Ήταν 29 Μαΐου του 1453. Την ώρα που βασίλευε ο ήλιος, η Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη αλώθηκε κι έδυσε κι αυτή, πέφτοντας στα χέρια των Οθωμανών. Έκτοτε, η Αγία Σοφία, λυπημένη, σίγησε κι αυτή με τη σειρά της…
Εν τούτοις, η προσήλωση των Βυζαντινών στη Θεοτόκο ήταν γνωστή. Από την εποχή ακόμη του “Εν τούτω νίκα” μέχρι των μαρτυρικών ημερών της Αλώσεως, η Θεομήτωρ αποτέλεσε αντικείμενο βαθύτατης πίστης και ύψιστης λατρείας εκ μέρους του λαού.
Ακόμα και μετά την Άλωση της Πόλης, η λαϊκή μούσα στράφηκε προς τη Θεοτόκο για να βρει παρηγοριά για την πτώση του Βυζαντίου:
“Σώπασε κυρα-Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνια και καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι…”
Ο Γκυστάβ Λεόν Σλυμπερζέ, ο διάσημος αυτός Γάλλος Βυζαντινολόγος, στον οποίο μπορεί να πει κανείς ότι οφείλεται η αφύπνιση του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος για το Βυζάντιο, υπογράμμισε δεόντως τον τεράστιο ρόλο που έπαιξε η πίστη προς τη Θεοτόκο κατά τις δραματικές στιγμές, που προηγήθηκαν της Αλώσεως.
Παρακάτω παρατίθεται απόσπασμα του βιβλίου του Γκυστάβ Λεόν Σλυμπερζέ, με τίτλο “Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης”, όπου διαφαίνεται η έντονη παρουσία της Παναγίας στις σκέψεις και πράξεις των Βυζαντινών κατά τις μέρες εκείνες.
“Στις 12 Μαΐου του 1453, τα μεσάνυχτα, πενήντα χιλιάδες Τούρκοι, σε καλή τάξη, με μεγάλες κραυγές και τυμπανοκρουσίες, όπως συνήθιζαν, όρμησαν κατά του τείχους στα περίχωρα του Τεφκούρ Σεραγιού, που τότε λεγόταν το Ανάκτορο του Πορφυρογέννητου, μεταξύ της Πύλης της Αδριανουπόλεως και της Καλιγαρίας”.
Επρόκειτο για την τρίτη μεγάλη επίθεση των Τούρκων, η οποία συντάραξε, λόγω της σφοδρότητάς της, τους Βυζαντινούς.
“Μέσα στην Κωνσταντινούπολη, η συντριβή του λαού μεγάλωνε από ώρα σε ώρα. Οι εκκλησίες ήταν πάντοτε κατάμεστες από πιστούς που παρακαλούσαν, έτρεμαν και αναστέναζαν. Πλήθος ανθρώπων στέκονταν στη σειρά για να ασπαστούν τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, την αγία εκείνη εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, που πολλές φορές είχε σώσει τη Βασιλεύουσα από τις άγριες πολιορκίες των εχθρών”.
Αλλά, μέρα με τη μέρα, η κατάσταση χειροτέρευε. Η πίεση των Τούρκων καθίστατο αφόρητη και τα βαρύτατα πυροβόλα τους θρυμμάτιζαν τα βυζαντινά τείχη.
“Στις 24 Μαΐου, οι εξαθλιωμένοι πια κάτοικοι της Πόλης και η αδύναμη φρουρά, αντιμετωπίζοντας τον αμέτρητο τουρκικό στρατό, κατάλαβαν πια ότι το τέλος τους πλησίαζε”.
Μάλιστα, την αποθάρρυνση των κατοίκων ήλθαν να επαυξήσουν μερικά παράδοξα περιστατικά, τα οποία ο Σλυμπερζέ θεωρούσε παράξενες συμπτώσεις. Ο διάσημος Βυζαντινολόγος παρέθετε στο βιβλίο του ορισμένα αποσπάσματα από το έργο του χρονικογράφου της εποχής Μιχαήλ Κριτοβούλου, προκειμένου να καταδείξει τη σύγχυση που επικρατούσε στην Πόλη τον καιρό εκείνο.
Έγραφε ο Μιχαήλ Κριτόβουλος:
“Τότε, δηλαδή γύρω στις 24 Μαΐου, συνέβησαν και τα εξής παράδοξα, που ήταν θεϊκά σημάδια και προειδοποιήσεις, για τις συμφορές που έμελλε να ακολουθήσουν.
