Ένα αξιοσημείωτο γεγονός, που σχεδόν είχε περάσει απαρατήρητο στον ελληνικό Τύπο, ήταν η ξεχωριστή τιμή που είχε γίνει σ’ έναν σπουδαίο Έλληνα επιστήμονα, τον υφηγητή του Πανεπιστήμιου Παύλο Σαντορίνη.
Ο Παύλος Σαντορίνης, που ήταν ο εφευρέτης του “Ελληνικού Ραντάρ”, του σημαντικού αυτού μηχανήματος, που έβρισκε τον στόχο και στο πιο πυκνό σκοτάδι, εκλήθη αυτοπροσώπως από τον Αμερικανό Ναύαρχο Χιούιτ να επισκεφτεί το Μιζούρι των Ηνωμένων πολιτειών της Αμερικής, ώστε να μελετήσει όλες τις τελειοποιήσεις του ραντάρ επάνω στο πλοίο.
Μετρούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού οι επιστήμονες, που τους έγινε τέτοια τιμή, αλλά ο Σαντορίνης, που από το 1934 εργάστηκε για το ραντάρ και που αργότερα κατάφερε με τη συσκευή του να καταλήξει σε άριστα αποτελέσματα, ήταν ευρέως γνωστός στους παγκόσμιους επιστημονικούς κύκλους για την πολύτιμη συμβολή του στην εξέλιξη αυτού του μηχανήματος, που τόσο θα διευκόλυνε τη συμμαχική νίκη στα δύσκολα χρόνια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Έτσι, στις 26 Απριλίου του 1946, οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας “ΕΜΠΡΟΣ” επισκέφτηκαν τον Παύλο Σαντορίνη στο σπίτι του, στην οδό Σόλωνος 62. Όλα τα δωμάτια ήταν ήταν γεμάτα περίεργα μηχανήματα, συσκευές, λυχνίες, σύρματα, πηνία, ενώ τα τραπέζια ήταν φορτωμένα με βιβλία και τετράδια γεμάτα αριθμούς και επιστημονικές σημειώσεις.
Να τι τους είχε πει σχετικά με την περίφημη ανακάλυψή του:
“Βέβαια, είχα δοκιμάσει πολλές απογοητεύσεις και πίκρες, ώσπου να φτάσω στην επιτυχία. Για να αγοράσω ορισμένα εξαρτήματα, ξόδεψα ό,τι είχα και δεν είχα. Στο τέλος, αναγκάστηκα να πουλήσω μέχρι και τη βιβλιοθήκη μου. Πίστευα, όμως, με όλη μου την ψυχή στον σκοπό μου και ποτέ δεν έχασα το κουράγιο μου.
Ευτυχώς, αργότερα, τόσο το Γενικό Επιτελείο, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά και οι καθηγητές Χόνδρος, Γουναράκης, Αθανασιάδης, Σαρόπουλος, αλλά και ο Στρατηγός Μπακόπουλος, που ήταν η καρδιά του εγχειρήματος, φρόντισαν να με αποστείλουν στο εξωτερικό, με έξοδα του κράτους, ώστε να προμηθευτώ ορισμένα δυσεύρετα εξαρτήματα για τις έρευνές μου.
Επομένως, με τα εξαρτήματα αυτά κατόρθωσα να ολοκληρώσω τις συσκευές μου και άρχισα πάλι τα πειράματα. Οι κόποι, τα ξενύχτια μου και η αγωνία μου είναι δύσκολο να περιγραφούν. Γεγονός, πάντως, είναι πως τα πειράματα που γίνονταν στον Αερολιμένα Παλαιού Φαλήρου στέφθηκαν από απόλυτη επιτυχία.
Φυσικά, συνάντησα αρκετά απρόβλεπτα εμπόδια, που καθυστέρησαν πολύ την πρόοδο της εργασίας μου. Φανταστείτε πως δύο ειδικοί χειριστές ενός ουσιώδους εξαρτήματος της όλης εφεύρεσης, το οποίο είχε εγκατασταθεί στην Αεροπορική Βάση Παλαιού Φαλήρου, όλως απροόπτως και δίχως να ειδοποιηθώ, μετατέθηκαν και οι δυο εκτός Αθηνών, ακριβώς την προηγούμενη ημέρα ενός καθοριστικού πειράματος. Δυστυχώς, το πείραμα ξεκίνησε χωρίς να αντιληφθώ την απουσία τους, το μηχάνημα δε λειτούργησε και ασφαλώς, θα εγελοιοποιούμην ενώπιον της πολυπληθούς επιτροπής, αν δεν πρόφταινα να τους αναπληρώσω, έστω και αργά.
