Τον Νοέμβριο του 1880, ένας υπερήλικας ιερέας, εφημέριος της εκκλησίας του Αγίου Δονάτου στη Γένοβα της Ιταλίας, που τα μάτια του είχαν δει πολλά και δεν ξαφνιαζόταν εύκολα πια, ανέφερε σε δημοσιογράφο μια καταπληκτική ιστορία ενός εκθαμβωτικού φαντάσματος.
Μερικά χρόνια νωρίτερα, κατά τη διάρκεια έργων αναπαλαίωσης μιας οικίας ενός επιφανούς ευγενούς, οι εργάτες, στην προσπάθειά τους να διανοίξουν έναν παχύτατο τοίχο, ανακάλυψαν έναν εντοιχισμένο ανθρώπινο σκελετό. Ήταν ενδεδυμένος με ρούχα παλαιότερης εποχής, ίσως του 1620-1640, όπως συμπέραναν, βασισμένοι στις γνώσεις τους από πίνακες και τοιχογραφίες της περιόδου εκείνης.
Τα ιμάτιά του είχαν σχεδόν καταρρεύσει και ο δύστυχος νεκρός είχε πλέον μουμιοποιηθεί, αποκτώντας μια σκούρα γκριζωπή όψη. Όμως, από τις καστανές τρίχες που είχαν απομείνει στο αφυδατωμένο δέρμα της κεφαλής και από τα άριστα διατηρημένα δόντια, μπορούσαν να εικάσουν ότι είχε πεθάνει σε σχετικά νεαρή ηλικία. Πάνω στο κεφάλι του έφερε πλατύγυρο καπέλο.
Καμία δικαστική έρευνα δεν ακολούθησε για το πώς ο άνθρωπος αυτός κατέληξε νεκρός μέσα στους χοντρούς λίθους του τοίχου του παμπάλαιου αρχοντικού. Ο γηραιότατος ιερέας είπε πως υπήρχε μια παράδοση ότι ο σκελετός ανήκε σε πρόσωπο, το οποίο είχε δολοφονηθεί από έναν αριστοκράτη της πόλης, πρόγονο του ιδιοκτήτη, που υποπτευόταν τον νεαρό άντρα ότι είχε μαγαρίσει την τιμή του. Τον σκότωσε, λοιπόν, από ζήλια και κατόπιν, εντοίχισε το πτώμα του, για να εξαφανίσει τα ίχνη του.
Επίσης, οι εργάτες εντόπισαν σ’ ένα μικρό άνοιγμα του τοίχου διάφορες εικόνες Αγίων και μικρές εικονογραφίες, όλες μικρής αξίας. Μα, ανάμεσά τους, ξεχώριζε ένας θεσπέσιος πίνακας πλήρους μεγέθους μιας νεαρής γυναίκας, η οποία φορούσε έναν χαρακτηριστικό τύπο φορέματος του 17ου αιώνα.
Επρόκειτο για έναν αριστουργηματικό πίνακα, που απεικόνιζε άψογα το ωραίο και γαλήνιο πρόσωπο μιας αρχόντισσας, που σε μαγνήτιζε με τα λαμπρά εκφραστικά της μάτια. Θύμιζε έντονα την τεχνοτροπία του διάσημου Φλαμανδού ζωγράφου Sir Anthony van Dyck, ο οποίος είχε ζήσει για πολλά χρόνια στη Γένοβα.
Ο γέροντας ιερέας, μόλις αντίκρισε τον μεγάλο πίνακα, έφερε στη σκέψη του ένα άλλο παρόμοιο έργο τέχνης, που το είχε θαυμάσει σε κάποιο παλάτι της ιταλικής πόλης. Δυστυχώς, το όνομα της γυναίκας, η χρονολογία, αλλά και η υπογραφή του δημιουργού είχαν εντελώς και με επιμέλεια αποξυσθεί.
Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, ο εφημέριος του Αγίου Δονάτου, ο οποίος φιλοξενούνταν στο σπίτι του Μαρκησίου, που ήταν στενός του φίλος, πήρε μερικά παλιά χειρόγραφα και έκατσε στο πάτωμα να τα μελετήσει, υπό το γλυκό φως δυο κεριών. Αίφνης, άκουσε τον τριζάτο θόρυβο ενός μεταξωτού φορέματος, σαν το ελαφρό θρόισμα των φύλλων, να διαχέεται μυστηριωδώς στον χώρο.
Έκπληκτος, ανασήκωσε το βλέμμα και διέκρινε καθαρά τη μορφή μιας γυναίκας, ντυμένης στα ολόλευκα, με την κορμοστασιά ευγενούς, να περπατά αργά και επιβλητικά και να διαγράφει τον κύκλο του δωματίου, επιψαύοντας τον τοίχο με τα λεπτεπίλεπτα χέρια της, ωσάν να γύρευε κάτι.
Η λαλιά του ιερέα έσβησε μεμιάς και οι τρίχες των χεριών του ανορθώθηκαν άγρια. Έκανε να σύρει μια φωνή, να καλέσει σε βοήθεια τον Μαρκήσιο ή κάποιον από τους υπηρέτες του, μα του κάκου…
Η γυναίκα εκείνη ήταν η ίδια απολύτως που είχε αποτυπωθεί τόσο παραστατικά, για να αντέξει η εύμορφη θωριά της μέσα στους αιώνες, με τα πινέλα, τις μπογιές και τις γραμμές του επιδέξιου ζωγράφου. Τα μάτια της άστραφταν από μια πυρετώδη και βαθιά μελαγχολική έκφραση, ενώ ένα μακρύ περίτεχνο εγκόλπιο, ένα μικρό σαγηνευτικό κόσμημα, έπεφτε ως το στήθος της.
Μόλις ο γέροντας κατάφερε να ξεκλειδώσει την ακινησία του κορμιού του, πετάχτηκε ορθός και έκανε ένα βήμα πίσω, συμπαρασύροντας τα κεριά στο διάβα του, ώσπου έσβησε το παρήγορο φως τους.
Δεν είχε κλείσει, ευτυχώς, τα εξώφυλλα των παραθύρων κι έτσι, από το ανεπαίσθητο φως που ερχόταν από έξω, από ένα δειλό και άγουρο φεγγαράκι, μπόρεσε να δει το φάντασμα της γυναίκας να χάνεται μέσα στον τοίχο.
Για πολλή ώρα, ο υπερήλικας ιερέας είχε μείνει ενεός, μη δυνάμενος να αντιληφθεί τι είχε προηγηθεί, τι απίστευτο βίωμα προστέθηκε ακόμα στην πολύχρονη ζωή του.
Όταν βρήκε το κουράγιο, έπεσε να κοιμηθεί. Μα, το πρωί, στο σημείο που καθόταν την προηγούμενη παράξενη νύχτα, είδε καταγής να γυαλίζει το μικρό κόσμημα, που φορούσε η μυστηριώδης εξαϋλωμένη γυναίκα στον λαιμό της. Το έπιασε στα χέρια του και το έσφιξε γερά, μέχρι να τον τρυπήσει, μέχρι να συνειδητοποιήσει πως πράγματι ήταν αληθινό.
Ο ιερέας διηγήθηκε τα πάντα στον Μαρκήσιο και του πρόσφερε το πολύτιμο κόσμημα που βρήκε, μα ο άρχοντας της πόλης αρνήθηκε να το κρατήσει και ζήτησε από τον γηραιό ευσεβή φίλο του να το φυλάξει εκείνος, για να του θυμίζει την απόκοσμη περιπέτειά του.
Το εκθαμβωτικό φάντασμα της Γένοβας έγινε θρύλος. Ο γέροντας εφημέριος του Αγίου Δονάτου δεν το ξέχασε ποτέ, γιατί, όπως διατράνωνε, το είχε συμπονέσει, καθώς ξεχείλιζε από πόνο βαρύ και από μελαγχολία υπέρμετρη.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΑΘΗΝΑΪΣ”, στις 01/11/1880…