Το Ακάνθινο Στεφάνι του Ιησού είναι ένα από τα ιερότερα λείψανα του Χριστιανισμού. Ιδού, λοιπόν, η συνταρακτική του ιστορία.
Στις αρχές του 13ου αιώνα μ.Χ., όταν οι Φράγκοι κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη και εκδίωξαν τον Έλληνα Αυτοκράτορα, το πρώτο τους μέλημα ήταν να συγκεντρώσουν όσα περισσότερα ιερά κειμήλια της Χριστιανοσύνης και να τα στείλουν να πουληθούν στην Ευρώπη.
Μα κι αργότερα, όταν ο Φράγκος Αυτοκράτορας της Πόλης είχε ανάγκη από χρήματα, διέταζε να γδύσουν όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες από ό,τι πολύτιμο είχαν και να τα πουλήσουν, ακόμα και τις μολυβένιες στέγες τους.
Δε χόρτασαν, όμως, την αρπακτική τους πείνα ούτε και με αυτά. Και οι δυστυχισμένοι Έλληνες είδαν τότε τους Φράγκους Σταυροφόρους, οι οποίοι είχαν εκστρατεύσει με την πρόφαση ότι πήγαιναν να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους από τους άπιστους Οθωμανούς, ενώ στην πραγματικότητα επιθυμούσαν να κυριεύσουν την Κωνσταντινούπολη και να τη ληστέψουν, να διαπράττουν τις φρικτότερες ιεροσυλίες.
Ο Φράγκος ψευτοαυτοκράτορας Βαλδουΐνος, αφού άρπαξε και πούλησε κάθε βαρύτιμο θησαυρό της Πόλης, σκέφτηκε να πουληθεί έως και το Ακάνθινο Στεφάνι του Ιησού, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν εκείνο που είχε φορέσει ο Μεσσίας προτού σταυρωθεί.
Ο Βαλδουΐνος το έβαλε ενέχυρο πρώτα στον Πρέσβη της Βενετίας Μοροζίνι για 4.160 βυζαντινά υπέρπυρα. Κάθε υπέρπυρο άξιζε περίπου δεκατρία χρυσά φράγκα. Έπειτα, το πήρε πήρε από τον Βενετό Πρέσβη και το έβαλε ενέχυρο σε διάφορους άλλους βαθύπλουτους της εποχής του, τελευταία δε στον επίσης Βενετσιάνο έμπορο, Νικόλα Κουαρίνο για δεκατρείς χιλιάδες περίπου υπέρπυρα, με τον όρο να μπορεί να το εξαγοράσει στο διάστημα ενός έτους.
Μόλις ο Πάπας πληροφορήθηκε για το όνειδος τούτο, ότι δηλαδή το άγιο λείψανο του Χριστού περνούσε ενέχυρο από χέρι σε χέρι, συγκλονίστηκε από θλίψη και έτσι, έγραψε μια επιστολή στον Βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ’, που του ζητούσε να φροντίσει να περισώσει το Ακάνθινο Στεφάνι.
Ο Λουδοβίκος ο Θ’ ήταν άνθρωπος βαθιά θεοσεβούμενος. Αυτός είχε οργανώσει τις περίφημες Σταυροφορίες για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων και οι Πάπες τον ανακήρυξαν Άγιο μετά τον θάνατό του. Έτσι, ο ευσεβής Γάλλος βασιλιάς συγκινήθηκε, όταν έλαβε την επιστολή του Πάπα κι αποφάσισε να στείλει αμέσως στην Κωνσταντινούπολη δύο ευφυείς Καθολικούς μοναχούς, τον Ιάκωβο και τον Αντρέα Λονζιμό, καθώς και τον Ιππότη Νικόλα Σορέλ, με την εντολή να αγοράσουν και να μεταφέρουν στη Γαλλία το πλέον βαρύτιμο λείψανο.
Πράγματι, οι τρεις βασιλικοί απεσταλμένοι κατόρθωσαν να αγοράσουν το Ακάνθινο Στεφάνι, φτηνότερα μάλιστα από ό,τι το είχε βάλει ενέχυρο ο Βαλδουΐνος και επιβιβάστηκαν στο γαλλικό καράβι, που θα τους έφερνε στη Βενετία. Από εκεί θα πήγαιναν στο Παρίσι οδικώς.
Όταν οι Γάλλοι απεσταλμένοι αγόρασαν το ενεχυριασμένο Ακάνθινο Στεφάνι του Ιησού, στη βυζαντινή Αυτοκρατορία της Νίκαιας βασίλευε ο γενναίος πολεμιστής Ιωάννης Βατάτζης.
Μόλις, λοιπόν, ο Αυτοκράτορας Βατάτζης έμαθε πως το ανεκτίμητο αυτό κειμήλιο, που τόσο σέβονταν και λάτρευαν οι Βυζαντινοί, έμελλε να μεταφερθεί στη Δύση, αρμάτωσε τον στόλο του και τον έστειλε στα Δαρδανέλια, με τη διαταγή να συλλάβει το γαλλικό καράβι, που έπαιρνε μακριά από το Βυζάντιο το Ακάνθινο Στεφάνι.
