Από τις πιο περίεργες απόκρυφες τελετές του Μεσαίωνα, που περιέγραφαν εξαιρετικά τη σκοτεινή εκείνη περίοδο της ανθρωπότητας, ήταν η γιορτή των Σαββάτων (Sabbath), δηλαδή της νυχτερινής σύναξης των Δαιμόνων.
Κατά την παράδοση, ο Σατανάς, φθονώντας τη δόξα του Θεού, αποφάσισε να συναθροίζει μια φορά την εβδομάδα τους πιστούς του σε κάποιο καθορισμένο μέρος, ώστε να παρωδεί και να σατιρίζει, μαζί με τους ακολούθους του, τις τελετές της χριστιανικής θρησκείας.
Τα “Σάββατα” ήταν δύο ειδών, το μεγάλο και το μικρό, τα οποία δε διέφεραν ιδιαιτέρως μεταξύ τους. Μόνο, κατά το “Μεγάλο Σάββατο”, η συγκέντρωση των πιστών του Διαβόλου ήταν πολυπληθέστερη.
Οι τελετές αυτές γίνονταν πάντοτε τη νύχτα. Οι μάγοι επέλεγαν συνήθως ως τόπο συνάντησης μιαν ερημιά, ένα απόμερο νεκροταφείο ή τα χαλάσματα ενός ετοιμόρροπου κάστρου.
Προκειμένου να μην προκαλέσουν την προσοχή των ανθρώπων και να παραμείνει η συνάθροισή τους μυστική, κατέφευγαν σε μαγγανείες. Λένε πως ο Διάβολος έδινε στη μάγισσα ή στον μάγο ένα ειδικό λίπος από συκώτι αβάπτιστου παιδιού. Άλειφε με αυτό το κορμί του, πρόφερε ασυνάρτητα ξόρκια, καβαλίκευε το σκουπόξυλο κι έτσι, μεταφερόταν ιπτάμενος κι αθέατος στον τελικό προορισμό του.
Πολλές φόρες, μάλιστα, ο μάγος μπορούσε απλούστατα να καλέσει τον προστάτη δαίμονά του, ο οποίος αναλάμβανε να τον σηκώσει στους ώμους του και να τον μεταφέρει στο σημείο, όπου θα συναντούσε και τους υπόλοιπους μάγους, ώστε όλοι μαζί να λατρέψουν τον Σατανά.
Αν τύχαινε να πιάσει βροχή την ημέρα της σύναξης, οι μάγοι δεν είχαν παρά να ψελλίσουν λόγια μαγικά, για να μην πέσει ούτε σταλαγματιά απάνω στο κορμί τους.
Όταν οι μάγοι κατέφταναν στο καθορισμένο σημείο, τους παρελάμβαναν οι δαίμονες και τους εξέταζαν σχολαστικά, για να διαπιστώσουν αν έφεραν πράγματι στο σώμα τους το σημάδι του Διαβόλου. Ειδάλλως, δε γίνονταν δεκτοί στην αλλόκοτη αυτή συνάντηση και υφίσταντο μαρτύρια φριχτά, πρωτόγνωρης αγριότητας.
Όταν έμπαιναν πια στην ομήγυρη, οι μάγοι σωριάζονταν καταγής, προσκυνώντας με αυταπάρνηση και υποτακτικότητα τον Σατανά, ενώ φώναζαν ενώπιόν του ότι απαρνούνταν τον Θεό και τους Αγίους.
Ο άρχοντας του Κακού καθόταν σ’ έναν θρόνο, με το φυσικό παρουσιαστικό του, χωρίς να είναι μεταμφιεσμένος. Είχε κεφάλι και πόδια τράγου, μακριά ουρά και φτερά νυχτερίδας. Ωστόσο, κάπου κάπου, παρουσιαζόταν στους πιστούς τους και με διαφορετική θωριά, όπως με τη μορφή κυπαρισσιού ή μαύρης γάτας, αλλά και με πολλές άλλες μεταμφιέσεις.
Όταν οι μάγοι έφερναν μαζί τους κάποιο καινούριο μέλος, για να τον μυήσουν στην αίρεσή τους, ο Σατανάς τον βάφτιζε, όπως ακριβώς βαφτίζουν τα μωρά οι χριστιανοί, με τη διαφορά ότι τον υποχρέωνε πρώτα να πατήσει πάνω στον σταυρό και να τον βεβηλώσει. Έπειτα, όλοι οι μάγοι, βαστώντας μια αναμμένη δάδα στο χέρι, σχημάτιζαν έναν κύκλο, έχοντας τον Σατανά στη μέση και τότε άρχιζαν να χορεύουν εκστασιασμένοι. Κατόπιν, έπεφταν στα γόνατα και προσκυνούσαν τον υπέρτατο αρχηγό τους. Αυτή ήταν η πιο επίσημη και η πιο σημαντική στιγμή της ιεροτελεστίας.
