Οι Αλεούτιες ή Αλεούτες νήσοι αποτελούν ένα νησιωτικό τόξο, το οποίο αποτελείται από 14 μεγάλα και 55 μικρότερα ηφαιστειακά νησιά. Χωρίζουν το βόρειο Ειρηνικό στα νότια, από τη Βερίγγειο θάλασσα στα βόρεια. Εκτείνονται σε απόσταση περίπου 2.500 χιλιομέτρων, από τη χερσόνησο της Αλάσκας μέχρι την Καμτσάτκα. Επειδή διασχίζουν τον 180ο μεσημβρινό είναι τόσο το ανατολικότερο, όσο και το δυτικότερο σημείο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τα νησιά ανήκουν σχεδόν όλα στη αμερικανική πολιτεία Αλάσκα, με την εξαίρεση των νήσων Κομαντόρσκι, που ανήκουν στη Ρωσία. Οι κύριες νησιωτικές ομάδες από τα ανατολικά προς τα δυτικά είναι τα νησιά Φοξ, τα νησιά των Τεσσάρων Βουνών, τα νησιά Αντρεάνοφ, Ρατ, Νίαρ και Κομαντόρσκι. Τα νησιά έχουν ηφαιστειογενή προέλευση και ανήκουν στον Δακτύλιο της Φωτιάς του Ειρηνικού.
Το καλοκαίρι του 1928, μία Αμερικανική επιστημονική αποστολή έκανε μία σημαντικότατη ανακάλυψη. Η αποστολή πραγματοποιούσε αρχαιολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες στην περιοχή των Αλεούτιων Νήσων, προκειμένου να εντοπίσει ίχνη μετανάστευσης από την Ασία στη Βόρεια Αμερική.
Αρχηγός της αποστολής ήταν ο Χάρολντ Μακράκεν, ο οποίος από την σκούνα “Morrissey”, τηλεγραφούσε στους Τάιμς της Νέας Υόρκης την είδηση της ανακάλυψης των μουμιοποιημένων σωμάτων τριών εφήβων και ενός παιδιού της λίθινης εποχής.
Από τις αρχές του 1928, η ομάδα του Μακράκεν εξερευνούσε ένα προς ένα τα νησιά του συμπλέγματος των Αλεουτίων, κάτω από αντίξοες συνθήκες. Χωρίς αποτελέσματα και διατρέχοντας διαρκείς κινδύνους, οι εξερευνητές ετοιμάζονταν απελπισμένοι να γυρίσουν προς την Σιβηρία, ώστε να συνεχίσουν τις έρευνές τους εκεί.
Μία ημέρα, όμως, η ομάδα του Μακράκεν αποφάσισε να αναρριχηθεί σε έναν ψηλό και απόκρημνο βράχο, ο οποίος “κρεμόταν” πάνω από τη θάλασσα. Επί πέντε ώρες η ομάδα ανέβαινε με δυσκολία, κόντρα στον άνεμο που φύσαγε μανιασμένα.
Όταν έφτασαν στην κορυφή, ανακάλυψαν ανθρώπινα ίχνη. Σε ένα σπήλαιο που βρισκόταν στο σημείο, ανακάλυψαν έναν τύμβο κατασκευασμένο από γρανίτη, καλυμμένο από άμμο. Με τα λίγα εργαλεία που είχαν μαζί τους, άρχισαν να σκάβουν πυρετωδώς, μέχρι που αποκαλύφθηκε μία ξύλινη σαρκοφάγος, η οποία περιείχε τα μουμιοποιημένα πτώματα.
Η σαρκοφάγος ήταν κατασκευασμένη από κορμούς δέντρων επεξεργασμένους και συνδεόμενους με οστέινα καρφιά. Μία εργασία επιμελέστατη και άριστα διατηρημένη. Εσωτερικά, ήταν περιβεβλημένη με δέρματα ενυδρίδων, ραμμένων με ένα είδος ψάθινου νήματος.
Χωριζόταν σε δύο μέρη. Στο πρώτο, βρισκόταν το πτώμα εκείνου ο οποίος φαινόταν να κατείχε υψηλή θέση, ενώ στο δεύτερο τμήμα, βρίσκονταν οι μούμιες μίας γυναίκας, ενός νέου και ενός παιδιού. Μαζί με τους νεκρούς, βρέθηκαν όπλα και οστέινα εργαλεία, κυνηγετικά μαχαίρια και άλλα μικρά αντικείμενα, τα οποία πρέπει να είχαν μεγάλη αξία για τους ιδιοκτήτες τους.
“Ο αρχαίος βασιλιάς του πάγου φέρει έναν χιτώνα από δέρμα ενυδρίδων, ενώ εσωτερικά, ένα πουκάμισο από δέρματα θαλασσοπουλιών. Τα ρούχα του είναι πλούσια κεντημένα. Το πτώμα του είναι τυλιγμένο με δέρμα, και επιπλέον καλυμμένο με μικρά τμήματα επεξεργασμένων δερμάτων. Και τα άλλα πτώματα είναι καλώς καλυμμένα, με κατώτερης όμως αξίας περιβλήματα. Πιστεύεται ότι ήταν μία υπηρέτρια, ένας κυνηγός και ένα παιδί ευνοούμενο.
Για να μετακινήσουμε τις μούμιες, χρειάστηκε να κατασκευάσουμε μία γέφυρα από σχοινιά, μεταξύ της κορυφής όπου βρισκόμασταν και ενός γειτονικού αετώματος. Τα πτώματα μεταφέρθηκαν με μεγάλη επιμέλεια στην ακτή”, ανέφερε στο τηλεγράφημά του ο Χάρολντ Μακράκεν.
Σύμφωνα με τον Δρ. Βίζλερ, Διευθυντή του Τμήματος Ανθρωπολογίας στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης, η ανακάλυψη αυτή ήταν μοναδική. Κατά τη γνώμη του, δεν επρόκειτο περί Εσκιμώων ή Ινδιάνων της Αμερικής, αλλά περί κάποιας άγνωστης μέχρι τότε μετανάστευσης μιας μογγολικής φυλής.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ”, στις 13/07/1928…