Μάρκο Πόλο – Οι αλήθειες ενός συγκλονιστικού ταξιδιού…

Μάρκο Πόλο - Οι αλήθειες ενός συγκλονιστικού ταξιδιού…

Η ζωή του περίφημου Μάρκο Πόλο μοιάζει σαν παραμύθι. Οι αφηγήσεις του από τα ταξίδια του στην Άπω Ανατολή θεωρούνταν στην αρχή φαντασιώσεις. Κανείς δεν τον πίστευε. Κι όμως, σήμερα αναγνωρίζεται από όλους ότι σχεδόν πάντα είπε την αλήθεια.

Μάρκο Πόλο (1254 - 1324)
Μάρκο Πόλο (1254 – 1324)

Ήταν, θα έλεγε κανείς, ο πρόδρομος των σημερινών μεγάλων ρεπόρτερ, που κατόρθωσε να ανοίξει στους Δυτικούς το βιβλίο των θαυμάτων της μυστηριώδους Ασίας, του οποίου κανένας μέχρι τότε δεν είχε ξεφυλλίσει τις σελίδες.

Στα 1254, λοιπόν, ο πατέρας του Μάρκο Πόλο, Νικολό και ο θείος του Ματέο, είχαν επισκεφτεί την Κωνσταντινούπολη για εμπορικές δουλειές και από εκεί τους Τατάρους. Επέστρεψαν στην πατρίδα τους, τη Βενετία, ύστερα από μερικά χρόνια, δηλαδή το 1269.

Ο πατέρας και ο θείος δοκίμασαν τη χαρούμενη έκπληξη να βρουν ο ένας έναν γιο κι ο άλλος έναν ανιψιό, που είχε γεννηθεί λίγο μετά την αναχώρησή τους και που, εν τω μεταξύ, είχε γίνει ήδη ένας δυνατός νεαρός άντρας.

Ο Μάρκο καμάρωνε για τον πατέρα και τον θείο του κι όταν, το 1271, οι δυο τους ξεκίνησαν για ένα ακόμη εμπορικό ταξίδι, τους ακολούθησε, για να τους φτάσει, ύστερα από μήνες ταξιδιού, στη μακρινή Κίνα.

Ο Νικολό και ο Ματέο Πόλο, γονατιστοί μπροστά στον Πάπα Γρηγόριο Ι', επιδίδοντάς του επιστολή από τον Κουμπλάι Χαν
Ο Νικολό και ο Ματέο Πόλο, γονατιστοί μπροστά στον Πάπα Γρηγόριο Ι’, επιδίδοντάς του επιστολή από τον Κουμπλάι Χαν

Ο Μεγάλος Χαν των Μογγόλων, ο πανίσχυρος Κουμπλάι, απόγονος του Τζένγκινς Χαν, τους υποδέχτηκε με μεγαλοπρέπεια. Οι τρεις ταξιδιώτες από την Ευρώπη γονάτισαν μπροστά του, για να δείξουν την ταπεινοφροσύνη τους.

-Τρανέ άρχοντα, αυτός είναι ο γιος μου, είπε ο Νικολό παρουσιάζοντας τον Μάρκο στον Κουμπλάι.

Ο νεαρός Μάρκο διέθετε ένα κοφτερό μυαλό. Έμαθε γρήγορα πολλές γλώσσες και τέσσερις διαφορετικές γραφές. Ο Χαν τον έστειλε σε μια αποστολή στις χώρες του βασιλείου του και στο τέλος, τον κράτησε 17 χρόνια κοντά του. Ο Μάρκο κατάφερε να πάρει την άδεια να συνοδεύσει στην Περσία δύο πρεσβευτές κι από εκεί πέρασε στην Αρμενία, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν, επέστρεψε στη Βενετία.