Τρεις ή τέσσερις ημέρες πριν από τη γενική έφοδο, ενώ έκαναν λιτανεία όλοι οι κάτοικοι, άντρες μαζί και γυναίκες και γύριζαν μέσα στην Κωνσταντινούπολη με την εικόνα της Παναγίας, έπεσε ξαφνικά η εικόνα από τα χέρια εκείνων που τη βαστούσαν ευλαβικά, χωρίς να προηγηθεί καμία ανάγκη ή βία. Έπεσε με την πρόσοψη στα χώματα. Και αυτό διήρκεσε αρκετή ώρα, έως ότου με φωνές και ικεσίες, όλοι μαζί, παπάδες και λαός, κατόρθωσαν να τη σηκώσουν και πάλι στους ώμους τους.
Το παράδοξο τούτο φαινόμενο προξένησε σε όλους ανείπωτη θλίψη, φρίκη, αγωνία και φόβο, γιατί νόμισαν, όπως και ήταν άλλωστε, ότι το πέσιμο της πάνσεπτης εικόνας ήταν ένας κακός οιωνός.
Έπειτα, πριν προφτάσουν να προχωρήσουν πολύ, ενώ ήταν ακόμη μεσημέρι, ξέσπασαν τρομερές βροντές και αστραπές, κρυμμένες πίσω από φαιότατα σύννεφα και ακολούθησε ραγδαία βροχή και ισχυρό χαλάζι.
Έτσι, κανείς δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο τη λιτανεία. Τους μαστίγωνε η ορμή της χαλαζόπτωσης και η άγρια νεροποντή κόντευε να τους πνίξει μέσα σε ορμητικά ρυάκια από λάσπες.
Ήταν τέτοιο το κακό, που πολλά παιδιά της πομπής κόντεψαν να πνιγούν από τη θεομηνία, παρασυρμένα από τις νεροσυρμές και σώθηκαν την ύστατη στιγμή, αρπάζοντας τα χέρια των γονιών τους.
Το γεγονός εκείνο της αντάρας και του χαλαζιού φάνηκε τόσο παράξενο και ασυνήθιστο μέσα στην άνοιξη, ώστε φανέρωσε σε όλους γυμνή την αλήθεια των φόβων τους, ότι δηλαδή πολύ γρήγορα θα ερχόταν η γενική καταστροφή. Πίστεψαν τότε ότι θα σαρωθούν και θα διασκορπιστούν όπως τα φυλλαράκια από τους χειμάρρους.
Μα, το φαινόμενο που προξένησε τον υπέρτατο τρόμο στους υπερήφανους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, αφήνοντας τους δυστυχείς κατάπληκτους, συνέβη στις 26 Μαΐου.
Ένα αλλόκοτο φως, σχεδόν αλλόκοσμο, φάνηκε να ξεπηδά μέσα από την Αγιά Σοφιά. Πολιορκητές και πολιορκημένοι σάστισαν και σκιάχτηκαν το ίδιο μόλις το αντίκρισαν. Ο Σουλτάνος, μάλιστα, το εξέλαβε κι αυτός ως οιωνό.
Τι λογής ήταν άραγε το φαινόμενο ετούτο; Η φαντασία του λαού πήρε το γεγονός και το γιγάντωσε τόσο πολύ, ώστε το λεγόμενο χρονικό του Μοσχοβίτου διηγούνταν ότι το ουράνιο εκείνο φαινόμενο πάνω από την Αγιά Σοφιά καταύγασε ολόκληρη την απέραντη πόλη και ότι οι κάτοικοι, πιστεύοντας ότι προερχόταν από την κολοσσιαία αντανάκλαση κάποιας απειλητικής πυρκαγιάς που είχαν ανάψει οι Τούρκοι, έτρεξαν μέσα στην Αγιά Σοφιά και βρήκαν την αριστοτεχνική εκκλησία στεφανωμένη από φλόγες, οι οποίες αντιφέγγιζαν από τις υψηλές θυρίδες του τεράστιου και μεγαλοπρεπούς κτιρίου.
Ολάκερος ο τρούλος του ναού έμοιαζε σαν να καίγεται από μια φλόγα μυστηριώδη και άφαντη που ανέβαινε προς τον ουρανό, δίνοντάς του την όψη ενός παράξενου πυρακτωμένου καμινιού”.
Πάντως, ο Σλυμπερζέ πρόσθετε:
“Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ξεχωρίσουμε το αληθινό από το ψεύτικο και το παραφουσκωμένο από τη δεισιδαιμονία του λαού. Ωστόσο, πράγματι ένα αλλόκοτο φως έκατσε σα ματωμένο στέμμα πάνω από την Αγία Σοφία”.
Και οι μέρες κυλούσαν αργές και μακρόσυρτες, σκληρές και αδυσώπητες. Το βυζαντινό μαρτύριο όδευε προς την κορύφωσή του. Την παραμονή της Αλώσεως, οι ηρωικοί υπέρμαχοι της Κωνσταντινούπολης ένιωθαν πια πως το τέλος σίμωνε γοργά. Ήταν πλέον ζήτημα ωρών. Και όπως έκαναν σε παρόμοιες απελπιστικές περιπτώσεις οι πρόγονοί τους, έστρεψαν τη σκέψη τους προς τον Ουρανό, για να απευθύνουν τη στερνή τους δέηση.