Μόλις ολοκληρωνόταν η μαγική τελετή, η πιο γριά μάγισσα, που ήταν η βασίλισσα της νυχτερινής σύναξης, καθόταν πλάι στον Σατανά και έδινε το πρόσταγμα να φάνε. Πάμπολλα είναι τα σωζόμενα μεσαιωνικά βιβλία, που περιέγραφαν λεπτομερώς τα απαίσια εδέσματά τους: φρέσκα πτώματα, συκώτια ανθρώπων, καρδιές αβάπτιστων παιδιών, έντομα και τρωκτικά.
Μετά το φαγητό, ήταν η σειρά του χορού, όπου οι μάγοι λικνίζονταν με φρενίτιδα και παραφροσύνη. Συχνά ο Σατανάς έπαιζε παράδοξα μουσικά όργανα και οι ακόλουθοί του τίναζαν τα μέλη τους στον ρυθμό του, πράττοντας κάθε λογής ασχημοσύνες.
Έπειτα, ξεκινούσε η Μαύρη Τελετή. Ο Σατανάς φορούσε ένα μακρύ, κατάμαυρο ράσο, ανέβαινε στον βωμό και παρωδούσε τις ιεροτελεστίες των Χριστιανών, με τη ράχη επιδεικτικά γυρισμένη στην υποτιθέμενη και αυτοσχέδια δική τους Αγία Τράπεζα. Οι μάγοι, παρακολουθώντας τις ασεβέστατες σκηνές, έσκαγαν στα γέλια, κορόιδευαν και έφτυναν.
Ο Σατανάς, απαγγέλλοντας ειρωνικά και υποτιμητικά το “Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου”, έχωνε στο στόμα του ένα καρότο. Έτσι, οι μάγοι ξεκαρδίζονταν στα χάχανα, ελευθέρωναν τα ανίερα σωθικά τους με επαίσχυντες βωμολοχίες και καταπιάνονταν με τον πρόστυχο χορό τους, τσίτσιδοι και μιαροί, μέχρι να λαλήσουν τα κοκόρια. Τότε, με το πρώτο φως του ήλιου, σκορπίζονταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μόλις γύριζαν στα σπίτια τους, σκόρπιζαν το λίπος από το συκώτι του αβάπτιστου παιδιού, που είχαν πασαλειμμένο στο κορμί τους, πάνω στα σπαρτά όσων εχθρεύονταν, για να τους καταστρέψουν.
Όμως, αλίμονο στη μάγισσα, της οποίας αποκάλυπταν τη σατανική της ιδιότητα. Αν έβλεπαν μια γυναίκα να μπαίνει τη νύχτα σε δωμάτιο παιδιού, το οποίο την άλλη μέρα πέθαινε ή να διαβαίνει σε στάβλο, του οποίου τα ζώα ψοφούσαν ή να περιφέρεται στα χωράφια, στα οποία έπεφτε ακρίδα, τότε έβγαζαν το συμπέρασμα πως η γυναίκα αυτή ήταν βεβαιωμένη μάγισσα. Εξάλλου, πρώτοι το καταλάβαιναν οι συγγενείς της, όταν την έβλεπαν να χτυπιέται μονάχη της ή όταν την άκουγαν τα βράδια να προφέρει ύποπτα δαιμονικά λόγια, βγάζοντας αφρούς από το στόμα της.
Αν γινόταν τέτοια καταγγελία, οι δικαστές φρόντιζαν να εξασφαλίσουν την ενοχή της κατηγορούμενης. Για να κατορθώσουν να συλλάβουν μια μάγισσα, παραφύλαγαν τη νύχτα, την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι της. Τότε, της ρίχνονταν από πίσω, την έπιαναν και την έδεναν. Κανείς δεν τολμούσε να συλλάβει μια μάγισσα από μπροστά, επειδή πίστευαν πως αν έφτυνε πάνω σε κάποιον, το κορμί του ευθύς θα γινόταν στάχτη.
Η δίκη της δε βαστούσε πολύ καιρό. Οι δικαστές κατέφευγαν σε όλα τα μέσα, θεμιτά και κυρίως αθέμιτα, προκειμένου να βεβαιωθούν πως η κατηγορούμενη γυναίκα ήταν όντως μάγισσα. Συνήθιζαν να βουτούν τις θεωρούμενες μάγισσες μέσα σε ποτάμι. Αν η κατηγορούμενη βυθιζόταν και πνιγόταν, τότε ήταν αθώα και φρόντιζαν να ξορκίσουν τις τύψεις τους, κάνοντας μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής της. Αν, όμως, δε βούλιαζε μέσα στο ποτάμι, τότε καταλάβαιναν πως ήταν πιόνι του Σατανά κι έτσι, την έκαιγαν ολοζώντανη στην πυρά.
Στη Γαλλία του Μεσαίωνα, ο δικαστής, βοηθούμενος από έναν γιατρό, διέτασσε να γδύσουν την κατηγορούμενη και να της δέσουν τα μάτια. Ύστερα ο γιατρός άρπαζε ένα νυστέρι και τρυπούσε το σώμα της γυναίκας σε διάφορα σημεία. Αν από τις πληγές ανάβλυζε αίμα, θεωρούνταν αθώα. Αν, όμως, αντί αίματος, έβγαινε νερό, θεωρούνταν μάγισσα και την έκαιγαν αμέσως ενώπιον του αγριεμένου πλήθους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 06/09/1928…