Κουμπλάι Χαν (23/09/1215 - 18/02/1294)
Κουμπλάι Χαν (23/09/1215 – 18/02/1294)

Αλλά δεν είχε τον καιρό να ξεκουραστεί. Ο πόλεμος είχε ξεσπάσει μεταξύ της πατρίδας του της Βενετίας και της Γένοβας και όπλισε με δικά του έξοδα μια γαλέρα για να πολεμήσει τους Γενοβέζους. Μα, αιχμαλωτίστηκε σε μια ναυμαχία και οδηγήθηκε στη Γένοβα, όπου έμεινε για δύο χρόνια.

Εκεί, σε μια φυλακή, υπαγόρευσε τις λεπτομέρειες των συγκλονιστικών ταξιδιών του στον συγκρατούμενό του, τον Ρουστιτσέλλο από την Πίζα. Κι ο Ρουστιτσέλλο έγραφε ασταμάτητα κι ακούραστα τις αναμνήσεις του τολμηρού Βενετσιάνου από την Ασία, τη βάρβαρη, την πολιτισμένη, τη σκληρή, τη θαυμάσια, όπως την είδε σε όλο της το μεγαλείο ένας άνθρωπος που ήξερε να ζει, να ακούει, να βλέπει και να νιώθει. Ένας άνθρωπος που διδάχτηκε από τα ταξίδια του να εκτιμά τη διαφορετικότητα.

Ο Ρουστιτσέλλο από την Πίζα
Ο Ρουστιτσέλλο από την Πίζα

Στο κεφάλαιο που αφορά στην Περσία, έγραφε:

“Σ’ αυτή την όμορφη γη γίνεται το κρασί της χουρμαδιάς, που είναι πολύ καλό, πραγματικά. Αλλά όταν το πίνει κανείς σε μεγάλες ποσότητες, χωρίς να το έχει συνηθίσει, τον πιάνει κοιλόπονος”.

Παρακάτω, στο κεφάλαιο της Αραβίας, γίνεται αναφορά στον πολυθρύλητο “Γέρο του Βουνού”, τον Αλά-ελ-ντιν-Μοχάμετ, τον δημιουργό και αρχηγό της τρομερής εγκληματικής αίρεσης των Ασσασίνων, που ήταν δολοφόνοι και χασισοπότες, δηλαδή σκότωναν και κατακρεουργούσαν υπό την επήρεια του χασίς.

Σε μια κοιλάδα, ο “Γέρος του Βουνού” είχε φυτέψει τον μεγαλύτερο και ωραιότερο κήπο που είχαν δει ποτέ ανθρώπινα μάτια. Πολυτελέστατα παλάτια, στολισμένα με περίτεχνες τοιχογραφίες. Κανάλια που διοχέτευαν αέναα κρασί και γάλα και μέλι και γάργαρο δροσερό νερό. Και υπήρχαν ολόγυρα όμορφες γυναίκες, καλλονές, που ήξεραν να χορεύουν λάγνα, να παίζουν μουσικά όργανα και να τραγουδούν θαυμάσια. Μια όαση απαράμιλλης ομορφιάς για όλες τις αισθήσεις.

Ήταν ο κήπος των χασισοποτών, νέων δώδεκα έως είκοσι χρόνων, τους οποίους ο “Γέρος του Βουνού” έκανε να πιστεύουν πως αυτός ο κήπος ήταν ο πραγματικός και γνήσιος Παράδεισος.

Τους έδινε να πίνουν έναν ζωμό από χασίς κι ύστερα τους μετέφερε σε εκείνον τον μαγευτικό κήπο, όπου ξυπνούσαν στις ηδονές του Παραδείσου του Αλλάχ.

“Οι κυρίες και οι δεσποινίδες ικανοποιούσαν όλα τα γούστα τους, έτσι που ποτέ δεν έφευγαν από εκεί με τη θέλησή τους. Κι όταν ο γέρος άρχοντας ήθελε να σκοτώσει έναν εχθρό του, απευθυνόταν σ’ αυτούς τους χασισοπότες και τους έλεγε:

-Πηγαίνετε να σκοτώσετε το τάδε πρόσωπο κι όταν γυρίσετε, θα σας μεταφέρω με τους αγγέλους μου στον Παράδεισο”.

