Στα τέλη Ιανουαρίου του 1967, σαράντα πέντε αντικείμενα από τον θησαυρό του τάφου του Τουταγχαμών, που ανήκαν στο Μουσείο του Καΐρου, ετοιμάζονταν να εκτεθούν στο Παρίσι.
Μεταξύ των πολύτιμων αντικειμένων που θα εκτίθονταν, συγκαταλεγόταν η καταπληκτική νεκρική μάσκα του Φαραώ, το σπουδαιότερο έργο χρυσοχοΐας που είχε ανακαλυφθεί ανά τους αιώνες, μια ολόχρυση μυγοσκοτώστρα, κούπες από αλάβαστρο, ένα άγαλμα του νεκρού σε φυσικό μέγεθος από επίχρυσο μαύρο ξύλο και πολλά άλλα.
Κι όμως, γύρω από όλα αυτά τα μοναδικά αντικείμενα, είχε ήδη δημιουργηθεί ένας φοβερός θρύλος. Ένας θρύλος, που αποτελούνταν από βίαιους και ανεξήγητους θανάτους. Μια μυστηριώδης μοίρα, που έπληξε πολλούς από όσους είχαν πλησιάσει τον τάφο του Τουταγχαμών. Ένα είδος κατάρας, που ορισμένοι τη θεωρούσαν “Κατάρα του Φαραώ”.
Ήταν 23 Νοεμβρίου του 1922, στην Κοιλάδα των Βασιλέων, κάπου ανάμεσα στους τάφους του Ραμσή Στ’ και του Ραμσή Θ’. Μια ομάδα ανθρώπων έσκαβαν στην πλαγιά ενός λόφου. Άλλοι έσκυβαν με προσοχή πάνω από κάποια τοπογραφικά σχεδιαγράμματα του εδάφους.
Είχε απομείνει ένας τελευταίος τοίχος. Με ένα ακαριαίο χτύπημα αξίνας, φανερώθηκε μια στοά, που τελικά οδηγούσε στον πολυπόθητο τάφο του Τουταγχαμών.
Το ελάχιστο φως που έφτανε απ’ έξω, διατρυπούσε ελαφρά τα σκοτάδια. Όλοι σώπαιναν σχεδόν κατανυκτικά. Ο λαιμός τους σφιγγόταν από τη συγκίνηση. Πίσω από τον Λόρδο Carnarvon, έναν βαθύπλουτο Άγγλο, ο οποίος είχε χρηματοδοτήσει την αποστολή, την κόρη του Λαίδη Evelyn Beauchamp και τον Howard Carter, Άγγλο αρχαιολόγο, που διηύθυνε τις ανασκαφές, συνωστίζονταν οι ερευνητές, οι Αιγυπτιολόγοι και οι εργάτες.
Όλοι επιθυμούσαν να δουν τον νεκρικό θάλαμο, όπου μέσα στο μισοσκόταδο διέκριναν ζώα με παράξενα σχήματα, περιγράμματα αγαλμάτων, άφθονο χρυσάφι και πετράδια που λαμποκοπούσαν απαλά.
Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε βρεθεί τάφος των Φαραώ ανέπαφος στην Κοιλάδα των Βασιλέων. Όμως, αυτός ο τάφος έκρυβε προστατευτικά μέσα στις τρεις αίθουσές του δύο χιλιάδες περίπου αντικείμενα αφάνταστης ομορφιάς και ποικιλίας. Ήταν ένας απίστευτος θησαυρός, που θα χρειαζόταν πολλά χρόνια για να καταγραφεί ολόκληρος.
Μέσα στη συγκλονιστική έξαρση της ιστορικής στιγμής, κανείς δε θυμήθηκε τα ιερογλυφικά, που ήταν χαραγμένα στην είσοδο των τάφων, ούτε και τις τρομακτικές απειλές εναντίον των ζωντανών, που θα παραβίαζαν τους τάφους.
Ύστερα από τρεις μήνες, ένα κουνούπι τσίμπησε τον Λόρδο Carnarvon. Η πληγή του μολύνθηκε γρήγορα. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κοιλάδα των Βασιλέων και να πάει στο Κάιρο για θεραπεία. Πέρασαν μερικές εβδομάδες και η μόλυνση τελικά υποχώρησε. Αλλά, ξαφνικά, εκδηλώθηκε μια δυνατή πνευμονία. Παρά τις φροντίδες και τη γερή κράση του ασθενούς, η ασθένεια κρίθηκε μη αντιμετωπίσιμη, σε σημείο να καλέσουν εσπευσμένα τον γιο του Λόρδου, που ήταν αξιωματικός στο στρατό των Ινδιών. Πράγματι, ο γιος του έφτασε στο Κάιρο στις 3 Απριλίου του 1923, γύρω στα μεσάνυχτα. Ο Λόρδος Carnarvon ξεψύχησε στις δύο το πρωί.
