Οι αρχαίοι Έλληνες αστρονόμοι φαίνεται πως κατείχαν παραδόξως πολλά από τα μυστήρια του Σύμπαντος, ενώ τα μέσα που διέθεταν ήταν προφανώς πενιχρά.
Ο Αρχιμήδης και ο Αρίσταρχος ο Σάμιος είχαν κατορθώσει να καταμετρήσουν τη διάμετρο του Ήλιου, προσεγγίζοντάς την αξιοθαύμαστα. Επίσης, ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο θεμελιωτής της Ιωνικής Σχολής, ο οποίος καταμέτρησε και αυτός τον Ήλιο, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα.
Ο Θέων έλεγε ότι ο Ερατοσθένης μπόρεσε να υπολογίσει με ακρίβεια το ύψος ενός βουνού με τη χρήση κάποιου αυτοσχέδιου εργαλείου, άγνωστο σήμερα, το οποίο εκείνος το αποκαλούσε “διόπτρα” και που είχε το σχήμα ενός τετάρτου του κύκλου. Μάλιστα, είχε καταφέρει να υπολογίσει και την απόσταση της Σελήνης από τη Γη.
Και άλλοι σοφοί της εποχής, όπως ο Αρίσταρχος, είχαν καταμετρήσει την απόσταση της Σελήνης από τη Γη και την υπολόγισαν σε 56 ημιδιαμέτρους της Γης, πράγμα που συμφωνεί σχεδόν με τις ακριβέστερες σημερινές μετρήσεις.
Ο Αριστοτέλης ονόμαζε τα άστρα “ενδεδυμένα”, διότι θεωρούσε ότι διατηρούσαν πάντοτε την ίδια απόσταση το ένα από το άλλο. Επιπλέον, απέφευγε πάντοτε στα συγγράμματά του να αναφέρει την έκφραση, που ήταν τότε κοινή στον λαό, “κρυστάλλινος ουρανός”. Οι άνθρωποι πίστευαν πως ο ουρανός ήταν ένας κρυστάλλινος θόλος, επάνω στον οποίο ήταν προσαρτημένα τα αστέρια.
Ο δε Πλάτων διατράνωνε ρητώς πως όλα τα άστρα του ουρανού είχαν κίνηση περιστροφική.
Όπως κι εμείς, έτσι και οι αρχαίοι μας πρόγονοι πάσχιζαν κοπιωδώς να εισδύσουν στα μυστήρια του ουρανού, του οποίου η απεραντοσύνη συγχύζει τη διάνοιά μας.
Ο Ηρακλείδης και όλοι οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι δίδασκαν ότι κάθε αστέρι είναι ένας ολόκληρος κόσμος, όπως και ο δικός μας.
Ο Πλούταρχος έγραφε χαρακτηριστικά: “Έκαστον των αστέρων κόσμον υπάρχειν, γην περιέχοντα, άστρα τε και αιθέρα, εν τω απείρω αιθέρι”.
Ο Άρατος ο Σολεύς στο έργο του “Φαινόμενα και Διοσημεία” μιλούσε για τα σχήματα και τις σχετικές θέσεις των “πολυάστρων”, καθώς και για την ώρα της ανατολής και της δύσης τους.
Ο Αναξιμένης ισχυριζόταν πως τα αστέρια ήταν παμμέγιστοι πέτρινοι όγκοι, γύρω από τους οποίους αόρατα γήινα σώματα εκτελούσαν περιοδικές περιστροφές.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τους επιστήμονες των νεότερων χρόνων, υπάρχουν στους αιθέρες “αποσβησμένοι ήλιοι” ή μάλλον καταπληκτικού μεγέθους σκοτεινά σώματα, επίσης πολυάριθμα όπως και οι φωτεινοί αστέρες. Τη γνώμη αυτή, άλλωστε, συμμερίζονταν αιώνες πριν και οι αρχαίοι αστρονόμοι. Ο Ωριγένης, μάλιστα, έγραφε σχετικώς ότι “οι πύρινοι αστέρες στρέφονται πέριξ σκοτεινών και αοράτων σωμάτων”.
Ο Γαλαξίας μας, τον οποίο οι Άραβες εξελάμβαναν ως ένα “ουράνιο ποτάμι”, ενέπνευσε με το υπόλευκο φως του παράδοξες μυθολογικές παραδόσεις. Έλεγαν, για παράδειγμα, ότι η φωτεινή αυτή ταινία, που ζώνει τον ουρανό από τον βορρά έως τον νότο, σχηματίστηκε από τις σταλαγματιές γάλακτος που έπεφταν από τους μαστούς της Ήρας, όταν θήλαζε τον Ηρακλή.
Το παράξενο ήταν πως η άποψη αυτή, η οποία δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την Επιστήμη, πέρασε από την ειδωλολατρία στον Χριστιανισμό.
Έτσι, λοιπόν, οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων φρονούσαν ότι από το γάλα της Παρθένου Μαρίας, όταν θήλαζε τον Ιησού Χριστό, σχηματίστηκε ο Γαλαξίας.
Άλλοι πάλι, πιο ρομαντικοί, την αρχαία εκείνη εποχή, διατείνονταν ότι “η έναστρος ζώνη ήταν η οδός, την οποία ακολούθησε ο Φαέθων, όταν εξέκλινε της ευθείας, οδηγώντας το άρμα του Ήλιου”.
Υπήρξαν, φυσικά και ορισμένοι που λογίζονταν πως ο Γαλαξίας ήταν το μονοπάτι, όπου έκαναν τον περίπατό τους οι θεοί.
Και αυτά μεν πρέσβευε ο λαός, οι σοφοί, όμως, της αρχαιότητας είχαν άλλη ιδέα για τον γαλακτώδη αυτόν δρόμο. Ο Δημόκριτος, ιδίως, υποστήριζε ότι ο Γαλαξίας αποτελούνταν από αναρίθμητα άστρα, συμπυκνωμένα, των οποίων οι εικόνες συγχέονταν ένεκα του μεγάλου πλήθους τους και της τεράστιας απόστασής τους από τη Γη.
Τα άλλα “πολυάστρα”, τα οποία διακρίνονται μέσα στο χάος, ωσάν συγκεχυμένες κηλίδες και μοιάζουν σαν υπόλευκα συννεφάκια, οι αρχαίοι τα ονόμαζαν “νεφελοειδή”. Χάρις στα ισχυρά σημερινά τηλεσκόπια, εξακριβώθηκε ότι τα φωτεινά αυτά νεφελώματα είναι σωροί από αστέρια, ενώ το φως τους χρειάζεται πολλές χιλιάδων χρόνων για να φτάσει στα μάτια μας.
Εν κατακλείδι, στην Αλεξανδρινή Εποχή, οι Έλληνες αστρονόμοι δημιούργησαν μια άκρως επιστημονική αστρονομία, η οποία, στηριζόμενη στις παρατηρήσεις των προγόνων τους, μπόρεσε να υπολογίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις θέσεις και τις αποστάσεις των ουράνιων σωμάτων.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 20/12/1928…