Ο Νικολά Τέσλα θεωρείται από τις λαμπρότερες μορφές της σύγχρονης επιστήμης και πρωτοπόρος στη ρηξικέλευθη σκέψη.
Ήταν ένας σπουδαιότατος εφευρέτης, ηλεκτρολόγος μηχανικός, μηχανολόγος μηχανικός και φυσικός, που έμεινε γνωστός κυρίως για τη συνεισφορά του στον σχεδιασμό του σύγχρονου εναλλασσόμενου ρεύματος.
Ο Σέρβος επιστήμονας περνούσε τον καιρό του, διεξάγοντας πειράματα στο απομονωμένο εργαστήριό του, στο Κολοράντο Σπρινγκς των ΗΠΑ. Έχοντας κατασκευάσει κάθε είδους πρωτοποριακή μηχανή για την εποχή του, όπως τον ασύρματο τηλέγραφο και τον ασύρματο πομπό μεταφοράς ενέργειας, ανέφερε στον αμερικανικό Τύπο ότι λάμβανε σήματα από τον πλανήτη Άρη από τα τέλη του 1899. Επανέλαβε δημοσίως την πεποίθησή του, πιο έντονα αυτή τη φορά, τον Δεκέμβριο του 1900.
Ο πολυσχιδής και αφοσιωμένος επιστήμονας, βέβαιος ότι ο Κόκκινος Πλανήτης κατοικούνταν από νοήμονα όντα, παρόμοια στη φύση με τους γήινους θνητούς, αποφάσισε να ανταλλάξει μαζί τους φιλικό χαιρετισμό.
Πάσχιζε για εβδομάδες να πετύχει τη μεταξύ τους επικοινωνία, χρησιμοποιώντας τις πολυθρύλητες μηχανές που είχε κατασκευάσει ο ίδιος με ανθρώπινο πάθος και βαθιά επιστημονική κατάρτιση. Μάλιστα, συχνά τροποποιούσε τις πολύπλοκες μηχανικές εφευρέσεις του, προκειμένου να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Είχε αποστείλει αλλεπάλληλα τηλεγραφήματα στον μακρινό πλανήτη από το εργαστήριό του, που βρισκόταν στην υψηλότερη κορυφή του όρους Κολοράντο. Αλλά, δεν είχε λάβει καμιά απάντηση. Ο Τέσλα δεν πτοήθηκε. Αντιθέτως, πείσμωσε. Δούλευε ολοένα και πιο εντατικά, ολοένα και πιο αφοσιωμένα, μέρα νύχτα, ασταμάτητα, ακαταπόνητα.
Ώσπου ξαφνικά, τη νύχτα της 1ης Ιανουαρίου του 1900, πήρε μια απάντηση από το Διάστημα, απλή και συμβολική, όπως τουλάχιστον την εξέλαβε ο ίδιος: “Ένα… δύο… τρία…”
Η είδηση διαδόθηκε παντού, προκαλώντας τη γενική κατάπληξη. Οι απανταχού επιστήμονες έσπευσαν να δηλώσουν πως αυτό έλυνε δύο τουλάχιστον βασικά ζητήματα. Πρώτον, βεβαιώθηκαν πως οι εξωγήινοι υπήρχαν και δεύτερον, πως ήταν έννοα πλάσματα, εφόσον γνώριζαν στοιχειώδη αριθμητική.
Μετά από λίγο, ο Νικολά Τέσλα διάψευσε ότι ανάγνωσε το αριθμητικό εκείνο μήνυμα. Όμως, επέμενε με φανατισμό ότι είχε ενδείξεις στα μηχανήματά του, που τον βεβαίωναν ότι κάποιο άλλο ον, έξω από τα όρια της Γης, προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του. Δυστυχώς, παραδέχτηκε περίλυπος πως το βασικό του μηχάνημα ήταν ατελές και το ρεύμα, που χρησιμοποίησε, ήταν ανίσχυρο, ώστε να πραγματοποιηθεί μια ολοκληρωμένη επικοινωνία. Γι’ αυτό, οι ενδείξεις που καταγράφηκαν ήταν δυσανάγνωστες και ακατάληπτες.