Στα σύνορα του Αφγανιστάν και της Ινδίας, στο Μπανταχσάν, ο Μάρκο Πόλο ανακάλυψε τη χώρα των ρουμπινιών, των οποίων, όμως, το μονοπώλιο ανήκε φυσικά στον Βασιλιά. Σε αυτή την πλούσια χώρα, οι άνθρωποι τύλιγαν το κορμί τους σε ταπεινά δέρματα ζώων και μόνο οι άρχοντες και οι αρχόντισσες φορούσαν υφασμάτινα ρούχα.

Μετά το Κασμίρ, τη χώρα με τα διαβολικά μάγια, ο Μάρκο πέρασε στην αφιλόξενη έρημο Γκόμπι, όπου άκουσε να μιλούν για τα κακά πνεύματα της ερήμου, που παραπλανούσαν τους λιγοστούς ταξιδιώτες.

“Με αυτόν τον τρόπο, πολλοί πέθαναν ή χάθηκαν για πάντα…” έγραφε.

Στα σύνορα της Μογγολίας και του Θιβέτ, εντυπωσιάστηκε με τις επικήδειες τελετές.

“Εδώ τους νεκρούς τους καίνε. Οι γονείς του μακαρίτη χτίζουν ένα ξύλινο σπίτι, που το σκεπάζουν με χρυσό και μετάξι. Όταν το πτώμα του νεκρού περνά μπροστά από το παράξενο οικοδόμημα, τα μέλη της οικογένειάς του ρίχνουν μπροστά του κρασί κι άλλα τρόφιμα. Η ημερομηνία της αποτέφρωσης του νεκρού ορίζεται από τους αστρολόγους. Καμιά φορά, μάλιστα, χρειάζεται να περιμένουν ολόκληρους μήνες και τότε, οι συγγενείς διατηρούν τον νεκρό στο σπίτι τους με καμφορά και διάφορα μπαχαρικά, για να μη βρομίσει. Και βεβαίως, κάθε μέρα του πηγαίνουν το φαγητό του”.

Ο Μάρκο Πόλο έδινε πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του στην αυλή του Κουμπλάι, αφού είχε ζήσει εκεί τόσα χρόνια. Κι εδώ τον είχαν εντυπωσιάσει οι επικήδειες τελετές.

“Όταν πεθάνει ο Βασιλιάς των Μογγόλων, κατά την κηδεία του, οι στρατιώτες σκοτώνουν όσους συναντήσουν στον δρόμο τους, λέγοντάς τους: Πηγαίνετε να υπηρετήσετε τον άρχοντά σας στον άλλον κόσμο. Θα έλεγε κανείς ότι οι περίεργοι που ακολουθούσαν την κηδεία του Βασιλιά τους, ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Κι όμως, όταν πέθανε ο Μόγκου Χαν, προκάτοχος του Κουμπλάι, 20.000 άνθρωποι τον ακολούθησαν με αυτόν τον τρόπο στον άλλο κόσμο, για να του προσφέρουν κι εκεί τις υπηρεσίες τους”.

Οι άντρες στη Μογγολία μπορούσαν να έχουν μέχρι και εκατό γυναίκες, αν είχαν τη δυνατότητα να τις συντηρήσουν. Ο σύζυγός κατέβαλε ένα ποσόν στα πεθερικά του και αν ήθελε, γινόταν να παντρευτεί μέχρι και τη σύζυγο του πατέρα του, αρκεί να μην ήταν η μητέρα του, την ξαδέλφη του, τη σύζυγο του αδελφού του κλπ.

Το έτερο παλάτι του Κουμπλάι Χαν στο Πεκίνο, όπως κι ολόκληρη η πόλη, αλλά και οι γυναίκες, είχαν σαγηνεύσει τον Μάρκο.