Θα πρέπει να θεωρηθεί αυτός ο θάνατος ως εκδίκηση του Τουταγχαμών; Βεβαίως και όχι, θα απαντούσε κάποιος. Πάντως, δυο απολύτως ανεξήγητα γεγονότα συνδέονταν αινιγματικά με τον φυσικό, κατά τα άλλα, θάνατο του Άγγλου ευγενούς.
Τη στιγμή ακριβώς που ξεψυχούσε ο Λόρδος Carnarvon, όλα τα φώτα, που είχαν μείνει αναμμένα εκείνη την ώρα στο Κάιρο, έσβησαν μυστηριωδώς. Οι δημόσιες υπηρεσίες, που ρωτήθηκαν αργότερα, δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν την παράξενη διακοπή του ρεύματος.
Το δεύτερο γεγονός ήταν ότι εκείνη την ίδια στιγμή, στην Αγγλία, ο πιστός σκύλος του Λόρδου άρχιζε να ουρλιάζει παρατεταμένα και γοερά, χωρίς να μπορεί κανείς να τον ηρεμήσει. Κατόπιν, σωριάστηκε νεκρός.
Λίγο καιρό αργότερα, ο George Aaron Benedite, διακεκριμένος Γάλλος Αρχαιολόγος και Έφορος του τμήματος Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων του Μουσείου του Λούβρου, υπέκυψε κι αυτός από πνευμονική συμφόρηση. Είχε τη συνήθεια να επισκέπτεται καθημερινά τον τάφο του Τουταγχαμών.
Κατόπιν, ένας συνεργάτης της αποστολής, ο Αιγυπτιολόγος Arthur Mace, βοηθός του τμήματος Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων του Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης, πέθανε μυστηριωδώς.
Στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν, καταγράφηκαν περιοδικώς βίαιοι και ανεξήγητοι θάνατοι ανθρώπων, οι οποίοι είχαν κάποτε συμμετάσχει στις ανασκαφές του τάφου του Τουταγχαμών, είχαν αγγίξει τα νεκρικά αντικείμενα ή είχαν έρθει σε κάποια επαφή με τον Φαραώ.
Έτσι, το 1926, στο Λονδίνο, ο Richard Bethell, προσωπικός γραμματέας του Howard Carter, ο οποίος είχε παρευρεθεί στο άνοιγμα της σαρκοφάγου, ένας άντρας πενήντα ετών, εύρωστος, πρόσχαρος και ευτυχισμένος, είχε περάσει το απόγευμά του παίζοντας γκολφ. Έπειτα, πήγε στη λέσχη, όπου και σύχναζε. Κι όμως, εκείνο το βράδυ ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος, βουβός και απρόσιτος. Αφού έφαγε βιαστικά το φαγητό του, πήγε στη βιβλιοθήκη της λέσχης. Ύστερα από δύο ώρες, τον βρήκαν καθισμένο σε μια πολυθρόνα, νεκρό.
Δεν πέρασε πολύς καιρός για να βρουν και τον πατέρα του απαγχονισμένο στο διαμέρισμά του. Μια επιστολή που εντόπισε η Scotland Yard άφηνε υπόνοιες για αυτοκτονία, καθώς ο αποθανών έκανε λόγο για “φρίκες μυστηριώδεις, που δεν άντεχε πια”. Πολλοί ισχυρίζονταν ότι είχε υποστεί αυθυποβολή από τις φωτογραφίες και τις αφηγήσεις, που είχε φέρει ο γιος του από την Κοιλάδα των Βασιλέων, μιας και ο ίδιος έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τον ίδιο τον Τουταγχαμών.
Την ίδια περίπου εποχή, ο Sir Lee Stack, που ήταν ο Άγγλος Γενικός Διοικητής του Αγγλοαιγυπτιακού Σουδάν, έτρεχε με το ανοιχτό του αυτοκίνητο στο Κάιρο, έχοντας μαζί του μια γυναικεία συντροφιά. Τότε, ένας Αιγύπτιος όρμησε ξαφνικά προς το αυτοκίνητό του και πέταξε μια βόμβα, τραυματίζοντάς τον θανάσιμα. Πολιτική συνωμοσία, φυσικά, και χωρίς προφανή σχέση με τον Τουταγχαμών. Ωστόσο, την προηγούμενη ημέρα ακριβώς, ο Sir Lee Stack είχε επισκεφτεί την αίθουσα του θησαυρού, δηλώνοντας εκστασιασμένος.
