Σχετικά με ιστορίες φαντασμάτων στην Ελλάδα, το περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ” συνέχιζε να δημοσιεύει τις αφηγήσεις των αναγνωστών του. Μια αρκετά παράδοξη αφήγηση ήταν εκείνη της γηραιάς κυρίας Ε. Πανταζοπούλου από την Αθήνα:
“Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Είμαι πλέον γριούλα και περιμένω ήσυχη τον θάνατο. Αυτό που θα σας διηγηθώ πιο κάτω το είδα με τα μάτια μου. Ούτε φαντασία, μα ούτε και όνειρο. Καμιά απολύτως υπερβολή…
Ήμουν 38 ετών, θυμάμαι. Είχα χηρέψει και ζούσα μόνη μου στην επαρχία μαζί με μια γριά υπηρέτρια. Ένα βράδυ του χειμώνα, λοιπόν, έστειλα την υπηρέτρια να κοιμηθεί μετά το δείπνο και καθόμουν ήρεμα κοντά στη φωτιά ράβοντας. Πλησίασαν τα μεσάνυχτα. Είχα κουραστεί και σηκώθηκα να πάω να κοιμηθώ.
Σκέπασα τη φωτιά με στάχτη, έσβησα τη λάμπα και τράβηξα προς την κρεβατοκάμαρά μου, η οποία φωτιζόταν από το καντήλι των εικονισμάτων.
Άνοιξα την πόρτα και καθώς έριξα το βλέμμα μου στο κρεβάτι, το αίμα μου πάγωσε. Είδα εκεί ξαπλωμένο τον σύζυγό μου νεκρό, όπως ακριβώς ήταν μέσα στο φέρετρό του την ημέρα της ταφής του, με τα χέρια δεμένα και τα άνθη στο πλάι του!
Ο φόβος μου δεν περιγράφεται… Άφησα μια κραυγή τρόμου και ξαπλώθηκα κάτω λιπόθυμη. Όταν πλέον συνήλθα, βρισκόμουν πάνω στο κρεβάτι μου. Η υπηρέτρια είχε ακούσει το ουρλιαχτό μου, έτρεξε επάνω και με συνέφερε, κάνοντάς μου εντριβές. Μα, όταν αντιλήφθηκα ότι βρισκόμουν στην ίδια κλίνη όπου είχα δει το φάντασμα του νεκρού συζύγου μου, πετάχτηκα όρθια αναγουλιασμένη, βαστώντας το κεφάλι μου από απελπισία.
Τη νύχτα εκείνη κοιμήθηκα σε άλλο δωμάτιο και κράτησα και την υπηρέτρια μαζί μου. Κανείς δε με πίστεψε την επόμενη ημέρα, όταν διηγήθηκα το συμβάν. Μου έλεγαν ότι θα γελάστηκαν τα μάτια μου, που ήταν κουρασμένα από το ράψιμο.
Κι όμως, δεν είχα γελαστεί. Ένα μήνα ακριβώς αργότερα ξαναείδα τον νεκρό άντρα μου, στην ίδια στάση, πάνω στο κρεβάτι μου, στη νέα μου κρεβατοκάμαρα. Αυτή τη φορά δεν είχα κουραστεί. Δεν ήμουν θύμα παραίσθησης. Τον ξαναείδα και ξαναλιποθύμησα!
Τι σήμαιναν όλα αυτά; Δε γνωρίζω… Κατόπιν, ήρθα στην Αθήνα, τέλεσα μνημόσυνα και δεν τον ξαναείδα πλέον”.
Η επόμενη επιστολή είχε αποσταλεί από τον Π. Πανταζάκο από τη Ζαγορά Πηλίου:
“Γύρω στο 1897, ήμουν μαθητής και καθόμουν μαζί με δυο συμμαθητές μου σ’ ένα σπίτι σε μια απόμερη συνοικία του τόπου μου. Πλάι στο σπίτι αυτό βρισκόταν ένα έρημο, παμπάλαιο και εγκαταλελειμμένο σπιτάκι, στο οποίο είχε συμβεί πριν από χρόνια μια άγρια δολοφονία.
Η ιδιοκτήτριά του, μια νεαρή χήρα, είχε στραγγαλιστεί στον ύπνο της από τον υπηρέτη της, προκειμένου να της αφαιρέσει τα χρήματά της.
Από εκείνη τη νύχτα κι έπειτα, το φάντασμα της στραγγαλισμένης γυναίκας παρουσιαζόταν συχνά κατά τα μεσάνυχτα. Μια νύχτα, λοιπόν, παραφύλαξα κι εγώ μαζί με τους συμμαθητές μου έξω από το ερειπωμένο σπιτάκι και είδαμε κι εμείς το λευκοφορεμένο φάντασμα της χήρας να περιφέρεται μέσα στο κονάκι της”.
Τέλος, ένας αναγνώστης από την Ύδρα έγραφε πως στο σπίτι του, το οποίο βρισκόταν στη συνοικία των Αγίων Πάντων, εμφανιζόταν κάθε νύχτα ένας μυστηριώδης γέροντας, ο οποίος περιφερόταν στα άδεια δωμάτια του σπιτιού.
Μάλιστα, πριν από την εμφάνιση του φαντάσματος, προηγούνταν διάφοροι ανεξήγητοι και ανατριχιαστικοί κρότοι στις πόρτες, στα παράθυρα, στην οροφή και κυρίως, δονήσεις και τριξίματα στον μεγάλο καθρέφτη της σάλας.
Η νεαρή αδερφή του ιδιοκτήτη, όταν μια νύχτα αντίκρισε το φάντασμα του γέροντα, υπέστη σοκ και νοσηλεύθηκε σε νοσοκομείο της Αθήνας. Το σπίτι, μετά από αυτό, εγκαταλείφθηκε στην τύχη του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 23/11/1924…