέτρα. Κι έτσι, ύστερα από πολλά χρόνια, ένα όνομα που χαράχθηκε βαθιά στον βράχο, γινόταν αγάλι-αγάλι ανάγλυφο και προεξείχε αρκετά από τη λεία του επιφάνεια.
Από την κατάμαυρη εκείνη γωνιά του Λαβυρίνθου, γλίστρησαν σ’ έναν διάδρομο μακρύ, στενό και χαμηλό, από όπου έφτασαν στο “Άντρο του Θησέα”. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, κατέληξε ο Αθηναίος ήρωας, οδηγούμενος από τον μίτο της Αριάδνης, της κόρης του Βασιλιά Μίνωα της Κρήτης, που τόσο τον βοήθησε στον τρανό του άθλο.
Το “Άντρο του Θησέα” ήταν ένα υπόγειο θολωτό άνοιγμα, από τα πολλά του Λαβυρίνθου της Μεσσαράς, που χρησίμευε άλλοτε για να στεγαστούν πολλές οικογένειες Ελλήνων επαναστατών, που κατέφυγαν εκεί, για να μη σφαγιαστούν από τους Τούρκους.
Το ίδιο ανυπόφορο σκοτάδι, η ίδια παγωνιά, η ίδια υγρασία, η ίδια νεκρική σιωπή επικρατούσαν μέσα στο ανήλιαγο φαρδύ δώμα. Ένας διάδρομος το ένωνε με τον κεντρικό διάδρομο, που τους έφερε στην τελευταία απόκρυφη σάλα, την περιλάλητη “Αίθουσα του Μινώταυρου”, όπου έμενε το φοβερό θεριό με το στιβαρό ανθρώπινο κορμί και το κεφάλι ταύρου.
Η αίθουσα του Μινώταυρου, όπου για να φτάσει κανείς από την είσοδο του σπηλαίου θα έπρεπε να περπατάει συνεχώς μιάμιση ώρα, ήταν μια χαμηλή εσοχή, που φαινόταν ότι είχε πάθει καθίζηση από τα χιλιάδες χρόνια που πέρασαν, λόγω της υγρασίας. Τίποτε το εξαιρετικό δεν υπήρχε που να καταδεικνύει ότι αυτή ήταν η φοβερή φωλιά του τέρατος, όπου αποσυρόταν, όταν χόρταινε από τις σάρκες των ανθρώπων, που περιφέρονταν χαμένοι στον Λαβύρινθο. Μα, ο θρύλος και η φήμη του θεριού υπέβαλαν στον επισκέπτη να νιώσει ένα ρίγος.
Όχι πολύ μακριά από την “Αίθουσα του Μινώταυρου”, βρισκόταν το “Υγρό Σπήλαιο”, ο “Κουμπές”, όπως λεγόταν στη γλώσσα των χωρικών της Μεσσαράς. Ήταν το πιο ψηλό θολωτό σημείο, όπου η ροή του νερού δεν έπαυε στιγμή. Ακριβώς στο σημείο του εδάφους όπου έπεφταν οι σταλαγματιές, είχε τοποθετηθεί εδώ και πάμπολλα χρόνια ένα μεγάλο πήλινο αγγείο, που ξεχείλιζε από γάργαρο και δροσερό νερό.
Το νερό αυτό ήταν πόσιμο και επικρατούσε μια μακρά συνήθεια να πίνουν από αυτό όλοι οι επισκέπτες του Λαβυρίνθου, όταν έφταναν επιτέλους εκεί, στην απώτατη άκρη των εγκάτων του βουνού.
Και τότε πια, δεν τους απόμεινε τίποτε άλλο παρά να επιστρέψουν πίσω στην έξοδο και στο παρήγορο φως του ήλιου.
Με τον ίδιο τρόπο, ο δημοσιογράφος Κώστας Στούρνας, ο γέρο-Νικόλας Δαγκαρολάκης, ο γιος του ο Μανωλιός και οι δυο Κρητικοπούλες πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Δέκα λεπτά αργότερα βρέθηκαν στην “Τράπεζα”, όπου σύμφωνα με μια τοπική παράδοση, ο Μινώταυρος γευμάτιζε ανθρώπινες σάρκες.
Ήταν ένας χώρος με πελεκητά τοιχώματα, περίπου τετραγωνισμένος και με πέτρινους στύλους και υποστυλώματα της οροφής. Οι τοίχοι έμοιαζαν με σελίδες χειρόγραφου βιβλίου από τα πολλά ονόματα που είχαν σκαλιστεί σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες.
Διαπίστωσαν έκπληκτοι πως αναγράφονταν πολύ παλιές ημερομηνίες και υπογραφές. Ξεχώρισαν προχείρως μία, του 1783, με την υπογραφή Dumas. Υπήρχαν του 1810, του 1830 και πολλές άλλες. Αν και είχαν περάσει τόσα χρόνια, φάνταζαν ακόμα νωπές.
Οδεύοντας πια προς την έξοδο, ξανασυνάντησαν τα αμέτρητα κοπάδια των νυχτερίδων, που είχαν αναστατωθεί με την εμφάνιση των ανθρώπων και πετούσαν πολυάριθμες προς άλλα σπηλαιώδη ανοίγματα του Λαβυρίνθου, αποφεύγοντας το φως των κεριών τους, όσο εκείνοι πλησίαζαν.
Έπειτα από αρκετή ώρα, που τους φάνηκε ολόκληρος αιώνας, διέκριναν μπροστά τους μια ανταύγεια. Ένα φως μελίρρυτο, σαν το πρώτο άγουρο φως του πρωινού, που προαναγγέλλει το λυκαυγές. Ένα φως, όπως όταν γλυκοχαράζει μια ανοιξιάτικη μέρα.
-Να ο πόρος!
Ο γέρο-Νικόλας έδειξε χαρούμενος μπροστά, εννοώντας την έξοδο του ερεβώδους σπηλαίου, που έκρυβε μέσα στην κοιλιά του τα μυστήρια του Λαβυρίνθου του Μινώταυρου.
Ήταν πράγματι το στόμιο της σπηλιάς, που το είχαν εγκαταλείψει τρεις ώρες νωρίτερα, για να περιπλανηθούν στις δαιδαλώδεις υπόγειες στοές του.
Σε λιγάκι, λούζονταν στο απλόχερο φως του κρητικού ουρανού.
Ο Λαβύρινθος της Μεσσαράς ήταν πια πίσω τους, αλλά και μέσα στις ψυχές τους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 30/10/1932…