Η θάλασσα του Αιγαίου είναι πάντα φλύαρη. Με τη σοροκάδα ή με τον βοριά, καθώς σβήνει ο αφρός των κυμάτων της, μουρμουρίζει ένα τραγούδι αλλόκοτο, αλλοπαρμένο, καταπάνω στην πρύμνη του καραβιού, που αρμενίζει ανάμεσα στα νησιά των Κυκλάδων, τα λευκά, τα γαλάζια, τα ονειρώδη.
Ένα τραγούδι που δεν παύει ποτέ, που είναι πάντα ωραίο, υποβλητικό, ατελεύτητο, μυστηριακό, καμιά φορά μοναχικό και φέρνει μύριους στοχασμούς στον νου του ταξιδιώτη. Του ταξιδιώτη, που ευλογήθηκε να διασχίζει τη γαλανή αυτή υγρή έκταση και το μουρμούρισμα αυτό τον κάνει να ξεχαστεί σε περασμένες ιστορίες, που είναι συνδεδεμένες άρρηκτα με το Αιγαίο Πέλαγος.
Σ’ ένα σωρό θρύλους και παραδόσεις, που ρέουν στη μνήμη του σαν το γλυκόπιοτο κρασί, αλλεπάλληλα, όπως τα κύματα τα αλληλένδετα, τα συνεχή.
Όταν κατεβαίνει κανείς για την Κρήτη, είναι αδύνατο ανάμεσα στους τόσους θρύλους και παραδόσεις, που είναι συνυφασμένες με την ελληνική θάλασσα, να μην ανασύρει στη θύμησή του και εκείνη την ιστορία του καραβιού του Θησέα με το μαύρο πανί, που έγινε η αιτία να πάρει το αρχιπέλαγος το γνωστό όνομά του.
Είναι η ιστορία του Θησέα, του Μινώταυρου και των Αθηναίων παρθένων, η ιστορία του δράματος του Λαβυρίνθου της Κρήτης, που ακούει κάθε Ελληνόπουλο σαν πρωτοπατήσει στο σχολειό, για να μάθει πώς το ελληνικό αρχιπέλαγος ονομάστηκε “Αιγαίο”.
Μια φορά, στην αρχαία εποχή, λέει ο μύθος, ζούσε σ’ ένα απρόσιτο και ανήλιαγο σπήλαιο της Κρήτης, στον Λαβύρινθο, ένα φοβερό τέρας, ο Μινώταυρος, με σώμα ανθρώπινο και κεφάλι ταύρου.
Κανένας άνθρωπος δεν τολμούσε να πλησιάσει εκεί και να προχωρήσει στο εσωτερικό του, γιατί χανόταν μέσα στους αδιέξοδους διαδρόμους του και περιπλανιόταν, έως ότου τον συναντούσε ο Μινώταυρος και τον κατασπάραζε.
Την ίδια εποχή, λοιπόν, οι Αθηναίοι είχαν νικηθεί από τον Βασιλιά της Κρήτης και υποχρεώθηκαν να στέλνουν κάθε χρόνο 12 από τις καλύτερες κόρες για τροφή του Μινώταυρου.
Ο Θησέας, όμως, ο ήρωας των Αθηνών, ο ημίθεος γιος του Βασιλιά της Αθήνας, του Αιγέα, αποφάσισε να απαλλάξει την πατρίδα του από το όνειδος. Συμφώνησε με τον πατέρα του να κατεβεί ο ίδιος στο νησί.
Και αν μεν νικούσε το φοβερό θεριό, θα επέστρεφε στην πατρίδα του με άσπρο πανί υψωμένο στο κατάρτι του. Ειδάλλως, αν δηλαδή τον καταβρόχθιζε ο Μινώταυρος, θα γυρνούσε πίσω το καράβι του, αδειανό, χωρίς τον ίδιο πια, με μαύρο πανί φορεμένο στο κατάρτι.
Ο Θησέας πράγματι κατέβηκε στην Κρήτη και εισέδυσε στον Λαβύρινθο, οδηγούμενος από το νήμα που του έδωσε η Βασιλοπούλα της Κρήτης, η Αριάδνη, η κόρη του τρανού Βασιλιά Μίνωα, για να μπορεί, όταν θελήσει, να ξαναβγεί. Και όντως, ο πολυθρύλητος μίτος της Αριάδνης του έσωσε τη ζωή.
Σε λίγο, ο ήρωας της Αθήνας συνάντησε το τρομερό τέρας και εκτυλίχθηκε ανάμεσά τους μια πάλη συγκλονιστική, όπου αδιαφιλονίκητος νικητής στέφθηκε ο Θησέας. Μα, κατά το ταξίδι του νόστου, συνεπαρμένος από τη χαρά του, λησμόνησε να υψώσει το λευκό πανί στο κατάρτι του καραβιού του, όπως είχε υποσχεθεί στον πατέρα του.