Δυστυχώς, όμως, ο ελληνικός στόλος του Βατάτζη έφτασε στα Δαρδανέλια αργά, όταν είχε πια περάσει από εκεί το γαλλικό πλοίο. Το αναζήτησαν στο Αιγαίο Πέλαγος, αλλά εις μάτην. Το γαλλικό πλοίο είχε ξεφύγει και μετά από λίγες μέρες, κατέπλευσε στη Βενετία.
Στην υδάτινη πόλη των Δογών, πραγματοποιήθηκε μεγαλοπρεπής τελετή με την έλευση του ανεκτίμητου λειψάνου. Από εκεί, οι τρεις βασιλικοί απεσταλμένοι κίνησαν μέσω της στεριάς για το μακρινό ταξίδι μέχρι το Παρίσι.
Όταν η πομπή πλησίασε στα προάστια του Παρισιού, όλοι οι κάτοικοι, με επικεφαλής τον Βασιλιά, βγήκαν να προϋπαντήσουν πανηγυρικά το Ακάνθινο Στεφάνι του Ιησού. Ο Βασιλιάς άδραξε στα χέρια του το άγιο κειμήλιο, που ήταν κλεισμένο σ’ ένα αριστοτεχνικό κουτί από σκαλισμένο ελεφαντόδοντο και ακολουθούμενος από σύσσωμο τον Κλήρο και τον λαό του, εισήλθε θριαμβευτικά στο Παρίσι.
Ο βιογράφος του Βασιλιά Λουδοβίκου Θ’ αφηγούνταν πως όταν έφτασε το Ακάνθινο Στεφάνι στο Παρίσι το 1239, το είδε με τα μάτια του και βεβαιώθηκε ότι τα αγκάθια του διατηρούνταν ακόμη πράσινα και θαλερά!
Υπάρχουν, όμως, κι άλλοι σύγχρονοι χρονογράφοι, που επιβεβαίωναν ότι το Ακάνθινο Στεφάνι του Θεανθρώπου βρισκόταν από το 1191 στο Μοναστήρι του Σαιν Ντενί, όπου θάβονταν οι Βασιλείς της Γαλλίας. Δεν επρόκειτο, όμως, για το ίδιο στεφάνι, αλλά για ένα άλλο, το οποίο, μάλιστα, είχε πραγματοποιήσει ένα σωρό θαύματα.
Ένας χρονογράφος, για παράδειγμα, διηγούνταν ότι το 1191, ο γιος τους Βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Αυγούστου νοσούσε βαριά από δυσεντερία. Όλοι οι ιατροί είχαν σηκώσει πια τα χέρια, ανήμποροι να τον βοηθήσουν κι έτσι, ο θάνατος σίμωνε.
Τότε, ο Ηγούμενος του Σαιν Ντενί ξεκίνησε ξυπόλητος από το Μοναστήρι, βαστώντας ευλαβικά στα χέρια του το Ακάνθινο Στεφάνι. Όταν έφτασε τελικά στο Παλάτι, τοποθέτησε το άγιο λείψανο επάνω στο κεφάλι του αρρώστου κι έκανε παράκληση για την υγεία του. Κατόπιν, το κρέμασε στο κρεβάτι του και από την ημέρα εκείνη, ο διάδοχος πήγαινε όλο και καλύτερα. Η υγεία του βελτιωνόταν καθημερινά, έως ότου ιάθηκε απολύτως.
Το 1206, ο ποταμός Σηκουάνας πλημμύρισε σε τέτοιο βαθμό, που κινδύνεψε να καταπιεί ολόκληρο το Παρίσι. Τότε και πάλι, ο Ηγούμενος του Σαιν Ντενί μετέφερε εκ νέου το ιερό κειμήλιο στην πρωτεύουσα, το ακούμπησε στα νερά του Σηκουάνα κι αμέσως, το ποτάμι, σαν να φοβήθηκε, χαμήλωσε απότομα και έτσι, το Παρίσι γλίτωσε από τα χειρότερα.
Όταν η πομπή με το πάνσεπτο λείψανο της Κωνσταντινούπολης έφτασε στη Μητρόπολη της εποχής εκείνης, τη Σαιντ Σαπέλ, ο Αρχιεπίσκοπος της γαλλικής πρωτεύουσας ύψωσε το Ακάνθινο Στεφάνι του Σωτήρος και ευλογώντας τα πλήθη, διατράνωσε πως το Παρίσι δεν είχε πλέον να φοβηθεί τίποτε, γιατί το ανυπολόγιστης αξίας λείψανο θα το προστάτευε.
Από την ημέρα της μεταφοράς του Ακάνθινου Στεφανιού από την Κωνσταντινούπολη στη Γαλλία, το άλλο θαυματουργό στεφάνι του Σαιν Ντενί δεν ξανακούστηκε πια. Και είναι άγνωστο το τι απέγινε…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 24/04/1932…