Οι ευφάνταστες περιπέτειες του πολυμήχανου Βαρόνου Μινχάουζεν…

Οι ευφάνταστες περιπέτειες του πολυμήχανου Βαρόνου Μινχάουζεν...

Η μικρή πόλη Μποντενβέρντερ στη Γερμανία αποφάσισε να τιμήσει τον διασημότερο πολίτη της και μεγαλύτερο ψευδολόγο του κόσμου, τον περίφημο Βαρόνο Μινχάουζεν, του οποίου η σορός αναπαύεται στο κοιμητήριο της κομψής παλιάς πόλης.

Το Δημοτικό Συμβούλιο, λοιπόν, αγόρασε την οικία, όπου ο Κάρολος Φρειδερίκος Ιερώνυμος Βαρόνος του Μινχάουζεν γεννήθηκε και όπου πέθανε μετά από 77 χρόνια, ύστερα από βίο έντιμων περιπετειών, τις οποίες συκοφάντησαν οι τερατώδεις αφηγήσεις του ίδιου, μεγαλοποιώντας τα κατορθώματά του.

Το σπίτι αυτό, που αποκαλείται “Βίλα της Ψευδολογίας”, θα χρησιμοποιούνταν ως γραφείο του Δημάρχου, ενώ δύο διαμερίσματα θα διατηρούνταν ως Μουσείο του Μινχάουζεν.

Λίγοι γνωρίζουν ότι ο Βαρόνος Μινχάουζεν υπήρξε στην πραγματικότητα, καθώς πιστεύεται γενικώς ότι τόσο ο ίδιος, όσο και ο συγγραφέας των περιπετειών του είναι πλαστά πρόσωπα, αποκυήματα τη φαντασίας.

Αρχικώς, οι τερατολογίες του Μινχάουζεν δημοσιεύθηκαν χωρίς τη συγκατάθεση του Βαρόνου, από τον Ερρίκο Ράσπε, ο οποίος ήταν ένας αναξιόπιστος περιοδεύων λόγιος.

Rudolf Erich Raspe (1736 - 1794)
Rudolf Erich Raspe (1736 – 1794)

Ο Κάρολος Φρειδερίκος Ιερώνυμος, Βαρόνος του Μινχάουζεν, υπήρξε μέλος μιας παλαιάς ευγενούς οικογένειας και γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1720. Υπηρέτησε, μάλιστα, ως Αξιωματικός στον ρωσικό στρατό, όπως συνήθιζαν τότε οι νεαροί Γερμανοί, που αναζητούσαν περιπέτειες.

Είχε εύθυμο χαρακτήρα, αγαπούσε την καλή συντροφιά, το πιοτό, τις αφηγήσεις ανεκδότων και το κυνήγι. Κρατούσε ανοιχτό το σπίτι του και συνήθιζε να διασκεδάζει τους καλεσμένους του, εξιστορώντας τα κατορθώματά του σε παράδοξες και άγριες χώρες. Τα διάνθιζε με ψέματα, τα οποία διηγούνταν με χιούμορ, χωρίς, όμως, ποτέ να φανεί ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του.

Κάποτε, κέρδισε και το βραβείο της καλύτερης αφήγησης και ήταν η εξής, όπως τη διηγήθηκε ο ίδιος ο Βαρόνος:

“Επιχείρησα να ξεφύγω από το λιοντάρι, το οποίο ερχόταν κατά πάνω μου. Αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν. Μόλις γύρισα για να φύγω, αντίκρισα έναν πελώριο κροκόδειλο, με το στόμα ορθάνοιχτο να χάσκει, έτοιμο να με καταπιεί ολόκληρο. Τότε, έχασα κάθε ελπίδα σωτηρίας ανάμεσα στα δυο θεριά.

Το λιοντάρι πλησίασε και ετοιμαζόταν να ορμήσει, ρίχνοντας ένα μεγάλο σάλτο προς το μέρος μου. Έπεσα χάμω, δίχως να το θέλω, από τον φόβο μου. Όπως φάνηκε κατόπιν, το λιοντάρι πήδησε πράγματι, αλλά πέρασε πάνω από το πεσμένο μου κορμί.

Εγώ έμεινα ένα διάστημα σε μια κατάσταση, την οποία αδυνατώ να σας περιγράψω, αναμένοντας από στιγμή σε στιγμή να αισθανθώ τα νύχια και τα δόντια του θηρίου στο σώμα μου. Αφού περίμενα λίγα δευτερόλεπτα σε αυτή την τρομερή αγωνία, άκουσα έναν ασυνήθιστο θόρυβο, όμοιο του οποίου δεν είχε αντηχήσει ξανά στα αυτιά μου. Τόλμησα, τότε, να ανασηκώσω το κεφάλι μου και να κοιτάξω γύρω μου, οπότε, προς απίστευτη χαρά μου, αντιλήφθηκα ότι το λιοντάρι, λόγω της μεγάλης φόρας που είχε πάρει, με προσπέρασε και κατέληξε μέσα στο τεράστιο ανοιχτό στόμα του κροκόδειλου. Το κεφάλι του σφήνωσε στον οισοφάγο του κροκόδειλου.

Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκα το σπαθί μου, με το οποίο έκοψα τον λαιμό του μ’ ένα ισχυρό χτύπημα. Το σώμα του λέοντος κυλίστηκε στα πόδια μου. Χωρίς να χάσω καιρό, άρπαξα το κεφάλι του από τη χαίτη και το έσπρωξα βαθιά μέσα στο στόμα του κροκόδειλου, προκαλώντας του ασφυξία”.

Άλλη αφήγηση, η οποία διασκέδασε τους καλεσμένους του, ήταν ότι κάποτε, ενώ κολυμπούσε, τον κατάπιε ένα γιγάντιο κήτος της θαλάσσιας αβύσσου. Το κήτος αλιεύθηκε στη συνέχεια από ψαράδες, οι οποίοι το ανέσυραν στην ακτή. Ο Βαρόνος Μινχάουζεν είχε πει σχετικά:

“Οι ψαράδες άκουσαν τότε τη φωνή μου μέσα από τα σωθικά του κήτους κι έσπευσαν να ανοίξουν την κοιλιά του. Κατάπληκτοι, είδαν τότε ένα ζωντανό ανθρώπινο πλάσμα, εντελώς αλώβητο από την απίστευτη κακοδαιμονία, να ρουφάει αχόρταγα τον καθαρό αέρα της στεριάς”.

Αφηγούμενος άλλοτε τα στρατιωτικά του κατορθώματα, έλεγε μεταξύ των άλλων, ότι κάποτε επρόκειτο να μεταβεί σε εχθρικό στρατόπεδο, για να κλέψει ένα σπουδαίο μυστικό. Γνώριζε ότι εάν θα πήγαινε με το αγαπημένο του άλογο, τον Λιθουανό, όπως τον αποκαλούσε, θα τον συνελάμβαναν και θα τον απαγχόνιζαν ως κατάσκοπο.

Γι’ αυτό προτίμησε να καβαλήσει μια οβίδα τηλεβόλου, με την οποία έφτασε ταχύτατα στο εχθρικό στρατόπεδο. Μάλιστα, αφού υπέκλεψε το μυστικό που ήθελε, επέστρεψε πίσω με τον ίδιο απίθανο τρόπο, καβαλώντας και πάλι μια οβίδα.

Σε μια άλλη περίπτωση, ο Μινχάουζεν, μετά από μια σκληρή μάχη με τους εχθρούς, δεν είχε αντιληφθεί ότι το προσφιλές του άλογο είχε κοπεί στα δυο. Το άλογο εξακολούθησε τον δρόμο του, με τον θαρραλέο αναβάτη πάνω στη σέλα του, μέχρις ότου έφτασε σε μια κρήνη. Εκεί το άλογο άρχισε να πίνει δροσερό νερό. Μα, τότε ο Βαρόνος παρατήρησε ότι το άτι του δεν ξεδιψούσε, μολονότι είχε πιει μια μεγάλη ποσότητα νερού. Έτσι, κοίταξε πίσω του και είδε έκπληκτος ότι το νερό που έπινε το ζωντανό, χυνόταν αυτόματα, διότι του έλειπε το μισό του σώμα.

Ο Βαρόνος Μινχάουζεν είχε λύση και για το πρόβλημα της πτήσης. Μια μέρα, λοιπόν, κυνηγούσε πάπιες σε μια λίμνη με έναν εξόχως πρωτότυπο τρόπο. Είχε ρίξει σχοινί, την άκρη του οποίου κατάπιε μια πάπια. Το σχοινί, όμως, ήταν αλειμμένο με μια λιπαρή ουσία και έτσι, βγήκε αμέσως από τον πρωκτό της πάπιας. Το κατάπιε και δεύτερη και τρίτη πάπια, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα παράδοξο κομπολόι από πτηνά.

Η πάπια που ήταν στην αρχή επιχείρησε να φτερουγίσει και την ακολούθησαν και οι άλλες. Επομένως, με τη δύναμη τόσων φτερών, ανασηκώθηκε από τη γη και ο Βαρόνος και άρχισε να πετά κι αυτός, βαστώντας το σχοινί από το άλλο άκρο.

Ο Βαρόνος διηγήθηκε επίσης ότι κάποτε, κυνηγώντας σ’ ένα δάσος, αντίκρισε μια εντυπωσιακή αλεπού. Δυστυχώς, είχε εξαντλήσει τα σφαιρίδιά του. Έβαλε, λοιπόν, ένα καρφί στο όπλο του. Με τον πυροβολισμό, το καρφί βρήκε την αλεπού στην ουρά, τη στιγμή ακριβώς που περνούσε κοντά από τον κορμό ενός δέντρου.

Η ουρά καρφώθηκε στο δέντρο και το ζώο ακινητοποιήθηκε. Ο Βαρόνος πλησίασε και άρχισε να το χτυπά με το μαστίγιό του. Τα χτυπήματα σε όλο το κορμί, αποκόλλησαν το δέρμα από το σώμα της αλεπούς. Το πονηρό ζώο έδωσε ένα πήδημα και έφυγε μακριά, αφήνοντας καρφωμένο πάνω στον κορμό την πολύτιμη γούνα του.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, στις 03/04/1936…

Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", στις 03/04/1936
Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, στις 03/04/1936
0 0 ψήφοι
Αξιολόγηση άρθρου
Subscribe
Notify of
guest

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

0 σχόλια
Inline Feedbacks
View all comments