Και ο Αιγέας, που περίμενε με αγωνία τον ερχομό του παιδιού του, αγναντεύοντας από τους βράχους του Σουνίου, αδημονώντας να αντικρίσει το καράβι του, σαν είδε το μαύρο πανί, νόμισε πως ο Θησέας ήταν πλέον νεκρός. Από την απελπισία του, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Και έκτοτε, η ελληνική θάλασσα βαπτίστηκε Αιγαίο Πέλαγος, από το μοιραίο όνομά του.
Αυτός, λοιπόν, λίγο-πολύ είναι ο μύθος που ακούει κάθε Ελληνόπουλο στο σχολειό του και κανείς δεν ξέρει πραγματικά αν κρύβει στο βάθος του μια αληθινή ιστορία.
Κι όμως, ο Λαβύρινθος, το απρόσιτο τούτο σπήλαιο της Κρήτης, με τους αδιέξοδους υπόγειους διαδρόμους του, παραμένει ακόμη και σήμερα όπως το περιγράφει γλαφυρά ο αρχαίος ελληνικός μύθος.
Μόλις πατήσει τα κρητικά χώματα ένας ξένος, θα ακούσει από τους χωρικούς κάποια ιστορία γι’ αυτόν, κάποιον θρήνο, κάποια παράδοση. Κανείς, ακόμη και τώρα, δεν μπορεί να επισκεφτεί μονάχος του το εσωτερικό του δαιδαλώδους σπηλαίου, δίχως να μπερδευτεί και να λοξοδρομήσει.
Μάλιστα, οι κάτοικοι των χωριών της Μεσσαράς που βρίσκονται κοντά στον Λαβύρινθο, έχουν να διηγηθούν στον ξένο ένα σωρό ανέκδοτες ιστορίες δικές τους, αλλά και ξένων περιηγητών, που περιπλανήθηκαν μέρες ολόκληρες στο βάθος των σκοτεινών υπόγειων στοών του. Ένα σωρό αφηγήσεις επαναστατών των κρητικών επαναστάσεων, που συνδέθηκαν οπωσδήποτε με τον Λαβύρινθο.
Ήταν, λοιπόν, μια θερμή μέρα του Σεπτεμβρίου του 1932, όταν ύστερα από τριών ωρών οδικό ταξίδι, έφτασαν ο δημοσιογράφος Κώστας Στούρνας της εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, μαζί με την ομάδα του, στο γραφικό χωριό Καστέλλι, ένα χωριό του κάμπου της Μεσσαράς, που βρίσκεται πλησιέστερα από κάθε άλλο οικισμό προς το ιστορικό σπήλαιο.
Οι άνθρωποι αυτοί προσπάθησαν να βρουν έναν οδηγό, για να τους πάει στον Λαβύρινθο και τους είπαν ότι κανένας χωρικός δεν αναλάμβανε να χρησιμεύσει ως οδηγός σε μια τόσο επικίνδυνη αποστολή, παρά μονάχα ο γέρο-Νικόλας Δαγκαρολάκης. Ο γηραιός ετούτος λεβέντης Κρητικός ήταν ο μόνος που γνώριζε καλά τα κατατόπια του σπηλαίου. Τότε, οι δημοσιογράφοι ζήτησαν να μάθουν την εξήγηση και ο ίδιος δε δίστασε να τους τη δώσει:
-Εγώ έμαθα καλά τη Λαβύρινθα (έτσι αποκαλούσαν τον Λαβύρινθο οι ντόπιοι) στην Επανάσταση του 1869. Τότες, όλοι οι κάτοικοι των γύρω χωριών κλειστήκαμε στη σπηλιά, γιατί μας κυνηγούσαν οι Τούρκοι να μας σφάξουν κι εγώ ήμουν μικρό κοπέλι και γυρνούσα τρεις μήνες εκειδά μέσα, μαζί με άλλα κοπέλια, ώσπου έμαθα τα κατατόπια καλά, πολύ καλά!
Ο ίδιος τους πληροφόρησε γελώντας ότι, για να μπορέσουν να γυρίσουν όλο τον Λαβύρινθο, χρειάζονταν τουλάχιστον τρεις ώρες, ότι οι στοές του στριφογυρίζουν μέσα στα κατάψυχρα σπλάχνα του βουνού, που υψώνεται πιο πάνω απ’ το χωριό, σαν το κορμί ενός κουλουριασμένου φιδιού και ότι όποιος δεν ακολουθεί πιστά τον οδηγό του, μπορεί να περιφέρεται μέρες ολάκερες και πολλές φορές να καταρρεύσει από την καταπόνηση του σώματος και την αγωνία της ψυχής του, ώσπου να ξαναβρεί την έξοδο και να λουστεί στο παρήγορο φως της μέρας.
Ύστερα, ετοίμασε μονάχος του τα απαραίτητα σύνεργα της υπόγειας περιπλάνησης, κάτι μεγάλα, ασυνήθιστα χοντρά κεριά, έναν για τον καθένα τους κι ένα λυχνάρι για τον εαυτό του και ξεκίνησαν.
Ήταν όλοι τους πέντε άτομα. Ο γέρο-Νικόλας, ο γιος του που δεν αποκοτούσε να μπει εκεί μέσα μόνος του, μολονότι τόσες φορές είχε ακολουθήσει στο εσωτερικό τον πατέρα του, ο δημοσιογράφος Κώστας Στούρνας και δύο Κρητικοπούλες του ίδιου χωριού, που πρώτη φορά θα έμπαιναν στη σπηλιά, καίτοι είχαν ακούσει τόσα γι’ αυτήν από τα μικράτα τους κι είχαν την περιέργεια να μπουν στην ανήλιαγη άβυσσο, που χανόταν στα βάθη της γης.
Το στόμιο του Λαβυρίνθου βρίσκεται επάνω σ’ ένα βουνό, από τα αγέρωχα εκείνα όρη της Κρήτης, που κλείνουν ολόγυρα τη γραφική πεδιάδα της Μεσσαράς. Σ’ ένα τοπίο αγριωπό, αδάμαστο, γυμνό από δέντρα και από βλάστηση, όπου τότε σπανίως ανέβαιναν άνθρωποι, εκτός από τους γιδοβοσκούς των γύρω περιοχών. Η ζωή εκεί περιοριζόταν στα περαστικά τσομπανόσκυλα, στα αγριοπούλια και τα όρνεα, που ίσκιωναν πότε-πότε με το πέταγμά τους τον ουρανό ή τάραζαν με τους κρωγμούς τους τη δεσποτική ησυχία της ερημιάς.
Η μικρή παρέα περπατούσε μισή ώρα επάνω στο ερημικό μονοπάτι, σε μια έκταση άδεντρη. Η ανηφοριά ήταν επίπονη, μέχρι να βρουν το στόμιο του Λαβυρίνθου. Μα, από κάτω τους ξανοιγόταν το λαμπρό πανόραμα της πεδιάδας της Μεσσαράς με όλη της τη θαυμαστή, λιτή μεγαλοπρέπεια.
Ο γηραιός οδηγός, σωστό παλικάρι, τους έκανε νεύμα ότι, πριν μπουν στα άδυτα του σπηλαίου, θα έπρεπε προηγουμένως να ξαποστάσουν λίγο. Πράγματι, αφού ξεκουράστηκαν για περίπου δεκαπέντε λεπτά, άναψαν το λυχνάρι και τα χοντρά κεριά, πήραν μια γερή ρουφηξιά φρέσκου αέρα και τράβηξαν προς τα εκεί που τους έδειχνε ο Νικόλας Δαγκαρολάκης.
Αφού πέρασαν με κάποια συγκίνηση τη χαμηλή είσοδο του ιστορικού σπηλαίου, βρέθηκαν σ’ ένα πλατύ υπόγειο άνοιγμα, όπου βασίλευε το αιώνιο σούρουπο. Ήταν ο επιβλητικός προθάλαμος, από τον οποίο άρχιζαν διάφοροι υπόγειοι διάδρομοι προς το εσωτερικό του βουνού.
Κατόπιν, προχώρησαν σε μια στοά, που τους υπέδειξε ο οδηγός τους και όπου έσβηνε το φως της ημέρας ολοένα και πιο πολύ, όσο απομακρύνονταν από την είσοδο. Βάδιζαν κατά σειρά. Πρώτος ο γέρο-Νικόλας, ο γιος του, ο δημοσιογράφος και οι δυο Κρητικοπούλες με τη λεβέντικη κορμοστασιά τελευταίες, όπως επέβαλαν τα ήθη και η παρθενική αιδώς της εποχής.
Σε λίγο, η ελικοειδής εσοχή του βουνού κατάπιε ολοσχερώς τους περίεργους επισκέπτες. Η σύγχυση και η ανησυχία δεν άργησε να φωλιάσει μέσα τους. Το απόλυτο έρεβος είχε απλωμένα τα πλοκάμια του παντού. Μπορούσαν να δουν μονάχα, όσα αχνοφαίνονταν από το λυχνάρι και τα κεριά τους. Περιδεείς, προσηλωμένοι, βάδιζαν αργά…
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 26/10/1932…