Δεν αποθαρρύνθηκε. Είχε πια πεισθεί ότι μια μέρα θα κατόρθωνε να καταλήξει σε ένα γνήσιο και αδιαπραγμάτευτο επιστημονικό πόρισμα, σχετικά με την επικοινωνία του με εξωγήινα όντα.
Την ίδια χρονική περίοδο, ο επιφανής Αμερικανός αστρονόμος Andrew Ellicott Douglass διατράνωνε πως είχε παρατηρήσει με το τηλεσκόπιό του πάνω στον δίσκο του Άρη, στο σημείο εκείνο που οι επιστήμονες ονόμαζαν “Θάλασσα του Ίκαρου”, μία τεχνητή και ευθεία δέσμη φωτός, που ακτινοβολούσε για περίπου μια ώρα κι έπειτα, χάθηκε απότομα, σαν κάποιο αόρατο χέρι να διέκοψε την εκπομπή της.
Σύμφωνα με τον Andrew Ellicott Douglass, αυτόν τον αξιόλογο επιστήμονα που έδωσε το όνομά του σε κρατήρες της Σελήνης και του Άρη, η δέσμη φωτός που τον είχε μαγέψει, δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Ήταν ένας χαιρετισμός των εξωγήινων όντων προς τους κατοίκους της Γης.
Ένας τρίτος Αμερικανός αστρονόμος, ο Jeremiah Mcdonald, διατεινόταν ότι το 1898, καθώς επέστρεφε αργά το βράδυ στο σπίτι του, είδε μια παράδοξη λάμψη να κατέρχεται από τον ουρανό και ένα μικρό στερεό σώμα να βυθίζεται στο έδαφος πολύ κοντά του, σαν βλήμα. Δεν το έβαλε στα πόδια, παρά το αρχικό του σοκ, αλλά παρέμεινε επί τόπου και ψύχραιμα, προέβη σε έρευνες, καθώς η επιστημονική περιέργεια νίκησε τον πανικό του.
Αμέσως γονάτισε και με τα χέρια του έσκαψε το χώμα, μέχρι του σημείου όπου ψηλάφισε το άγνωστο αντικείμενο. Αυτό που ανέσυρε ήταν ένα υπόλευκο, μεταλλικής υπόστασης σώμα, υαλοποιημένο από τη μεγάλη θερμότητα. Όταν ψυχράνθηκε, ο Mcdonald διαπίστωσε ότι έφερε πάνω του γραφικούς χαρακτήρες μιας άγνωστης γλώσσας ή διαλέκτου, δηλαδή ένα είδος ιερογλυφικής παράστασης, ακατανόητης για τον άνθρωπο.
Από τότε τού έγινε εμμονή να αποκρυπτογραφήσει το μήνυμα, αλλά δεν το κατάφερε ποτέ. Οι αντίζηλοι της συντεχνίας του ισχυρίζονταν πως τίποτα από αυτά δεν είχε πραγματικά συμβεί και ότι όλα ήταν αποκυήματα της φαντασίας του ή αποτελέσματα οινοποσίας.
Επιπλέον, οι πρώτες φωτογραφίες της Σελήνης, που κυκλοφόρησαν το 1900, εντυπωσίασαν το κοινό που τις είδε, αλλά ταυτοχρόνως δημιούργησαν διαξιφισμούς στον κόλπο των επιστημόνων.
Κάποιοι έβλεπαν στην επιφάνεια του γήινου δορυφόρου τεχνητά κανάλια, διώρυγες, λιμάνια και κοιλάδες, προφανώς κατασκευασμένα από αλλόκοσμες ευφυΐες. Άλλοι, πάντως, υποστήριζαν ότι αυτές οι ποικίλες εναλλαγές στον φλοιό της Σελήνης ήταν απλώς ρωγμές και καθιζήσεις, εξαιτίας της ψύξης και της αποξήρανσης.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΣΚΡΙΠ”, στις 29/12/1900…