Όταν ο Άγγλος αρχαιολόγος Hugh Evelyn-White σκοτώθηκε από σφαίρα περιστρόφου, οι εφημερίδες δεν παρέλειψαν να αναφέρουν ότι επέστρεφε από μια επίσκεψη στον τάφο του Φαραώ.
Έπειτα, πέθανε αιφνιδιαστικά ο George Gould, Αμερικανός πολυεκατομμυριούχος, επιστήθιος φίλος του Carter, μετά από επίσκεψή του στον πολυθρύλητο τάφο του Τουταγχαμών.
Ένας ακόμη Άγγλος, νέος, πλούσιος και μανιώδης ιστιοπλόος, ξεκίνησε με το σκάφος του για κρουαζιέρα στον Νείλο και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Κατά τον περίπλου του, είχε επισκεφτεί κι εκείνος τον τάφο και είχε πάρει φωτογραφίες της υπόγειας κρύπτης.
Ο κατάλογος μάκραινε. Ο Arthur Weigall, διάσημος συγγραφέας, Αιγυπτιολόγος, άλλοτε έφορος των Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων, που είχε συμμετάσχει στο άνοιγμα της πρώτης αίθουσας του θησαυρού, υπέκυψε σε ένα ξενοδοχείο του Λονδίνου, από μια αρρώστια, που οι ιατροί δεν κατόρθωσαν να προσδιορίσουν την αιτία της.
Το ίδιο μυστήριο συνέβη και με τον Herbert Winlock, τον Αιγυπτιολόγο και έφορο του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης, ο οποίος είχε συμμετάσχει κι αυτός στο άνοιγμα της σαρκοφάγου. Εισήχθη ξαφνικά στο Γενικό Νοσοκομείο της Βοστόνης με υψηλό πυρετό. Οι μεγαλύτερες κορυφές της αμερικανικής ιατρικής τον εξέτασαν, χωρίς να μπορέσουν να προσδιορίσουν την ασθένεια, αλλά ούτε και να σώσουν τη ζωή του.
Από απροσδιόριστη αιτία, με συμπτώματα υψηλού πυρετού απεβίωσε και ο Paul Casanova, Γάλλος Καθηγητής Αρχαιολογίας του College de France, ο οποίος είχε ταξιδέψει στην Αίγυπτο, για να δει από κοντά τη μούμια του Φαραώ.
Άλλοι δύο συγκλονιστικοί θάνατοι ενίσχυαν τη γνώμη εκείνων, που είχαν ήδη αρχίσει να πιστεύουν στην εκδίκηση του Τουταγχαμών. Ο θάνατος του Sir Archibald Douglas Reid, στις 15 Ιανουαρίου του 1924, προκλήθηκε από απροσδιόριστη ασθένεια, όπως και του βοηθού του Frederic Ralley. Οι δύο αυτοί διάσημοι ακτινολόγοι δεν είχαν πάει ποτέ στην Αίγυπτο, αλλά ήταν υπεύθυνοι να περάσουν από ακτίνες Χ τη μούμια του Φαραώ.
Η “Κατάρα του Φαραώ” έδωσε λαβή σε κάθε είδους εξηγήσεις, ώστε να γίνει κατανοητή από τον ανθρώπινο νου η συσχέτιση του τάφου του Τουταγχαμών με τόσους θανάτους. Κάποιοι θεωρούσαν ότι ο Φαραώ είχε βάλει να επαλείψουν όλα τα αντικείμενα, που θα περιέβαλλαν τον τάφο του, με ραδιενεργές ουσίες. Είπαν, επίσης, ότι είχε ρίξει σε όλα τα νεκρικά αντικείμενα δηλητηριώδεις σκόνες.
Εν τούτοις, θα πρέπει να αναγνωριστεί πως δεν έχασαν τη ζωή τους όλοι όσοι σχετίζονταν με τον τάφο του Τουταγχαμών. Αντιθέτως, τα ιερογλυφικά, που ήταν χαραγμένα στην πέτρα των νεκρικών μνημείων ανέφεραν: “Προφέρετε το όνομα του νεκρού, για να τον κάνετε να ξαναζήσει, για να ξαναδώσετε την πνοή της ζωής στον χαμένο!”
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 07/01/1967…