Άλλωστε, την ίδια μέρα διατάχτηκα να εκκενώσω τα δωμάτια στα οποία είχα εγκαταστήσει τον εξοπλισμό μου, επειδή τα πειράματά μου ενοχλούσαν τη διεξαγωγή της υπηρεσίας στη Σχολή Δοκίμων και στον Αερολιμένα Παλαιού Φαλήρου. Φυσικά, η μεταφορά και η εκ νέου συναρμολόγηση των μηχανημάτων μου κόστισε την καθυστέρηση πολλών μηνών στο πολύτιμο έργο μου”.
Το 1940, μια συμμαχική δύναμη ζήτησε από τον Παύλο Σαντορίνη τα σχέδια της εφεύρεσής του. Κατόπιν άδειάς του, τους έδειξε τη λειτουργία της συσκευής και έθεσε στη διάθεσή τους όλα τα επιμέρους σχέδια. Παρά τις προσπάθειες των ενδιαφερομένων να πείσουν τον Σαντορίνη να τους ακολουθήσει στο εξωτερικό, για να επαναλάβει εκεί τα πειράματά του, τούτο δεν κατέστη δυνατό για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του, παρά την αμοιβή που του πρότειναν και η οποία ήταν σημαντικότατη.
Ο Παύλος Σαντορίνης συνέχισε, λέγοντας:
“Δε θέλω να σας πω πως τα δικά μου σχέδια ήταν εκείνα που οδήγησαν τους ξένους επιστήμονες στη σημερινή εξέλιξη του ραντάρ. Εν τούτοις, μια απλή παραβολή των χρονολογιών των επίσημων ελληνικών εγγράφων, μετά της εξίσου επίσημης έκθεσης του Σερ Στάνφορντ Κριπς, Προέδρου των Βρετανικών Υπηρεσιών Ραντάρ, πείθει αμέσως ότι η Ελλάδα προηγήθηκε κατά τρία ή τέσσερα χρόνια σε αυτές τις διατάξεις του ραντάρ, στις οποίες τελικά κατέληξαν και οι Σύμμαχοι.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι κατακτητές με ενόχλησαν έντονα σχετικά με την υπόθεση του ραντάρ, όπως αντιλαμβάνεστε, αλλά είχα λάβει τα μέτρα μου. Είχα φροντίσει να εξαφανίσω καθετί το ύποπτο. Η πρώην σύζυγός μου, αν και Γερμανίδα, ανέλαβε με κίνδυνο της ζωής της να φυλάξει τρία σημαντικά εξαρτήματα, που αν τα ανακάλυπταν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, αυτή τη στιγμή δε θα είχε μείνει κανείς ζωντανός από την οικογένειά μου. Μια εφεύρεση που δημιούργησα στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς και την υπέβαλα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για το σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και την ανάλογη προτεραιότητα, την είχα καμουφλάρει σε ειρηνική, ώστε κανείς ποτέ δεν κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο.
Ήδη από τον Απρίλιο του 1936, είχα υποβάλει στον τότε Επιθεωρητή Αντιαεροπορικής Άμυνας ένα υπόμνημα σχετικά με μια νέα βόμβα αεροπλάνου εναντίον πεζικού. Υπάρχουν τρεις τρόποι έκρηξης της βόμβας, αλλά για να μη σας κουράσω με τεχνικούς όρους και επιστημονικές θεωρίες, σας αναφέρω τον έναν τρόπο, ο οποίος εφαρμόστηκε από την Αεροπορία μας στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, με καταστροφικότατα αποτελέσματα για τους Ιταλούς.
Μπροστά από τον πυροσωλήνα κάθε βόμβας αεροπλάνου, εφαρμόστηκε μια ράβδος σιδήρου, μήκους ενός μέτρου και με αυτόν τον τρόπο, η έκρηξη γινόταν σ’ αυτό το ύψος με τέτοια διασπορά βλημάτων, που θέριζαν κυριολεκτικά τους μαχόμενους”.
Ο Παύλος Σαντορίνης, ο ακάματος αυτός και διακεκριμένος Έλληνας επιστήμονας, εκείνη την περίοδο ήταν αφοσιωμένος στο επόμενο έργο του, που περιελάμβανε τη μελέτη των μικροκυμάτων. Κλεισμένος στο αρτιότερο εργαστήριο της εποχής, πάσχιζε να βρει κάποια μεταπολεμικά, κυρίως, εξαρτήματα, τα οποία, αν και υπήρχαν σε αφθονία στην Αμερική, δεν μπορούσε να τα προμηθευτεί, λόγω της συναλλαγματικής διαφοράς.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 27/04/1946…