Ο Σλυμπερζέ σημείωνε:
“Κατά διαταγή του Βασιλέως, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη λιτανεία από Ορθοδόξους και Καθολικούς, δεσποτάδες και καλόγερους, κατά εκατοντάδες, ίσως και κατά χιλιάδες, ενώ γυναίκες και παιδιά έκλαιγαν και θρηνούσαν, αναστέναζαν και δάγκωναν τα χέρια τους, μασούσαν τα μαλλιά τους. Εξομολογούνταν μεγαλοφώνως τις αμαρτίες τους και παρακαλούσαν τον Θεό να τους λυπηθεί και να μην τους εγκαταλείψει.
Η λιτανεία εκείνη πέρασε από όλους τους δρόμους της Βασιλεύουσας. Όλο το αμέτρητο πλήθος έψελνε με αγωνία το “Κύριε Ελέησον”. Οι ιερείς βαστούσαν εικόνες και άγια λείψανα. Οι άνθρωποι παρακινούσαν ο ένας τον άλλον να αντισταθούν με θάρρος στους επιδρομείς, που ήθελαν να διαλύσουν τις ζωές τους. Φώναζαν μεταξύ τους να προτιμήσουν τον θάνατο από την ατιμία.
Έπαιρναν δύναμη και τόλμη από κάποια εσωτερική ελπίδα και πίστευαν πως η θεϊκή επέμβαση των ιερών τους εικόνων θα απομάκρυνε τον τρομερό εκείνο κίνδυνο, που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους.
Μετά το τέλος κάθε λιτανείας, όσοι πολεμούσαν και όσοι δεν πολεμούσαν, αισθάνονταν τους εαυτούς τους πιο γενναίους και πιο ανδρειωμένους. Γέμιζαν κουράγιο και συνέχιζαν”.
Μόλις ολοκληρώθηκε η λιτανεία, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που έμελλε να είναι και ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, εκφώνησε έναν περίφημο λόγο προς τους ηρωικούς μαχητές της Πόλης, βροντοφωνάζοντας:
“Σας παραδίδω τη Βασιλεύουσα, τη λαμπρότατη τούτη πόλη και πατρίδα μας. Γνωρίζετε καλά, αδελφοί μου, ότι για τέσσερα πράγματα πρέπει όλοι μαζί να προτιμήσουμε τον θάνατο από τη ζωή: για την πίστη, για την πατρίδα, για τον Βασιλέα μας και για τις οικογένειές μας!
Αν πολεμήσουμε όπως πρέπει, το Διαμαντένιο Στεφάνι μας προσμένει στον Ουρανό και στον κόσμο, θα είναι αιώνια η μνήμη μας!”
Τότε, γράφει εκστατικός ο Σλυμπερζέ, συνέβη μια από τις πιο τραγικές στιγμές της Παγκόσμιας Ιστορίας:
“Η Αγιά Σοφιά, η Βασίλισσα των χριστιανικών εκκλησιών της Ανατολής, η εγκαταλελειμμένη από τη θλιβερή ημέρα της 12ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, είδε ξαφνικά τον μεγαλοπρεπή περίβολό της να πλημμυρίζει από ένα πλήθος αμέτρητο και ασυγκράτητο.
Ο Αυτοκράτορας, όλοι οι Αυλικοί, οι μεγιστάνες, σύσσωμος ο Κλήρος ο ελληνικός και ο λατινικός, Έλληνες και ξένοι, γονάτισαν ευλαβικά για τελευταία φορά ενώπιόν της, την όμορφη εκείνη μέρα του Μαΐου, που η περικαλλής εκκλησία αστραποβολούσε από τα φώτα.
Την πολυθρύλητη εκείνη νύχτα, όλοι μαζί ένωσαν τις προσευχές του σε έναν πελώριο πόθο, να γλιτώσει η Πόλη και να σωθούν οι ζωές τους.
Τότε, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εισήλθε κατανυκτικά μέσα στην Αγιά Σοφιά και αφού προσευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια, μετέλαβε τα Άχραντα Μυστήρια. Το ίδιο έκαναν και άλλοι πολλοί εκείνη τη νύχτα. Κατόπιν, επέστρεψε στα Ανάκτορα, στάθηκε λίγο σιωπηλός και ζήτησε συγχώρεση από όλους.
Ποιος θα μπορούσε να διηγηθεί τα κλάματα και τους θρήνους στο παλάτι; Από ξύλο και πέτρα να ήταν ο άνθρωπος, πάλι δε θα γινόταν να μην κλάψει…”
Αυτή ήταν και η τελευταία λειτουργία στο ελεύθερο Βυζάντιο. Την άλλη μέρα, η Πόλη έπεσε. Και η ημισέληνος αντικατέστησε τον Σταυρό στον τρούλο της Αγίας Σοφίας.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 27/10/1957…