“Καμία γυναίκα που αμάρτησε με το κορμί της δε μένει μέσα στην πόλη, αλλά όλες είναι υποχρεωμένες να κατοικούν στα προάστια. Και σας βεβαιώ πως υπάρχουν τόσες πολλές για τους ξένους, που όλοι καλοπερνούν. Γιατί είναι πάνω από είκοσι χιλιάδες που πουλούν το κορμί τους και όλες κερδίζουν πολλά χρήματα, πράγμα που δείχνει πόσοι πολλοί κάτοικοι υπάρχουν σε τούτη εδώ τη θαυμαστή πόλη”.

Άλλες διαπιστώσεις που αποδεικνύουν ότι οι Κινέζοι του 13ου αιώνα ήταν πολύ εξελιγμένοι είναι οι εξής: ο Μεγάλος Χαν είχε κυκλοφορήσει, όχι μεταλλικά νομίσματα, όπως συνηθιζόταν, αλλά χαρτονομίσματα φτιαγμένα από φλοιό δέντρου, που έμοιαζε με το σημερινό χαρτί. Επίσης, οι Κινέζοι από τότε έκαιγαν μαύρες πέτρες στη φωτιά, δηλαδή κάρβουνο.

Ο Μάρκο Πόλο έμεινε αρκετό καιρό στο Θιβέτ και οι περιγραφές του για τα έθιμα αυτής της μυστηριώδους χώρας είναι πολύ ενδιαφέρουσες.

“Κανένας άντρας αυτής της χώρας δε θα έπαιρνε για γυναίκα του μια κοπέλα παρθένα. Λένε ότι δεν αξίζουν τίποτε, όταν δεν είναι συνηθισμένες να κοιμούνται με τους άντρες και όταν δεν κατέχουν τα μυστικά του έρωτα. Έτσι, οι πεζοπόροι βρίσκουν όσες γυναίκες επιθυμούν. Είναι αλήθεια ότι πρέπει να δώσει κανείς σ’ αυτήν που θα πλαγιάσει μαζί της ένα μικρό αντικείμενο, ώστε κατόπιν, όταν θελήσει να παντρευτεί, να μπορεί να αποδείξει στον μελλοντικό της σύζυγο ότι είχε αρκετούς εραστές, άρα κατέχει τα μυστικά του έρωτα”.

Μετά τον γάμο, όμως, ο Θιβετιανός δε δεχόταν κανένας ξένος να αγγίξει τη γυναίκα του, πολύ διαφορετικός σε εκείνο το σημείο από τους άντρες του Γκαϊντού, στα νοτιοανατολικά του Θιβέτ.

“Εκεί, τόσο οι σύζυγοι, όσο και οι πατεράδες και οι αδελφοί, είναι άνθρωποι με μεγάλη κατανόηση. Υποδέχονται τον ξένο με ανοιχτή αγκαλιά, την αγκαλιά της συζύγου, της κόρης ή της αδελφής τους. Και είναι μάλιστα τόσο διακριτικοί, ώστε φεύγουν από το σπίτι όση ώρα χρειάζεται ο ξένος για να χορτάσει τα ερωτικά χάδια. Στο παράθυρο ή στην πόρτα, ο περαστικός ξένος βάζει το καπέλο του, έτσι ώστε κανείς να μην τον ενοχλήσει κατά τη διάρκεια της ερωτικής πανδαισίας του”.

Με αυτές τις λεπτομέρειες και πολλές ακόμη, ο Μάρκο Πόλο μάγεψε τους συμπατριώτες του, ακόμη κι εκείνους που πίστευαν ότι όλα αυτά ήταν απλώς αποκυήματα της φαντασίας του. Νεότερες, όμως, έρευνες απέδειξαν ότι όλα όσα είπε και έγραψε ήταν απολύτως αληθινά.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 21/01/1961…

Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "ΕΜΠΡΟΣ", στις 21/01/1961
Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 21/01/1961
0 0 ψήφοι
Αξιολόγηση άρθρου
Subscribe
Notify of
guest

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

0 σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments